Πρόκειται για μετάφραση στην καθαρεύουσα, από τα λατινικά της ρωμαϊκής εποχής, του νομικού θέσφατου «Injustus non facit injustum», που σημαίνει ότι ο ένοχος δεν μπορεί μόνο με τη μαρτυρία του να ενοχοποιήσει άλλον· θέσφατο του οποίου γίνεται διαχρονικά ευρύτατη χρήση όχι μόνο στα δικαστήρια, αλλά και στην πολιτική.
Το θέσφατο αυτό αποτυπώνεται στο άρθρο 211 Κ.Ποιν.Δ.:
«Η μαρτυρική κατάθεση ή η παροχή εξηγήσεων ή η απολογία συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για την καταδίκη του κατηγορουμένου, αν δεν υπάρχει και άλλο ρητά κατονομαζόμενο στην απόφαση αποδεικτικό μέσο.»
Στα Χανιά, για έξι συσκευασίες κοκαΐνης (φιξάκια), που σημαίνει έτοιμα προς πώληση, πρόσωπο το οποίο στο παρελθόν είχε συλληφθεί τρεις φορές για εμπορία ναρκωτικών, κρίθηκε ατιμώρητο από το δικαστήριο, γιατί, ως εξαρτημένος τοξικομανής, τα κατείχε για ιδία χρήση.
Η περίπτωση είναι συνηθισμένη και δεν θα έβλεπε το φως της δημοσιότητας, αν δεν είχε συνδυαστεί με την πληροφορία ότι διεξάγεται δικαστική και αστυνομική έρευνα.
Από τις τηλεφωνικές υποκλοπές που δημοσιοποιήθηκαν, φέρεται ο αρχηγός της μαφίας να συνομιλεί για δικαστικές υποθέσεις με συγκεκριμένη δικαστική λειτουργό και να καυχάται ότι, λόγω των σχέσεών του με ανώτερους δικαστές στους οποίους όφειλαν χάρες, μπορούσε να επιτύχει τον σχηματισμό κατάλληλων συνθέσεων δικαστηρίων και την έκδοση ευνοϊκών αποφάσεων, ακόμα και για εμπόρους ναρκωτικών.
Συνήθως, από τις έρευνες κατά δικαστών —των οποίων το πόρισμα είναι απόρρητο— δεν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις παραβατικότητας, αλλά μόνο κουτσομπολιά, που δεν είναι ικανά να στηρίξουν κατηγορία.
Δεν γνωρίζω όμως αν για την περίπτωση της κρητικής Μαφίας διεξάγεται κατά δικαστών έρευνα και ποιο είναι το πόρισμά της. Γεγονός πάντως είναι ότι, με τη δημοσιοποίηση των συνομιλιών μέσω των υποκλοπών, «φωτογραφήθηκαν» κάποιοι δικαστές, για τους οποίους ενδεχομένως από την έρευνα να προκύψει παραβατικότητα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, αυτό μπορεί να τους επιφέρει απώλεια της έξωθεν καλής μαρτυρίας, στοιχείο απαραίτητο για την άσκηση του δικαστικού λειτουργήματος.
Το ζητούμενο όμως είναι πώς αποκαθίσταται αυτός που κατηγορήθηκε άδικα δικαστικά ή διαβλήθηκε κοινωνικά, στη περίπτωση της αθωώσεώς του.
Φυσικά, μπορεί να ζητήσει δικαστικά από εκείνον που τον συκοφάντησε ψευδώς ή τον κατήγγειλε αβάσιμα χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη η προσωπικότητά του, η τιμή του και η υπόληψή του. Αυτό σημαίνει έναν νέο δικαστικό κύκλο, με αβέβαιο το αποτέλεσμα και κυρίως την είσπραξη του ποσού που θα του επιδικαστεί, όταν πρόκειται για αφερέγγυο οφειλέτη. Επιπλέον, μπορεί να επιτύχει την καταδίκη του συκοφάντη σε φυλάκιση, συνήθως με αναστολή.
Αν πρόκειται για προσβολή της προσωπικότητας διά του Τύπου και όχι διά του διαδικτύου, υπάρχει η υποχρέωση δημοσίευσης στον Τύπο και στο ίδιο σημείο της διάψευσης που αποστέλλει ο προσβληθείς.
Φοβάμαι όμως ότι οι παραπάνω τρόποι ηθικής αποκατάστασης δεν είναι επαρκείς, διότι σχεδόν κανένας δεν διαβάζει τις διαψεύσεις στις εφημερίδες· και, σε τελική ανάλυση, παραμένει η αμφιβολία ότι κάτι έκανε, το οποίο απλώς καλύφθηκε.
Ειδικότερα, για τους δικαστές, και σε περίπτωση που θα αποδειχθεί ακόμη και δικαστικά ψευδής η κατηγορία, η αμφιβολία παραμένει· διότι ο κόσμος, σύμφωνα με τη λαϊκή παροιμία, πιστεύει ότι «κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει».
Επομένως, οι δικαστές, αν θέλουν να διατηρήσουν την έξωθεν καλή μαρτυρία που τους περιβάλλει και το κύρος της Δικαιοσύνης, πρέπει να είναι περισσότερο προσεκτικοί στις ιδιωτικές σχέσεις, τις παρέες και τις συναναστροφές τους· να μη ζητούν χάρες, διότι πρέπει να τις ανταποδώσουν· και να τηρούν ίσες αποστάσεις από όλους.
Είναι γεγονός ότι δικαστής και αστυνομικός, όταν υπηρετεί στον τόπο της καταγωγής του, φέρει βαρίδια· και, για την προστασία των ιδίων, η Πολιτεία πρέπει να θεσπίσει το κώλυμα εντοπιότητας σε όλη τη χώρα, σε επίπεδο περιφέρειας και όχι νομού, με εξαίρεση την Αττική και τη Θεσσαλονίκη.
Λέανδρος Τ.Ρακιντζής
Αρεοπαγίτης ε.τ.