Χρήστος Μποκόρος: O σπουδαίος ζωγράφος μιλά για τα έργα του, την κριτική και την Αριστερά

Χρήστος Μποκόρος: O σπουδαίος ζωγράφος μιλά για τα έργα του, την κριτική και την Αριστερά

«Προσπαθώ να κοιτάζω εκεί που δεν κοιτάζουμε πολύ. Ψάχνω να βρω τη σημασία στα ασήμαντα» μας λέει ο Χρήστος Μποκόρος, που αυτή την περίοδο συγκεντρώνει τα βλέμματα του φιλότεχνου κοινού σε Ελλάδα και Ρωσία. Στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Μόσχας εγκαινιάστηκε έκθεσή του με τίτλο «Τα στοιχειώδη», ενώ η Ρωσική Ακαδημία Καλών Τεχνών τον ανακήρυξε επίτιμο μέλος της. Παράλληλα, στο Μουσείο Μπενάκη της Πειραιώς παρουσιάζεται αυτήν την περίοδο όλη του η πορεία: από τα πρώτα του έως τα μισοτελειωμένα πρόσφατα έργα, που τα βγάζει απ’ το εργαστήρι του στην Καστέλα για να τα παρουσιάσει και αυτά.

Σε μία εκ βαθέων συνέντευξη ο καταξιωμένος ζωγράφος εξηγεί γιατί «το βάθος κρύβεται στην επιφάνεια».

«Η οικογένειά μου κρατά έξι γενιές μέσα από το Αγρίνιο. Πηγαίνω ακόμη (παρότι πέρυσι έχασα τη μάνα μου, ενώ ο πατέρας μου έφυγε εδώ και 38 χρόνια), κι ανάβω κανά καντηλάκι. Πατρικό δεν υπάρχει. Τόφτιαξε η αδελφή μου με τον γαμπρό μου πολυκατοικία, επάνω σε σχέδια δικά μου. Θλιβερό, αλλά γύρω γύρω ήταν πια πολυκατοικίες κι είχε μείνει αυτό μόνο του, χωμένο ανάμεσά τους. Είχε χαθεί και η θέα, δεν έβλεπα πια το βουνό απέναντι, ούτε την κυρά Βγένα… Ε, κάποια στιγμή αποδέχεσαι αυτήν τη μοίρα. Δεν έχει χαθεί για μένα αυτό, αλλά δεν υπάρχει πραγματικά. Είναι σ’ ένα ιδεατό κόσμο.»

Πράγματι, ο τόπος σας έχει παρουσία στο έργο σας.

«Εγώ προσπαθώ, αλλά… αυτό είναι απάτη!»

Γιατί απάτη;

«Διότι το φτιάχνω σαν να υπάρχει. Υπάρχει βέβαια σε άλλο επίπεδο, παίρνει άλλη διάσταση∙ δεν χάνεται τίποτα. Σ' αυτό τον κόσμο όλα είναι αθάνατα, και τα ζωντανά και τα πεθαμένα, όσο εμείς είμαστε εδώ και τα μνημονεύουμε. Υπάρχουν, είτε στη μνήμη είτε σε μνημεία, σε έργα, σε παραμυθία. Η παραμυθία και μόνο σώζει από την πραγματικότητα. Τι άλλο μας σώζει;»

εθνική μνήμη ΙΙ

Πώς αντιλαμβάνεστε την παραμυθία; Πραγματικότητα εννοείτε αυτό που συνηθίσαμε ν’ αποκαλούμε «κρίση»;

