Η δύναμη της ελληνικής γλώσσας και οι αδυναμίες της ελληνικής πολιτείας

Παρά το αναμφισβήτητο γεγονός της συνέχειας της ελληνικής γλώσσας, η ελληνική Πολιτεία μάλλον την υπονομεύει παρά την υπηρετεί: η υιοθέτηση της δημοτικής όχι μόνο ως επίσημης γλώσσας (κάτι εύλογο), αλλά ως μοναδικής που αναγνωρίζεται από τους περισσότερους νεοέλληνες, την φτωχαίνει και την υποτιμά. Η κατάργηση των πνευμάτων και των τόνων αποτέλεσε ένα βάρβαρο πλήγμα στην γλώσσα, δυσκολεύοντας όχι μόνο την αναγνώριση της συνέχειας με την αρχαία, βυζαντινή και λαϊκή της ρίζα, αλλά και την ταυτοποίηση των ελληνικών λέξεων με τις αντίστοιχες ξένες λέξεις με ελληνική προέλευση.
|
Open Image Modal
Ozgurmulazimoglu/Flickr

Η ελληνική γλώσσα είναι γνωστή για τα προτερήματά της. Είναι κατ' αρχήν μια νοηματική γλώσσα, όπου, με βάση την ετυμολογία, μπορεί κανείς να καταλάβει το πραγματικό νόημα των λέξεων. Ένα αρκετά γνωστό παράδειγμα είναι η λέξη «ελευθερία», που βγαίνει από τον μέλλοντα του ρήματος «έρχομαι». Συνεπώς, η ελευθερία είναι μια ιδανική κατάσταση που πρέπει πάντα να επιδιώκουμε, χωρίς να αυταπατόμαστε ότι την έχουμε ήδη κατακτήσει. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η λέξη «αλήθεια», από το στερητικό «α» και την λήθη, την λησμονιά: ό,τι είναι αληθινό, δεν πρόκειται ποτέ να ξεχαστεί.

Ένα στοιχείο που αναδείχθηκε σχετικά πρόσφατα, είναι η ενεργειακή σημασία των γραμμάτων της ελληνικής γλώσσας (¹). Το «Δ» συμβολίζει την δύναμη, το «Ρ» την Ροή, το «Υ» την συγκεντρωμένη ενέργεια, το «Σ» την κίνηση, κλπ. Έτσι, η δρυς επάξια είναι το ιερό δέντρο του Δία, αφού συμβολίζει την δύναμη, από την συγκέντρωση της ρέουσας στο σύμπαν ενέργειας. Ομοίως, κάθε μία ελληνική λέξη ερμηνεύεται από το σύνολο των γραμμάτων της, με μοναδικό και λειτουργικό τρόπο.

Εξ άλλου, η παγκόσμια σημασία της ελληνικής γλώσσας είναι ευρέως αποδεκτή. Το λατινικό αλφάβητο είναι αυτούσια η Χαλκιδική εκδοχή του ελληνικού αλφαβήτου, προερχόμενη από την γειτονική στην Ρώμη Ευβοϊκή αποικία Γραία (από όπου προέκυψε και το όνομα της Ελλάδος, Greece). Από την παρατήρηση, την συστηματική έρευνα αλλά και την δημιουργική αμφισβήτηση που χαρακτηρίζει το ελληνικό πνεύμα, προέκυψαν όλες οι Επιστήμες και η ελληνική γλώσσα τις ζωογόνησε με τις βασικές λέξεις (ορολογία) που χρησιμοποιούν. Για το λόγο αυτό, όσοι κατέχουν την ελληνική γλώσσα ευεργετούνται από την νοηματική και ενεργειακή της δύναμη, όπως φαίνεται και από τις επιτυχίες των Ελλήνων επιστημόνων σε όλο τον κόσμο.

Παρά το αναμφισβήτητο γεγονός της συνέχειας της ελληνικής γλώσσας, η ελληνική Πολιτεία μάλλον την υπονομεύει παρά την υπηρετεί: η υιοθέτηση της δημοτικής όχι μόνο ως επίσημης γλώσσας (κάτι εύλογο), αλλά ως μοναδικής που αναγνωρίζεται από τους περισσότερους νεοέλληνες, την φτωχαίνει και την υποτιμά. Η κατάργηση των πνευμάτων και των τόνων αποτέλεσε ένα βάρβαρο πλήγμα στην γλώσσα, δυσκολεύοντας όχι μόνο την αναγνώριση της συνέχειας με την αρχαία, βυζαντινή και λαϊκή της ρίζα, αλλά και την ταυτοποίηση των ελληνικών λέξεων με τις αντίστοιχες ξένες λέξεις με ελληνική προέλευση. Έτσι, ο Έλληνας μαθητής που ξεκινάει την εκμάθηση των ξένων γλωσσών όλο και πιο νωρίς, θα πρέπει να φτάσει στο Γυμνάσιο για να καταλάβει για ποιο λόγο η Ελένη στα Αγγλικά γράφεται ως Helen, επιβεβαιώνοντας ότι ακόμα και η ελληνική μας γλώσσα μπορεί να είναι ένα εισαγόμενο προϊόν. Από την άλλη μεριά, ορισμένες ιδιωτικές πρωτοβουλίες (σχολεία και φροντιστήρια) αποδεικνύουν ότι με την χρήση της ετυμολογίας είναι δυνατή η εκμάθηση της αρχαίας ελληνικής ακόμα και από τα παιδιά των πρώτων τάξεων του Δημοτικού.

