Πώς μπορούν να μας αλλάξουν αυτά τα Χριστούγεννα

Δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι κάποιον στον οποίο να μπορούν να πουν «βοήθησέ με».
|
Open Image Modal
(AP Photo/Petros Giannakouris)

Σήμερα μίλησα σε ένα σεμινάριο για τον εθελοντισμό. Από δεκαεννέα χρόνων έχω εργαστεί εθελοντικά σε διάφορους χώρους για μεγαλύτερα ή μικρότερα χρονικά διαστήματα. Δεν θα ήθελα σε καμία περίπτωση να δώσω την εντύπωση πως περηφανεύομαι για αυτό. Όσο περισσότερο δουλέψεις με ευπαθείς ομάδες, τόσο πιο πολύ βγαίνεις από τον μικρόκοσμό σου και καταλαβαίνεις πως ό,τι κι αν κάνεις εσύ μόνος σου είναι λίγο. Βλέπεις πόσο τεράστια ανάγκη για βοήθεια έχει πολύ μεγάλος αριθμός συνανθρώπων μας. Εν τέλει συνειδητοποιείς πόσο άδικη μπορεί να είναι η ζωή. Δεν είμαστε ίσοι. Όταν γεννιόμαστε, δεν ξεκινάμε όλοι έχοντας τα ίδια εφόδια. Θα φέρω κάποια παραδείγματα.

Στη διάρκεια πολυήμερης εκδρομής ήμουν συνοδός ενός ανθρώπου με εγκεφαλική παράλυση, του Βαγγέλη. Έπρεπε να τον βοηθώ σχεδόν κάθε στιγμή που ήθελε να κάνει κάτι. Τα χέρια του ήταν γυρισμένα προς τα μέσα και περπατούσε μόνο υποστηριζόμενος. Δεν μιλούσε καθαρά ωστόσο δεν ήταν διαφορετικός στην αντίληψη ή τη νοημοσύνη του.

Είναι μεγάλο σοκ η πρώτη φορά που καταλαβαίνεις ότι το να έχεις ένα σώμα που λειτουργεί χωρίς δυσκολία δεν είναι κάτι αυτονόητο, αλλά είναι ένα δώρο της ζωής. Ο Βαγγέλης ήταν πολύ ευγενικός άνθρωπος. Κάποια στιγμή δεν τον κράτησα καλά κι έπεσε. Μου χαμογέλασε πολύ γλυκά, μου είπε «δεν πειράζει». Είχε αποδεχτεί πως πάντα κάποιος έπρεπε να τον βοηθάει σε όλα. Τότε κατάλαβα επίσης τι σημαίνει αξιοπρέπεια. Ήταν πολύ αξιοπρεπής. Μπορούσε και έπαιρνε χαρά, τουλάχιστον τον είδα σε εκείνο το ταξίδι να χαίρεται. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι με άθικτα σώματα χωρίς αξιοπρέπεια και χωρίς χαρά. Τη ζωή σου δεν την καθορίζει μόνο αυτό που σου δίνεται αλλά και αυτό που δίνεις. Αυτό το χαμόγελο που επιλέγεις τη στιγμή που έχεις κάθε δίκιο να θυμώσεις.

Λίγα χρόνια πιο μετά, σε ένα κέντρο αστέγων όπου άνθρωποι χωρίς σπίτι και χωρίς οικογένεια έρχονταν, έκαναν μπάνιο κι έπιναν καφέ μίλησα με τον κύριο Γιάννη. Ήταν κοντούλης και ερχόταν πάντα με ένα άδειο, μεγάλο μπουκάλι αναψυκτικού γεμάτο με κόκκινο κρασί. Ένα απόγευμα μου μίλησε για τη ζωή του. Είχε γεννηθεί σε ίδρυμα και δεκαοχτώ χρόνων έφυγε από εκεί. Δεν είχε κανέναν. Από τότε ήταν στους δρόμους. Είχε κάπως «οργανώσει» τη ζωή του παρόλα αυτά. Όταν είχε παγωνιά και εφημέρευε το Τζάνειο Νοσοκομείο, πήγαινε εκεί για να περάσει το βράδυ του.

Μια φορά την εβδομάδα πήγαινε στο μοναστήρι του Άγιου Ιωάννη του Ρώσου στη Χαλκίδα με το ΚΤΕΛ. Εκεί τον φιλοξενούσαν για ένα ή δύο βράδια. Τον είδα μια φορά στο λεωφορείο αρκετά χρόνια αφότου είχε κλείσει το κεντρο αστέγων. Ήθελα να του μιλήσω αλλά δεν το έκανα. Τον άφησα να παραμείνει αόρατος όπως είναι συνήθως όλοι οι άστεγοι. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την ιστορία του. Με έκανε να καταλάβω πως το σπίτι στο οποίο μεγαλώσαμε δεν είναι δεδομένο. Η οικογένειά μας, οι υπόλοιποι συγγενείς μας, οι φίλοι μας το ίδιο. Δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι κάποιον στον οποίο να μπορούν να πουν «βοήθησέ με».