«Συνηθίσαμε να το λέμε… είδες! Σιγά, σιγά αποστασιοποιούμαστε απ’ αυτό, αρχίζουμε και καταλαβαίνουμε ότι δεν είναι η κρίση το πρόβλημα. Η κρίση είναι ένα πολύ καλό πράγμα! Άνθρωπος χωρίς κρίση δεν μπορεί να σταθεί στον κόσμο. Είμαστε εδώ για να κρίνουμε, να διακρίνουμε, να κρινόμαστε, να προκρίνουμε το καλό… ή το καλύτερο δυνατό. Αλλά όλες αυτές οι καχεκτικές καταστάσεις σαν αυτή που ζούμε -γιατί είναι όντως εποχή καχεκτική-, πάντα προϋποθέτουν ηθική απονεύρωση και πνευματικό μαρασμό. Δεν έρχεται από μόνη της μια καχεξία, δεν έρχεται αν είμαστε σε εγρήγορση πνευματική και ηθική. Όσο μας κρατάει μια υψηλή αρχή, ένας υψηλός σκοπός, ένα υψηλό τέλος – με τη διπλή σημασία του όρου -, αναλαμβάνουμε την ευθύνη μας και ορθώνουμε ανάστημα. Όταν χάσουμε αυτήν την παραμυθία των υψηλών στόχων (διότι παραμυθία είναι οι υψηλοί στόχοι), καταρρέουμε, σερνόμαστε. Αλλά όλοι αυτοί οι υψηλοί στόχοι, όπως όλες οι υψηλές αξίες του ανθρώπου, είναι πάντα πιο ψηλά από εκεί που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος∙ είναι παραμυθητικές, είναι ουτοπία. Αλλά η ουτοπία είναι πολύ κοντά μας, το πιο κοντινό που έχουμε, γιατί δεν είναι καν δίπλα μας: είναι μέσα μας. Την κουβαλάμε.»

Υπάρχουν οι προϋποθέσεις για το τέλος που εννοείτε; Βλέπετε φως στο αδιέξοδο;

«Εκεί τα πράγματα είναι δύσκολα. Δύσκολα καταρχήν με την αισιοδοξία. Αισιόδοξο θεωρούμε κάποιον που πιστεύει ότι όλα θα πάνε καλά! Κάτι παρεμφερές, όμως, ήταν κι αυτή η υπόσχεση μιας γραμμικής πορείας προς την πρόοδο, προς την ατελεύτητη ανάπτυξη. Αυτά, όμως, δεν μπορούν να ισχύουνε. Δεν είναι κάθε μέρα τ’ άη Βασιλιού, λένε στα μέρη μου. Ούτε κάθε καιρός άνοιξη και καλοκαίρι∙ χρειάζεται φθινόπωρο, χειμώνας, χρειάζεται η κρίση. Τίποτα δεν είναι για πέταμα! Δεν υπάρχουν άχρηστα πράγματα σε αυτόν τον κόσμο. Μπορεί να μην είναι η ώρα τους, μπορεί να μην τα έχουμε αντιληφθεί εμείς. Οι αλήθειες συνήθως κρύβονται εκεί που δεν κοιτάζουμε. Αν κοιτάζουμε την ανάπτυξη, τη γραμμική πορεία προς την πρόοδο, τότε θα αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα σαν κρίση. Χωρίς, όμως, τα προβλήματα, ποιο είναι το νόημα της ζωής; Τι θα έχουμε να λύσουμε εδώ; Πώς αντιλαμβανόμαστε την ευτυχία; Μια συνεχή άνεση και ευζωία; Σκέψου ότι η ευτυχία στη γλώσσα μας είναι κάτι που έχει σχέση με την τύχη. Είναι η καλή τύχη, η καλή στιγμή. Ε, λοιπόν, πάντα καλή θα είναι;»

Η αλήθεια, λέτε, βρίσκεται εκεί που δεν κοιτάζουμε. Αναρωτιέμαι αν αυτό επιχειρείτε στη ζωγραφική σας

