Η υγεία είναι η κατάσταση της πλήρους σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας (όχι αποκλειστικά απουσία ασθένειας/αναπηρίας), άμεσα εξαρτήσιμη από τις μεταβολές του κοινωνικοοικονομικού περιβάλλοντος και συνεπώς, πλήθος παραγόντων προσδιορίζουν τον ορισμό του πολυδιάστατου αυτού αγαθού. Οι επιπτώσεις των κοινωνικών ανισοτήτων στην υγεία διαβαθμίζονται, με τις χαμηλότερες θέσεις της κοινωνικοοικονομικής διαστρωμάτωσης να τελούν σε συνθήκες αυξημένης νοσηρότητας, απορρέουσας από τη σχετική είτε απόλυτη στέρηση αγαθών.
Η ένδεια (φτώχεια) σχετιζόμενη με το εισόδημα, τον βαθμό απασχόλησης, το εκπαιδευτικό επίπεδο και τον βαθμό αστικοποίησης, αντανακλά τους κατά κεφαλήν διαθέσιμους πόρους και διακρίνεται σε απόλυτη (μη ικανοποίηση βασικών αναγκών, ήτοι διατροφή, στέγαση, αποφυγή νόσου) και σχετική (συγκρινόμενη με τα κοινωνικά πρότυπα και την ανεπαρκή κάλυψη των βασικών αναγκών).
Παράλληλα, καταγράφονται και ευρύτερες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις της ένδειας, όπως υπονόμευση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων καθώς και οικονομικής (εργασία), κοινωνικής (πρόσβαση σε περίθαλψη, εκπαίδευση, προγράμματα μείωσης φτώχειας), πολιτικής (ελευθερία έκφρασης, δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι) και πολιτιστικής φύσης (συμμετοχή στην πολιτιστική ζωή της κοινότητας).
Δεδομένου ότι το διακριτό στοιχείο των ανισοτήτων της υγείας είναι η κοινωνική διαβάθμιση, εκφράζουσα την κοινωνική κλιμάκωση υγείας βάσει βαθμίδος εισοδήματος (η νοσηρότητα και η θνησιμότητα βαθμιαίως αυξάνονται από τα ανώτερα στα κατώτερα εισοδηματικά κλιμάκια), το τελευταίο χρησιμοποιείται ως μέτρο καθορισμού της ένδειας (όριο κάτω από το οποίο, τα άτομα θεωρούνται φτωχά, βάσει συγκεκριμένων νομισματικών δεικτών).
Το εισόδημα αφορά στο ετήσιο διαθέσιμο (απόλυτο/σχετικό) νοικοκυριών (κέρδη, αυτοαπασχόληση, εισόδημα κεφαλαίου, δημόσιες μεταφορές μετρητών) και ο συνήθης δείκτης μέτρησης της κατανομής του (και συνεκδοχικώς, μέτρο της εισοδηματικής ανισότητας μεταξύ των πολιτών) είναι ο δείκτης (συντελεστής) GΙΝΙ, ο οποίος αποτυπώνει το εύρος των κοινωνικο-οικονομικών ανισοτήτων αναφορικά με την κατοχή οικονομικών πόρων.
Οι τιμές που λαμβάνει κυμαίνονται μεταξύ 0 και 1, με το μηδέν να υποδηλώνει ότι το σύνολο των πολιτών λαμβάνει το ίδιο εισόδημα (τέλεια ισότητα) και το 1 πως το συνολικό εισόδημα μιας χώρας ανήκει μόνο σε ένα άτομο (μέγιστη ανισότητα). Επαγωγικά, όσο πλησιέστερα στο μηδέν βρίσκεται ο δείκτης, τόσο χαμηλότερη καταγράφεται η εισοδηματική ανισότητα σε μια χώρα, ενώ σε οικονομίες με υψηλή ανεργία και φορολογία καθώς και έλλειμμα δημοσίων παροχών (μειωμένη κοινωνική προστασία, ως έκφραση λειτουργίας του κράτους πρόνοιας) μεγεθύνονται οι εισοδηματικές ανισότητες, επηρεάζεται η κοινωνική συνοχή και μειώνεται η κοινωνική ευημερία. Οι διαφορετικές γραμμές ένδειας προσδιορίζονται ως οι σχετιζόμενες με τα απόλυτα όρια (αξία πόρων διατήρησης του ελαχίστου επιπέδου ευημερίας με μέτρηση του κόστους αγοράς καλαθιού βασικών αγαθών/υπηρεσιών), οι συνδεδεμένες με τα σχετικά όρια (βάσει νομισματικών μεταβλητών, έσοδα/έξοδα) και οι υποκειμενικές (ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα, μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, κάτω του ορίου κινδύνου ένδειας, καθοριζόμενο στο 60% του εθνικού διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις).