Στο μεταξύ, οι δυσκολίες στα σχολεία της Ελλάδας επιδεινώνονται, ενώ στο εξωτερικό δεν υπάρχει επαρκής πρόνοια για τα παιδιά των νέων Ελλήνων που αναζητούν καλύτερη τύχη σε άλλες χώρες ή των ξένων μεταναστών που αφού ζήσουν κάποια χρόνια στην Ελλάδα επιστρέφουν στη χώρα τους. Όμοια, δεν υπάρχει καμιά υποστήριξη σε απογόνους Ελλήνων που μιλούν ακόμα ελληνικά, παρά τους διωγμούς και ενάντια στη ροή του χρόνου, σε μέρη όπως η Τουρκία, η Ανατολική Βουλγαρία, η Κάτω Ιταλία, η Συρία, η Ιορδανία και άλλα μέρη. Και αφού ούτε καν οι Έλληνες δεν φροντίζουν για τη γλώσσα τους, οι κλασικές σπουδές εγκαταλείπονται σταδιακά ακόμα και από χώρες που μέχρι πρότινος τις καλλιεργούσαν συστηματικά, όπως η Αγγλία (Education Reform Act, 1988) και πιο πρόσφατα η Γαλλία, εκεί μάλιστα με το σκεπτικό της «δημοκρατικής» εξίσωσης προς τα κάτω, αφού διαπιστώθηκε ότι όσοι γνωρίζουν αρχαία ελληνικά ή Λατινικά, έχουν καλύτερες σχολικές επιδόσεις.

Το σύγχρονο νόημα της ελληνικής γλώσσας, αφορά ακόμα την ψυχολογική υποστήριξη που παρέχει η ελληνική φιλοσοφία και ο ελληνικός πολιτισμός (²). Τα διδάγματα αυτά θα μπορούσαν, για ακόμα μια φορά στην Παγκόσμια Ιστορία, να αποτελέσουν οδηγό της ανθρωπότητας, προτρέποντας και διδάσκοντας το σεβασμό της ανθρώπινης αξίας και ζωής.

Οι άλλες χώρες βέβαια δεν ακολουθούν το παράδειγμα της Ελλάδας: η Ινδία διαθέτει πλέον Υπουργείο για την προστασία των άυλων πολιτιστικών προϊόντων της, ενώ στην γειτονική Τουρκία ο πρώην πνευματικός καθοδηγητής του Ερντογάν, Φετουλάχ Γκιουλέν, ελέγχει την παιδεία ενώ έχει ιδρύσει περισσότερα από 1.000 σχολεία σε άλλες χώρες , που προωθούν τον παντουρκισμό και τον ισλαμισμό.

Στην ζυγαριά, από τη μια μεριά βαραίνει η δύναμη της παράδοσης και η ζωντάνια της ελληνικής γλώσσας και από την άλλη οι αδυναμίες του ελληνικού κράτους. Ο αστάθμητος παράγοντας που κάνει την διαφορά είναι οι δράσεις των απλών πολιτών, αλλά και των χορηγών που προσπαθούν να κρατήσουν το διεθνές ενδιαφέρον για την γλώσσα και τον πολιτισμό. Πολλές από αυτές τις προσπάθειες είναι ιδιαίτερα αξιόλογες και όλες τους αξίζουν την επιβράβευσή μας.

Φυσικά πάντα υπάρχει περιθώριο βελτίωσης, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την αξιοποίηση των νέων Τεχνολογιών και των κοινωνικών δικτύων, για την εκμάθηση της αρχαίας και της νέας ελληνικής. Μπορούν να βελτιωθούν οι μέθοδοι διδασκαλίας, ώστε να απευθύνονται σε εξειδικευμένο κοινό και να κάνουν χρήση της ετυμολογίας, εκμεταλλευόμενες την συνθετική δομή πολλών ελληνικών λέξεων αλλά και την δυναμική παρουσία τους στις ξένες γλώσσες (³, ⁴). Παράλληλα, η εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας μπορεί να υποστηριχθεί με γνωσιολογικά και εμπειρικά στοιχεία (μουσική, ιστορία, διατροφή, κλπ), αφού είναι άρρηκτα δεμένη με τον ελληνικό πολιτισμό.

Με βάση τα κριτήρια της διαφάνειας και της μέγιστης αποτελεσματικότητας των διατιθέμενων πόρων, αλλά και της αναγνώρισης των υπαρχουσών προσπαθειών, η βέλτιστη, ενδεχομένως, λύση δεν είναι η ανάθεση σε ομάδα ειδικών, της εκπόνησης ενός «τέλειου» προγράμματος εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας. Αντί αυτού, προτείνεται ένας ανοιχτός ετήσιος διαγωνισμός, με κριτική επιτροπή αποτελούμενη από πρόσωπα αναγνωρισμένης αξίας (Ακαδημαϊκούς, εκπαιδευτικούς, ειδικούς στις σύγχρονες Τεχνολογίες, εκπροσώπους Ιδρυμάτων, κλπ) που θα αναδεικνύει και θα βραβεύει με χρηματικά έπαθλα τις καλύτερες προσπάθειες υπεράσπισης και προώθησης του ελληνικού πολιτισμού και διάδοσης της ελληνικής γλώσσας, με την χρήση των νέων τεχνολογιών (πχ ηλεκτρονική πλατφόρμα δωρεάν εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας και γνωριμίας του ελληνικού Πολιτισμού, ταινίες, ντοκυμαντέρ, κλπ), προτρέποντας σε μια άμιλλα ισότιμων και άξιων προσώπων.

Αναφορές

¹ Ιστορία γενέσεως της ελληνικής γλώσσας, Η. Τσατσομοίρος, 2004

² Πλάτωνας, όχι Πρόζακ, Λου Μαρίνοφ, 2002

³ Οι ελληνικές λέξεις στη γαλλική γλώσσα, Δ. Μολύβδης, 2013

⁴ Η Οικουμενική διάσταση της ελληνικής Γλώσσας, Α. Κωνσταντινίδης, 2001