Πριν δυο χρόνια επισκέφθηκα τρεις φορές ένα ίδρυμα, στο οποίο έμεναν παιδιά μέχρι πέντε χρόνων μακριά από τους γονείς τους. Φτιάξαμε ιστορίες με έξι κοριτσάκια. Τη δεύτερη φορά που πήγα, τα τρία κορίτσια ήρθαν και με αγκάλιασαν. Δεν θα ξεχάσω την αγκαλιά και το χαμόγελο της μικρής Γαβριέλας που φορούσε γυαλιά και ζωγράφισε μια πεταλούδα. Τα γυαλιά της μου θύμισαν τον εαυτό μου, όταν ήμουν μικρή. Τη λαχτάρα που ένιωσα στην αγκαλιά της δεν την έχω νιώσει ποτέ ούτε στην αγκαλιά του παιδιού μου. Δεν είναι αυτονόητα ούτε όλα αυτά που έχουν τα παιδιά μας. Τα σημερινά παιδικά δωμάτια με τα παιχνίδια που δεν χρησιμοποιούνται γιατί είναι πολλά και μπερδεύουν τα παιδιά με γεμίζουν θλίψη. Όσο εμείς λούζουμε τα παιδιά μας με ένα σωρό άχρηστα αντικείμενα και τα εκπαιδεύουμε στο να μην εκτιμούν τίποτα, υπάρχουν αμέτρητα παιδιά που η ζωή δεν τους έδωσε αυτά που όφειλε.

Κάθε φορά που έρχονται Χριστούγεννα θυμάμαι τη χριστουγεννιάτικη γιορτή που είχαμε οργανώσει σε κάποια ΜΚΟ που υποστήριζε οικογένειες. Κάποιες οικογένειες από αυτές υποστηρίζονταν από την Πρόνοια και είχαν τεράστιες δυσκολίες. Θυμάμαι την αγωνία μας να έχουν τα παιδιά ωραία δώρα και το τεράστιο στρωμένο τραπέζι με τις γιορτινές χαρτοπετσέτες. Θυμάμαι τα παιδιά που ευχαριστήθηκαν, τις αγκαλιές τους και τα άβολα χαμόγελα κάποιων ανθρώπων που ίσως όλο αυτό να τους ήταν πρωτόγνωρο. Θυμάμαι το τσιγάρο που καπνίσαμε στο τέλος, όταν είχαν φύγει όλοι και είχαμε μαζέψει και ναι, ήταν κάτι αυτή η γιορτή. Έτσι τουλάχιστον θέλω να πιστεύω. Είναι από τις πιο όμορφες χριστουγεννιάτικες αναμνήσεις μου γιατί πάντα τα πολλά φωτάκια, οι πολλές σακούλες, το πολύ φαγητό, το πολύ ξενύχτι, οι πολλές τυπικότητες ίσως τελικά και να με ενοχλούσαν λίγο.

Δεν ξέρω γιατί ένιωσα φέτος την ανάγκη να τα γράψω όλα αυτά. Ίσως επειδή φέτος τα Χριστούγεννα θα είμαστε όλοι ζορισμένοι, περιορισμένοι. Όλοι θα νιώθουμε λιγότερο ή περισσότερο μοναξιά, αποχωρισμούς, φόβο, λύπη, στέρηση. Θυμηθήκαμε τις ευπαθείς ομάδες τώρα που φοβόμαστε για τους γονείς μας ή τους παππούδες μας. Και πριν την πανδημία όμως υπήρχαν ευπαθείς ομάδες και τα χέρια που προσπαθούν να τους βοηθήσουν δεν είναι ποτέ αρκετά. Ίσως τώρα νιώσουμε στ’ αλήθεια για λίγο για πρώτη φορά όσα είναι για εκείνους μια επώδυνη καθημερινότητα.

Μακάρι όταν τελειώσει αυτή η δοκιμασία να μην τρέξουμε να βγάλουμε ο ένας το μάτι του άλλου, να μη ψάξουμε να βρούμε που θα ξεσπάσουμε χωρίς λογική. Μακάρι τότε να συναισθανόμαστε περισσότερο την ανάγκη, τον πόνο του διπλανού μας και να γίνει ο καθένας μας έστω και λίγο πιο δίκαιος και πιο καλός άνθρωπος.