«Μεγάλη αλαζονεία, αλλά αυτό προσπαθώ. Προσπαθώ να κοιτάζω εκεί που δεν κοιτάζουμε πολύ∙ ψάχνω στα ασήμαντα να βρω τη σημασία. Σε αυτήν την έκθεση τώρα, αναζητώ το άδηλο στα φαινόμενα. Γιατί νομίζω, τέλος πάντων, ότι δεν έχουμε να διαπραγματευτούμε τίποτε άλλο παρά μόνο το φαινόμενο. Και η όψη των αδήλων είναι τα φαινόμενα, όπως έλεγε ο Αναξαγόρας. Με άλλα λόγια, το βάθος κρύβεται στην επιφάνεια. Δεν έχουμε άλλο πεδίο, εκτός από αυτήν την επιφάνεια. Δεν υπάρχει νόημα στη ζωή, αν δε νοηματοδοτήσουμε τη δικιά μας στιγμή. Η αιωνιότητα, το άπειρο, δεν είναι ένα σακούλι να το γεμίσουμε με αριθμούς! Είναι συνείδηση του ενός αριθμού. Και τι είναι το ον, το λέγανε οι παλιότεροι: το ον λέγεται πολλαχώς. Καθένας, λοιπόν, καλείται να το πει, να μιλήσει για τον εαυτό του, να πει την ιστορία του∙ να καθαρίσει από τα περιττά, να ορθώσει τ’ ανάστημά του και να πει εγώ είμαι. Το έχουμε μπλέξει βέβαια αυτό, γιατί θέλουμε να «εκσυγχρονιστούμε»: να μην είμαστε δηλαδή αυτό που είμαστε και να γίνουμε κάτι άλλο. Αλλιώς, λέμε ν’ ανακαλύψουμε τον εαυτό μας. Υπήρχε πριν από εμάς και θα τον ανακαλύψουμε μετά; Και ποιος θα είμαι εγώ που θ’ ανακαλύψει τον εαυτό μου; Όλη αυτήν την άνεση και την ευκολία πάλι, ποιος θα μας τη δώσει; Ένας άλλος; Κι ότι μας δίνουν οι άλλοι είναι δικό τους ή δικό μας; Τέτοια ζόρια τραβάω…»

φωτεινή χαρακιά

Συχνά χρησιμοποιείτε παλιά ξύλα, παλιά πανιά∙ σ’ αυτήν την αποδοχή της φθοράς τι αποζητάτε;

«Αυτό ακριβώς, ν’ αποδεχτούμε την κρίση, το πρόβλημα, το σκοτάδι, για να δούμε φως. Αν δεν αποδεχτείς το σκοτάδι, τι φως θα δεις; Ένα φως να λάμπει κάτω απ’τον ήλιο; Tίποτα δε φαίνεται κάτω απ’τον ήλιο! Κι αν θεωρώ δεδομένο ότι τα φώτα της δημοσιότητας συσκοτίζουν τα πάντα, κάπου αλλού πρέπει να κοιτάξω. Χωρίς σκοτάδι, φως δεν έχει! Χωρίς κόπο μόνο το μηδέν υπάρχει. Σε μια συνθήκη που μας εξαναγκάζει συνεχώς ν’αποζητούμε το νεότερο, έχουμε ξεχάσει πότε παλιώνει το καθετί. Πότε παλιώνει το νέο, κυρίως, πότε παλιώνει το παλιό; Λες παλιά πανιά, παλιά ξύλα. Εγώ λέω ότι δεν είναι παλιά. Μ’ αυτά παιδεύομαι και αυτά κάνω καινούργια.

Σήμερα, όμως, πιστεύουμε ότι πρέπει συνεχώς να κάνουμε τομές, παρθένα πράγματα, καινούργια.

Οι άνθρωποι αισθάνονται αυτάρκεις μέσα στα γκατζετάκια του πολιτισμού! Αλλά η αυτάρκεια δεν μπορεί να είναι αυτό. Δε σώζεται κανείς μόνος του, ούτε με παροχές άλλων. Σώζεσαι μέσα σε μια κοινότητα, σ’ έναν ολόκληρο κόσμο, στο σύμπαν όλο. Και τι σημαίνει σώζεσαι εκεί: σώζομαι σημαίνει εξαφανίζομαι, εξαφανίζω εαυτόν.»

Εσείς πώς αποτραβιέστε από το σκοτάδι;

«Το λες σα να φαίνεται ότι πέτυχα τον σκοπό μου. Δεν πέτυχα τίποτα, μέσα στο σκοτάδι τσαλαβουτώ ακόμη. Εκεί, γονατισμένος στο σκοτάδι, ψάχνω να βρω ένα φως, ένα κλαράκι να κρατηθώ.»

