Η 25η Δεκεμβρίου δεν είναι απλώς μια ημερομηνία στο ημερολόγιο· είναι ένα πολιτισμικό ίχνος, το οποίο προσφέρει τη δυνατότητα ανίχνευσης βασικών χαρακτηριστικών της ανθρώπινης ύπαρξης.

Σε αυτό το ίχνος αποτυπωνόταν η αγωνία του αρχαίου κόσμου για τη διαιώνιση του κύκλου του φωτός. Η ελάττωση του φωτός κατά τη διάρκεια αυτών των ημερών προκαλούσε μία ανησυχία, καθώς κατανοείτο ως απομάκρυνση του θεού Ήλιου από τη γη. Η επιστροφή του και η εκ νέου αύξηση του φωτός δεν θεωρείτο δεδομένη. Έπρεπε να διασφαλιστεί. Σε αυτή την διασφάλιση εγγράφεται ο φίλος του θεού Ήλιου, ο Μίθρας. Υπάρχουν παραστάσεις στις οποίες φαίνεται γονατισμένος μπροστά στον Ήλιο, έως ότου εκείνος αρχίσει ξανά την πορεία της επιστροφής του.

Advertisement
Advertisement

Η λατρεία του θεού Μίθρα ήταν αρχικώς στοιχείο της περσικής θρησκευτικής  παράδοσης του Ζωροαστρισμού. Ωστόσο, τα Ρωμαϊκά χρόνια αποτέλεσε και το περιεχόμενο μυστηριακών τελετών κάποιων κοινοτήτων, κυρίως του ρωμαϊκού στρατού. Το γεγονός αυτό συνέβαλε στη διάδοση της λατρείας του και το 274 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Αυρηλιανός καθιέρωσε επίσημα την 25η Δεκεμβρίου, την ημέρα της γέννησης του αήττητου ήλιου (dies natalis solis invicti), ως εορτή της Ρώμης.

Σήμερα, οι άνθρωποι δεν αισθάνονται πια κάποια ανασφάλεια ή ανησυχία για τη διαιώνιση του κύκλου του φυσικού φωτός. Αντιθέτως, η ανάπτυξη της τεχνολογίας έχει προσφέρει και τη δυνατότητα του τεχνητού φωτισμού στις μεγάλες νύχτες αυτών των ημερών, με πλήθος από λαμπιόνια και φωτιστικούς στολισμούς μέσα στους δρόμους και στα σπίτια. Ο άνθρωπος δεν χρειάζεται πλέον να παρακαλέσει έναν θεό τύπου Μίθρα· έχει τη βεβαιότητα των φυσικών νόμων και την ισχύ της τεχνολογίας.

Κι όμως, πίσω από αυτή την αίσθηση της ισχύος το παλιό αίτημα της αναγέννησης του φωτός παραμένει κι επανέρχεται μ’ ένα διαφορετικό νόημα. Το νόημα αυτό ανιχνεύεται στα κείμενα της Καινής Διαθήκης, τα οποία μιλώντας για τον Χριστό, ταυτίζουν τη γέννησή του με τον ερχομό του φωτός στον κόσμο: «Τὸ φῶς ἐλήλυθεν εἰς τὸν κόσμον» (Ιω. 3: 19). Έτσι το 354 μ.Χ., όταν η Εκκλησία της Ρώμης θέλησε να γιορτάσει τη γέννηση του Χριστού, αποφάσισε να τοποθετήσει τον εορτασμό αυτό στις 25 Δεκεμβρίου, την ημέρα δηλαδή που η Ρώμη γιόρταζε τη γέννηση του αήττητου ήλιου, καθώς για την Εκκλησία ο Χριστός ήταν πλέον το φως που φωτίζει.

Το φως αυτό δεν είναι το στοιχείο μιας κοσμικής τάξης, αλλά το κάλεσμα σε μια βιωματική μετατόπιση. Την εμπειρία αυτής της μετατόπισης περιγράφει ο Απόστολος Παύλος στην Β΄ Πρὸς Κορινθίους Επιστολή, όταν μιλά για τους ανθρώπους που, ενώ τους εμφανίζονται προβλήματα, αυτοί χαίρονται· ενώ είναι φτωχοί, κάνουν πολλούς να πλουτίζουν· ενώ δεν έχουν τίποτα, κατέχουν τα πάντα: «ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοὶ πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες» (Β΄ Κορ. 6: 10).

Σε τι συνίσταται, λοιπόν, αυτή η μετατόπιση, ώστε η εμπειρία της να έχει τα χαρακτηριστικά μιας τέτοιας παράδοξης δύναμης; Πρόκειται για τη διέλευση της θεμελιώδους βούλησης, της βούλησης για κυριαρχία, η οποία κρατά σε κατάσταση αιχμαλωσίας τόσο την καρδιά όσο και την ιστορία του ανθρώπου. Η βούληση αυτή δεν τον αφήνει να συμφιλιωθεί ούτε με τον εαυτό του ούτε με τους άλλους. Γεννά διαρκώς μία ανταγωνιστική διάθεση κι εμποδίζει τη δυνατότητα κάθε άλλου βιώματος, πέρα από τὸ φάσμα των βιωμάτων που αυτή διαμορφώνει. Το βλέπουμε συνεχώς γύρω μας.

Είτε στο πεδίο των διεθνών εξελίξεων είτε στο εγχώριο πολιτικό σκηνικό, διακρίνεται ένας αδιάκοπος ανταγωνισμός που συχνά οδηγεί σε έντονες συγκρούσεις. Πολιτικές στρατηγικές που επικαλούνται την προστασία των εθνικών οικονομιών και των επιμέρους πολιτισμικών παραδόσεων αντιπαρατίθενται με στρατηγικές που προωθούν τη λογική της κυριαρχίας μέσα σε μια παγκοσμιοποιημένη αγορά. Πολιτικές που επιδιώκουν μια σχετική ισορροπία ανάμεσα στις οικονομικές ελίτ και την κοινωνική πλειονότητα συγκρούονται με άλλες που επενδύουν στη δυσαρέσκεια και την αίσθηση αδικίας εκείνων που αισθάνονται αποκλεισμένοι. Παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις τους, όλες αυτές οι πολιτικές εκδοχές φαίνεται να μοιράζονται μια κοινή ανθρωπολογική παραδοχή: τη βούληση του ανθρώπου για κυριαρχία, η οποία διαπερνά τις ιδεολογίες και διαμορφώνει το πεδίο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής.

Μέσα σε αυτή την κατάσταση, η γιορτή του φωτός συνεχίζει να υπάρχει. Γίνεται στολισμός δέντρων και δρόμων, ανταλλαγή δώρων, κατανάλωση γιορταστικών φαγητών και γλυκών. Και μπορεί όλα αυτά να γίνονται στη σκιά της θέλησης για κυριαρχία, ωστόσο δεν αποκλείεται να φέρουν και κάτι από τη βιωματική μετατόπιση, στην οποία μας καλεί η γιορτή. Διατηρώντας τα σημαίνοντα εκείνα που μπορούν να αποσπάσουν τον άνθρωπο από τη φαντασίωση της κυριαρχίας, η γιορτή συνεχίζει να κρατά ορατό το μονοπάτι προς το ξέφωτο της πραγματικής χαράς.