Βασιλική: Μία ιστορία για την αγάπη και την άνοια

ίσως ακουστεί παράδοξο, μα είμαι πια πεπεισμένη ότι το καταλληλότερο μέρος για να δει κανείς από κοντά πώς μοιάζει η αληθινή αγάπη, είναι η αίθουσα αναμονής ενός ιατρείου μνήμης. Εκεί κρύβεται. Μπροστά στην πιθανότητα ο ένας από τους δύο να γίνει αργά, αλλά σταθερά σκιά του εαυτού του, η πραγματική αγάπη δυναμώνει και ανθίζει. Σιωπηλός παρατηρητής, εδώ και 17 χρόνια έχω δει μπροστά μου να ξετυλίγονται αμέτρητες ιστορίες αγάπης. Μα αγάπη όμοια με αυτή δεν έχω ξανασυναντήσει.
|
Open Image Modal
Yagi Studio via Getty Images

Ίσως ακουστεί παράδοξο, μα είμαι πια πεπεισμένη ότι το καταλληλότερο μέρος για να δει κανείς από κοντά πώς μοιάζει η αληθινή αγάπη, είναι η αίθουσα αναμονής ενός ιατρείου μνήμης. Εκεί κρύβεται. Μπροστά στην πιθανότητα ο ένας από τους δύο να γίνει αργά, αλλά σταθερά σκιά του εαυτού του, η πραγματική αγάπη δυναμώνει και ανθίζει.

Σιωπηλός παρατηρητής, εδώ και 17 χρόνια έχω δει μπροστά μου να ξετυλίγονται αμέτρητες ιστορίες αγάπης. Μα αγάπη όμοια με αυτή δεν έχω ξανασυναντήσει.

Όταν ήρθαν για πρώτη φορά, γνώριζαν ήδη τη διάγνωση: νόσος Αλτσχάιμερ πρώιμης έναρξης. Αν κανείς προσπερνούσε τα γκρίζα του μαλλιά και τις κυματιστές της ρυτίδες, θα νόμιζε ότι έβλεπε ερωτευμένο ζευγαράκι εικοσάχρονων. Όση ώρα περίμεναν, την κρατούσε από τη μέση, να τη νιώθει συνέχεια κολλημένη στο πλευρό του. Κάθε φορά που έγερνε το κεφάλι της στον ώμο του, τη φιλούσε τρυφερά στο μέτωπο κι εκείνη τον αγκάλιαζε με το βλέμμα της. Τα 58 της χρόνια και η δυσοίωνη διάγνωση δεν μπορούσαν να κρύψουν τη νεανική της λάμψη. «Ήταν και εξακολουθεί να είναι το αγαπημένο παιδί του μπαμπά», μου είπε ο μικρότερος γιος τους. Μα βέβαια. Ήταν ολοφάνερο.

Δεν ήταν ακόμα έτοιμοι να δεχτούν την καινούρια πραγματικότητα. Τι κι αν περισσότεροι από τρεις γιατροί είχαν δώσει την ίδια ακριβώς διάγνωση, τι κι αν οι εξετάσεις -όλο και πιο λεπτομερείς, όλο και πιο εξεζητημένες- επιβεβαίωναν τα λεγόμενα των ειδικών. Τους άκουγα σχεδόν να φωνάζουν από μέσα τους «Αποκλείεται, δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό σε εμάς. Κάτι κάνετε λάθος». Ήταν ενωμένοι σαν μία γροθιά, έτοιμοι να διαλύσουν τις στατιστικές και την κακή πρόγνωση της νόσου.

Λίγους μήνες μετά το πρώτο ραντεβού, άνοιξε απότομα η πόρτα και μπήκε αναστατωμένος, με μια άγρια λύπη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Είναι πολύ νέα για να της συμβεί αυτό, έλεγε, έχουν ακόμα τόσα να ζήσουν, τόσα να μοιραστούν. Να ταξιδέψουν, να απολαύσουν τους κόπους τους, να μεγαλώσουν τα εγγόνια τους. «Είναι άδικο! Γιατί σε εκείνη; Γιατί σε μας; Τη νιώθω να γλιστράει μέσα από τα χέρια μου...». Έμεινε για λίγα λεπτά ακόμα και έφυγε άδειος από δάκρυα κι από θυμό.

Τη δεκαετία που ακολούθησε, τους παρακολούθησα να ακροβατούν ανάμεσα στη θλίψη και την αποδοχή. Μαζί. Πάντα μαζί. Η επέλαση της νόσου αφήνε όλο και περισσότερα σημάδια πάνω της κι εκείνος έτρεχε να τα σβήσει. Η λίστα με τα πράγματα που δεν μπορούσε πια να κάνει μεγάλωνε, μα όσο αυτός ήταν δίπλα της να αναπληρώνει τα κενά και στηρίζει την εύθραυστη ομαλότητα της καθημερινότητάς τους, έμοιαζαν να κρατούν την τελική αναμέτρηση σε απόσταση ασφαλείας. Κι αυτό το «όσο» κράτησε για πάντα.

Ο τρόπος με τον οποίο τη φρόντιζε, είχε κάτι που δεν συναντάς συχνά σε ζευγάρια αντιμέτωπα με τη διάγνωση της νόσου Αλτσχάιμερ. Δεν εμπεριείχε αυτή τη νότα συμπόνιας που συνοδεύει τη φροντίδα που κατευθύνεται προς έναν εύθραυστο ηλικιωμένο. Ούτε όμως και το αδιαπραγμάτευτο και επιτακτικό της φροντίδας προς ένα παιδί. Είχε κάτι από έρωτα.

Πριν την κάθε του κίνηση, ζητούσε σιωπηλά την έγκρισή της. Απομάκρυνε τις ατίθασες, ξανθές τις τούφες που μπλέκονταν στο σκελετό των γυαλιών της με ένα άγγιγμα ανεπαίσθητο, σαν χάδι. Της ψιθύριζε -ποιος ξέρει τι;- κρύβοντάς την στην αγκαλιά του όταν μπερδεμένη ήθελε να φύγει, να φύγει από αυτό το μέρος που δεν ήξερε τι είναι, αλλά ήξερε πώς δεν ήταν η φωλιά τους. Την άκουγε σαν μαγεμένος να τραγουδά, εκεί, στην αίθουσα αναμονής, όταν πια οι στίχοι από τα τραγούδια της εποχής τους ήταν οι μόνες λέξεις που μπορούσε να αρθρώσει. Τα βλέμματά τους όμως δεν σταμάτησαν ποτέ να συνομιλούν.

Έχουν περάσει μήνες από την τελευταία φορά που τον συνάντησα. Ήρθε μόνος. Βιαστικός. «Θα με ψάχνει».

Δεν σας το είπα ποτέ, μα ο τρόπος που αγαπηθήκατε, άλλαξε μέσα μου τον ορισμό της αγάπης.

Σας το λέω σήμερα.