Μέσα σε δύο χρόνια παρουσιάσατε δύο μεγάλες εκθέσεις στο Μπενάκη της Πειραιώς και μόλις πρόσφατα σας τιμήσανε στη Ρωσία. Πώς αποτιμάτε αυτήν την επιτυχία;

«Δεν ξέρεις τι έκπληξη και τι ευλογία το αισθάνομαι αυτό! Σα να μην είμαι εγώ εκεί και σαν το νόημα να διαφεύγει πάντα. Βέβαια, είναι εξαιρετική συνθήκη. Για μένα, όμως, δεν είναι ακριβώς αυτό το ζητούμενο. Το αισθάνομαι σαν ανταπόδοση σε… έγραφα κάποτε «σε άλλες κατακρημνίσεις και σ’ άλλους καταποντισμούς». Κι απ’ την άλλη λέω: τι λες τώρα; σιγά μην καταποντίστηκες; μια χαρά είσαι… Δεν τελειώνει η διαπραγμάτευση με το υψηλό, με την αλήθεια. Δε λύνονται άπαξ αυτά. Είναι καθημερινά διακυβεύματα, καθημερινές προβληματικές συνθήκες, τις οποίες πρέπει ν’αντιμετωπίζουμε. Εξάλλου, σκέφτομαι ότι όσο περισσότερα πράγματα γνωρίζουμε, τόσο μεγαλώνει το πεδίο της άγνοιας. Το σκέφτομαι παραστατικά, σαν η γνώση μας να είναι ένας κύκλος. Όσο περισσότερο μεγαλώνει ο κύκλος, τόσο μεγαλώνει και η περιφέρειά του. Με τι συνορεύει αυτή η περιφέρεια; με την άγνοια. Όσο μεγαλύτερος, λοιπόν, είναι ο κύκλος, τόσο πιο μεγάλη η περιφέρεια που μας φέρνει σ’ επαφή με την άγνοια. Έτσι έφτασε ο αρχαίος φιλόσοφος να πει «εν οίδα ότι ουδέν οίδα».

φωτισμένα κουρελάκια πολύχρωμα

Η τωρινή έκθεση στο Μπενάκη έχει αναδρομικό χαρακτήρα. Παίρνοντας μιαν απόσταση από τα έργα, υπάρχει κάτι που θέλετε να διαπραγματευτείτε ξανά;

«Αυτή η αναδρομή αυτογνωσίας, γιατί τέτοια είναι, είναι ένα time out. Σα να μου δίνει λίγο χρόνο για να σταθώ απέξω, να τα δω όλα μαζί. Τι έκανα τόσο καιρό, 30 τόσα χρόνια; Τα έργα που εκτίθενται εκεί είναι από το ’83. Να τα δω κι ίσως… κάτι να καταλάβω. Είχε πολύ δουλειά αυτή η έκθεση και συνέπεσε με την έκθεση στη Μόσχα, που δεν ήταν προγραμματισμένη κι έτσι αφαιρέθηκαν και τα "Στοιχειώδη" (έκθεση στο Μπενάκη της Πειραιώς, Ιανουάριος 2014). Το ζητούμενο της αναδρομικής έκθεσης ήταν να δείξω όλη την πορεία μέχρι τα "Στοιχειώδη", ελπίζοντας ότι θα τα συμπεριλάβω για να φαίνεται από πού ξεκίνησα και που έφτασα. Και η ζωή αφαίρεσε τα "Στοιχειώδη", τα πήγε στη Μόσχα. Έμεινα χωρίς αυτά, στην αρχή αμήχανος πολύ, έπειτα είπα μπα, για καλό είν’ αυτό.

Εξάλλου, τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά. Ήταν μια πολύ μεγάλη έκπληξη το ότι με τίμησε η Ρωσική Ακαδημία. Κι έγινε χωρίς να το περιμένω: τη μια μέρα ήταν τα εγκαίνια, την επομένη μου ζήτησαν να παρίσταμαι στη γενική συνέλευση της Ακαδημίας για να την παρακολουθήσω. Εθιμοτυπικό -σκέφτηκα- είναι, και δέχτηκα από σεβασμό την πρόσκληση. Με σήκωσαν, λοιπόν, επάνω και μου βάλανε την τήβεννο!»

Κανείς δε σας είχε προϊδεάσει;

«Κανείς.»

Ωραίο!

«Ακριβώς, αυτήν τη λέξη σκέφτηκα κι εγώ. Γιατί ωραίο στη γλώσσα μας σημαίνει το ώριμο, αυτό που έρχεται η στιγμή του να γίνει.»