Περαιτέρω, ο βαθμός εργασιακής απασχόλησης (ποσοστό ανεργίας), θεωρούμενος ως πρόσθετος παράγοντας προσδιορισμού της ένδειας, διακρίνεται στην ανεργία τριβής (κίνηση μεταξύ περιοχών, θέσεων εργασίας, σταδίων κύκλου ζωής), τη δομική-διαρθρωτική (λόγω αναντιστοιχίας προσφοράς-ζήτησης κλάδων/ειδικοτήτων/γεωγραφικών περιοχών) και την κυκλική (λόγω μειωμένης ζήτησης προϊόντων/υπηρεσιών, απότοκο της επιβράδυνσης ανάπτυξης με συνέπεια αδυναμία απορρόφησης εργατικού δυναμικού). Ως προς το διάστημα παραμονής εκτός απασχόλησης, διαχωρίζεται σε μακροχρόνια, βραχυχρόνια και εποχιακή, με συνέπειες σε ατομικό επίπεδο (οικονομική εξαθλίωση, εξάρτηση από οικογένεια, κοινωνική απομόνωση, συναισθηματική διακύμανση, άγχος, εντάσεις διαπροσωπικών σχέσεων) και κοινωνικό (διακύβευση κοινωνικής συνοχής, εγκληματική δράση, περιθωριοποίηση, μειωμένη παραγωγική δύναμη κοινωνίας, πτώση κατανάλωσης προϊόντων/ζήτησης υπηρεσιών).
Πρόσθετα, καταγράφεται μεταβολή των ανικανοποίητων υγειονομικών αναγκών, του επιπέδου αυτοαξιολογούμενης υγείας καθώς και του ποσοστού πληθυσμού με χρόνια νόσο, πρόβλημα υγείας είτε περιορισμούς δραστηριοτήτων με τη διαβάθμιση του εκπαιδευτικού επιπέδου (υψηλότερο ποσοστό στις χαμηλότερες εκπαιδευτικές βαθμίδες) και του μειωμένου βαθμού αστικοποίησης (λόγω χαμηλότερου εισοδήματος και περιορισμένης πρόσβασης στο υγειονομικό σύστημα κατά το βαθμό απομάκρυνσης από τα αστικά κέντρα, όπου συγκεντρώνεται κυρίως το ιατρικό δυναμικό για παροχή υπηρεσιών υγείας).
Δοθέντος του πολυπαραγοντικού και μεταβαλλόμενου χαρακτήρα των κοινωνικών ανισοτήτων, προτείνονται η μείωση της κοινωνικής διαστρωμάτωσης (εργασία-εκπαίδευση) και διαφοροποίησης της έκθεσης των μη προνομιούχων σε παράγοντες κινδύνου και τρωτότητας, η ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και του κοινωνικού κεφαλαίου, η στοχευμένη αύξηση φόρων (μείωση ανισοτήτων εισοδήματος) και η αναδιάταξη της κατανομής του ιατρικού δυναμικού (προς διασφάλιση της καθολικής πρόσβασης σε υγειονομικές υπηρεσίες και σε γεωγραφικά απομακρυσμένες περιοχές).
Συμπληρωματικά, συνιστάται η παρακολούθηση των οικογενειακών προϋπολογισμών και η βελτίωση της προστασίας των ευάλωτων πληθυσμιακών ομάδων από οικονομικό κίνδυνο, η θεσμοθέτηση ελαχίστου επιπέδου διαβίωσης και η εφαρμογή σύγχρονων προγραμμάτων κοινωνικής προστασίας (με έμφαση στη βελτίωση της διανομής εισοδήματος) και εισοδηματικές μεταβιβάσεις σε κοινωνικοοικονομικά ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες (με ενεργοποίηση του δημοσιονομικού μηχανισμού προς καταπολέμηση της ένδειας και του κοινωνικού αποκλεισμού.
Επιπλέον, προκρίνεται η καλύτερη συσχέτιση του εκπαιδευτικού συστήματος με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας, η παρακολούθηση των μεταβολών της κατανάλωσης (μέτρηση της ικανότητας πληρωμής), η περιστολή της δαπάνης-κατανάλωσης φαρμάκων και η ελάφρυνση του κόστους των ευάλωτων πληθυσμών, ο υπολογισμός των καταστροφικών δαπανών υγείας (το σύνολο των ιδιωτικών δαπανών αγοράς φαρμάκων και υγειονομικών υπηρεσιών οι οποίες υπερβαίνουν το 40% του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, ήτοι το εισόδημα κατόπιν αφαίρεσης των βασικών αναγκών) με λήψη μέτρων μείωσής τους (ενθάρρυνση χρήσης γενοσήμων-αξιολόγησης τεχνολογιών υγείας) και η διεύρυνση εφαρμογής προγραμμάτων ψυχικής υγείας.
Καταληκτικώς, το επίπεδο υγείας, συσχετισθέν με κοινωνικοοικονομικούς δείκτες, αναδεικνύει την υψηλή προτεραιοποίηση της θέσπισης πολιτικών τιθάσευσης των υγειονομικών ανισοτήτων και θεσμοθέτησης μέτρων αποκατάστασης ισονομίας, στο πλαίσιο μιας δικαιότερης κοινωνικοοικονομικής πολιτικής, προς επίτευξη του βέλτιστου επιπέδου υγείας και της ευκταίας κοινωνικής ευημερίας.