Τι «βαραίνει» εντός σας ως η πιο μεγάλη αναγνώριση;

«Με τιμά ο κόσμος με τη μεγάλη επισκεψιμότητα στις εκθέσεις μου. Κυρίως, οι απλοί άνθρωποι, αυτοί που κανονικά λένε εγώ δεν ξέρω από τέχνη. Δεν ξέρουν από τέχνη, αλλά κάτι τους ελκύει κι έρχονται. Με τιμά πολύ η απόδειξη του γεγονότος ότι τα έργα αυτά ξεπερνούν τον αισθητικό τους χαρακτήρα, που με αφορά μεν, αλλά η βαθύτερή μου επιθυμία είναι πέρα από την αισθητική διαπραγμάτευση του θέματος. Είναι να μπορούν να μετέχουν τα έργα σε μια καρδιακή «λύτρωση», ν’ απευθύνονται στην καρδιά των θεατών. Και, κυρίως, δε μ’ ενδιαφέρει ν’ απευθύνονται τόσο στην ιστορία της τέχνης. Μπορεί αυτός ο εξοπλισμός να υπάρχει στα μετόπισθεν της δικής μου σκέψης, να είναι δηλαδή υποσκευή της γνώσης μου ή των προθέσεών μου, αλλά δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Δεν απευθύνονται τα έργα στους ειδικούς.

Εξάλλου, οι ειδικοί βγάζουν τα μάτια τους μεταξύ τους. Έχουν κλειστεί σε μεθοδολογικά κουτάκια και σε ίντριγκες παραταξιακές, όπου προσπαθούν να επιβεβαιώσουν κάποιες απόψεις κι όχι ν’ αφεθούν στην καθαρή οπτική αντίληψη∙ στην καθαρή μας ψυχική αντίληψη: τι βλέπω, τι μ’ αρέσει; Πολλοί άνθρωποι σήμερα προσπαθούν, ρωτώντας την γνώμη των ειδικών ή ψάχνοντας εκεί για να καταλάβουν τι πρέπει να τους αρέσει και τι όχι. Δεν είναι έτσι όμως! Δε γίνεται έτσι το μου αρέσει. Δε γίνεται κατά γνώση κι επιταγή ο έρωτας.

Κάτι άλλο πρέπει ν’ αφήσουμε ελεύθερο. Δεν τό’χω, το προσπαθώ… όταν μπορώ. Αυτή, λοιπόν, η αποδοχή του κόσμου είναι μεγάλη δικαίωση.

Πολλές φορές βέβαια, έχω περάσει από τις στενοχώριες των κριτικών, των απορρίψεων, γιατί υπάρχουν πολλές τέτοιες. Με τις κριτικές δεν τα πάω κακά. Με βοηθούν πάρα πολύ, ειδικά όταν είναι εμπεριστατωμένες. Με βοηθούν πάρα πολύ να καταλάβω διότι - το είπα και πριν -, αισθάνομαι τη ζωγραφική ως μία οδό αυτογνωσίας. Είναι το εργαλείο μου για να γνωρίσω τον εαυτό μου. Τι πάει να πει αυτό; Ανακτώ ένα πρόσωπο, μία ταυτότητα, όχι στο κενό, αλλ’ απέναντι στους άλλους, στο περιβάλλον μας, σε αυτούς στους οποίους απευθυνόμαστε. Είναι ο καθρέφτης στον οποίο αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας. Εκεί, λοιπόν, απ’ αυτήν την άποψη αισθάνομαι ευλογημένος, από την έλξη που δημιουργεί αυτό το έργο. Παρότι θα ήθελα περισσότερα πράγματα…»

Όπως;

«Αυτό το "περισσότερο" δεν έχει να κάνει με πρόσωπα∙ έχει να κάνει με μια ιδανική συλλογικότητα, με μια κοινότητα στην οποία θα ήθελα ν’ απευθύνονται όλα αυτά. Σε τι ομονοούμε όμως ως κοινότητα; Ποιο το κοινό κριτήριο; Θα ήθελα να ξέρω το κοινό κριτήριο για να δουλέψω, να κάνω ό,τι μπορώ για να φτάσω… να κατακτήσω το κριτήριο αυτό και να κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ σε σχέση με αυτό το μέτρο. Αλλά βλέπω όσο περνούν τα χρόνια ότι δεν υπάρχει ακριβές κριτήριο, δεν υπάρχει μέτρο. Τώρα πια, τους τελευταίους αιώνες μάλλον, καθένας, λέει, εκφράζεται ελεύθερα. Βέβαια, εγώ λέω τι να εκφράσω ελεύθερα, σε ποιον; Αν εκφράσω τον εαυτό μου, σε ποιον θα είναι χρήσιμο; Αν ο καθένας εκφράζεται ελεύθερα, οι άλλοι γιατί να έχουν κάποιο ενδιαφέρον για την αλλότρια έκφραση; Αν δεν εκφράσουμε κάτι κοινό, πώς θα επικοινωνήσουμε; Να πω δηλαδή την καλημέρα μου με ένα δικό μου τρόπο; Αν πω την καλημέρα μου έτσι, ο απέναντι θα το καταλάβει; »

Κυπαρίσι, δέντρο μνήμης

Σύμφωνοι, αλλά εσείς χρησιμοποιείτε αρχετυπικά σύμβολα, όπως το κερί, την ελιά, το πρόσφορο, όλα αυτά εκφράζουν μια συλλογικότητα.

«Ναι, τα χρησιμοποιώ κι ύστερα σχεδόν, λέω του εαυτού μου "ωχ, την πάτησα πάλι". Έκανα το πρόσφορο το ’96 κι όλοι οι αριστεροί μου φίλοι μ’εγκατέλειψαν! Πάει, είπαν, "χριστιάνεψε" ο Μποκόρος! 'Ομως, δεν ισχύουν όλα έτσι ακριβώς. Η φλόγα για παράδειγμα δεν είναι εκκλησιαστικό σύμβολο, την έχω δει παντού. Όταν άναβε η γιαγιά μου το καντηλάκι, δεν ήταν εκκλησιαστική πράξη αυτή. Ήταν μια πράξη προσωπική, άκρας και άπειρης συλλογικότητας, χωρούσανε εκεί όλοι της οι πεθαμένοι και όλοι της οι ζωντανοί. Τι εκκλησιαστική πράξη ήτανε; Στο δωματιάκι της κάθε βράδυ άναβε το καντηλάκι… για ποια εκκλησία; Άλλο είναι το ζητούμενο…»

Δηλαδή;

«Το ζητούμενο υπερβαίνει τις ερμηνείες του. Και καλά κάνει! Ακόμη και τη δική μου ερμηνεία. Δεν έχω δηλαδή να ερμηνεύσω ακριβώς κάτι. Εγώ κάνω αυτό που γίνεται. Πολλές φορές τα έργα αισθάνομαι ότι μου χαρίζονται, ότι δεν τα έχω κάνει εγώ. Έρχονται κι ολοκληρώνονται κάποια έργα σε απίστευτο χρόνο. Κι άλλες φορές παιδεύομαι μήνες και δε βγαίνει! Μερικές φορές δε γίνονται ούτε οι φλόγες, δεν είναι η ώρα τους… είναι χάρισμα η ζωή!»

Με ποιο τρόπο;

«Έλα ντε! Είναι μυστήριο, αλλά μας χαρίζεται η ζωή, μας χαρίζεται η ευτυχία. Τι σημαίνει η ευτυχία; Η καλή μας τύχη; Εμείς την φτιάχνουμε; Ο πατέρας μου απήγγειλε διάφορα από στήθους, όταν ήμουν μικρός: Όμηρο, Παλαμά, καθώς επίσης έναν συντοπίτη μας ποιητή, τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο. Μεγάλωσα κιόλας δίπλα σε μια πλατεία με τ’ όνομά του. Μού λεγε, λοιπόν, πολλές φορές ένα ποίημά του, τη «βάρκα»:

(από στήθους)

Τί γυρεύεις, τί θέλεις μη κι εσύ το γνωρίζεις;

Έχεις πιάσει ποτέ σου το τί κυνηγάς;

Μή ῾που σπέρνεις καλό το κακό δε θερίζεις;

Δε σκοντάβεις σε ρώτημα σ᾿ ότι ρωτάς;

Ότι σ᾿ έχει μαγέψει κι ότι σού ῾χει γελάσει,

το ῾χεις μόνος κερδίσει, μοναχός ετοιμάσει;

Αυτό εννοώ χάρισμα.»

τετράγωνο φως

Μιας και αναφερθήκατε στην αριστερά, ο πατέρας σας ήταν στον ΕΛΑΣ και μεγαλώσατε σε αυτό το κλίμα. Τέτοιες ήταν και οι αναφορές της έκθεσης που κάνατε με το «Αδιάβαστο Δάσος» (γκαλερί Ζουμπουλάκη 2004). Αν η αριστερά επιβλήθηκε στα γράμματα μετεμφυλιακά

(διακόπτοντάς με συνεχίζει:) «ως πολιτιστική ηγεμονία! Αυτό ήταν το μεγάλο ζητούμενο του Αντόνιο Γκράμσι: "θά μαστε στις φυλακές, αλλά θά’ χουμε πολιτιστική ηγεμονία!". Να, λοιπόν, σήμερα τα χάλια της πολιτιστικής ηγεμονίας. Τα λουζόμαστε!»

Σήμερα, λοιπόν, η αριστερά μπορεί να εμπνεύσει;

«Το Αδιάβαστο Δάσος τό κανα για την Αντίσταση.

Η Αντίσταση δεν ήταν η αριστερά. Το αντάρτικο δεν ήταν αριστεροί. Ούτε ήξεραν τι ήταν! Σάμπως ο Άρης ήτανε αριστερός; Μια αρχαία πορεία είναι το αντάρτικο. Το ’43, νομίζεις, βγήκαν στο κλαρί πρώτη φορά; Οι κλέφτες πριν τι ήτανε; Πότε δεν υπήρχαν άνθρωποι που παρατήσανε τις μεγάλες, ευρείες κοινότητες κι ανεβήκανε στην «ελευθερία του ύψους»; Κάπως έτσι τό βλεπα, ανθρώπους που καταστρέψανε το μέλλον και τη ζωή τους. Ν’αναζητήσουνε κάτι υψηλότερο. Δεν ήταν αριστεροδεξιό. Δεν ήταν αριστερά ή δεξιά∙ ήταν επάνω. Ό,τι γνώρισα απ’ αυτούς τους ανθρώπους, ήταν κάτι που μού δειχνε ψηλά. «Άνω σχώμεν τας καρδίας» λέει το εκκλησιαστικό γλωσσάρι.

Εξάλλου, την πρώτη μου μαθητεία στο τι εικονίζεται μέσα σε μια εκκλησία, μου έδειξε αριστερός και μου εξήγησε ότι δεν είναι τυχαία όλα αυτά. Είναι μια μυητική διαδικασία: εδώ είναι ζωγραφισμένο αυτό, γιατί σημαίνει εκείνο. Εδώ το άλλο, γιατί κάπου πρέπει να φτάσεις. Πού; στο ύψος! Και τι είν’ αυτό, Θεός; Πες τον όπως θες, δεν του καίγεται καρφί, για το πώς θα ειπωθεί το ύψος! Αλλά ποιος μπορεί να ζήσει μια ζωή, χωρίς να προσδοκά ένα ύψος; Ποιος είναι ο στόχος της ζωής που τραβά καθένας; Το σκοτάδι, ο πάτος; Κάτι άλλο ζητάμε εδώ… πες το έρωτα ή ευτυχία. Όπως και να το πεις, εκεί συγκλίνει: σε κάτι που δεν εξαρτάται από εμάς. Φτάσαμε, λοιπόν, στην απάντηση του πρώτου ερωτήματος… γι’ αυτήν την παραμυθία προσπαθώ να μιλήσω!»

Ο Χρήστος Μποκόρος ξεναγεί το κοινό στις «Οψεις Αδήλων», το Σάββατο 21/1 και 4, 11, 25/2, στις 12:30 μ.μ. στο Μουσείο Μπενάκη της Πειραιώς. Διάρκεια ως τις 26 Φεβρουαρίου.

|

Δημοφιλή