Τρεις δεκαετίες χωρίζουν τη συμφωνία του Όσλο από τον πόλεμο στη Γάζα και την κατάπαυση του πυρός που ανακοινώθηκε πάνω από τα χαλάσματα των ισοπεδωμένων παλαιστινιακών πόλεων. Τρεις δεκαετίες που όμως μοιάζουν περισσότερες. Τον Σεπτέμβριο του 1993, ο ισραηλινός πρωθυπουργός Γιτζάκ Ράμπιν και ο επικεφαλής της PLO Γιασέρ Αραφάτ έφθασαν σε έναν ιστορικό συμβιβασμό. Η συμφωνία κατέστη εφικτή γιατί ο Ράμπιν είχε κατανοήσει το αδιέξοδο της συνεχιζόμενης κατοχής των παλαιστινιακών εδαφών και ο Αραφάτ είχε καταλάβει πως οι συνθήκες είχαν ωριμάσει για έναν ιστορικό συμβιβασμό. Όμως η συμφωνία αποδείχθηκε εύθραυστη και άρχισε να καταρρέει από τα τέλη της δεκαετίας του 1990.

Η δολοφονία του Ράμπιν από τον Εβραίο ακροδεξιό εξτρεμιστή Γιγκάλ Αμίρ στις 4 Νοεμβρίου του 1995, μερικές εβδομάδες μετά την υπογραφή του δεύτερου μέρους τη Συμφωνίας του Όσλο, αποτέλεσε την αρχή της διολίσθησης προς τη βία. Στις εκλογές που ακολούθησαν τον Μάιο του 1996, μέσα σε τεταμένο προεκλογικό κλίμα που επιδεινώθηκε από την εκτέλεση ενός ανώτατου στελέχους της Χαμάς και τρεις επιθέσεις αυτοκτονίας της ισλαμιστικής οργάνωσης με δεκάδες θύματα σε Ιερουσαλήμ, Άσκελον και Τελ Αβίβ, ο δεξιός συνασπισμός Λικούντ επικράτησε με οριακή πλειοψηφία. Ο νέος πρωθυπουργός, Μπέντζαμιν Νετανιάχου, έθεσε ως βασικό στόχο την αποδόμηση της ειρηνευτικής διαδικασίας με τους Παλαιστίνιους, επιλογή που θα διατηρούσε από την πρώτη θητεία του μέχρι σήμερα.

Advertisement
Advertisement

Ο αμερικανικός πόλεμος κατά της τρομοκρατίας αποδείχθηκε εξίσου καταλυτικός για τον πολιτικό εκτροχιασμό του παλαιστινιακού ζητήματος. Το βαθύ ρήγμα που άνοιξε η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ το 2003 επεκτάθηκε από τον Περσικό Κόλπο έως την Ανατολή Μεσόγειο, βυθίζοντας την περιοχή σε μια εικοσαετία εμφυλίων συγκρούσεων, πολιτικής βίας και θρησκευτικού ριζοσπαστισμού. Το παλαιστινιακό ζήτημα δεν μπορούσε να εξαιρεθεί από αυτό το ιδεολογικοπολιτικό πλέγμα βίας που είχε απλωθεί στην ευρύτερη περιοχή και σύντομα οι ειρηνευτικές συνομιλίες αντικαταστάθηκαν από πυραυλικά χτυπήματα του Ισραήλ και βομβιστικές επιθέσεις της Χαμάς.

Όμως ο πιο καθοριστικός παράγοντας διολίσθησης του παλαιστινιακού ζητήματος σε συνθήκες γενικευμένης βίας ήταν η άνοδος της ισραηλινής ακροδεξιάς μέσα σε αυτές τις τρεις δεκαετίες. Η πολιτική ιδεολογία των κομμάτων που βρίσκονται σήμερα στον κυβερνητικό συνασπισμό του Νετανιάχου αποτελεί κράμα όχι μόνο των μιλιταριστικών ιδεών εμβληματικών πολιτικών της ισραηλινής δεξιάς, όπως οι Ζαΐμ Ζαμποτίνσκι, Μεναχέμ Μπέγκιν και Αριέλ Σαρόν, αλλά κυρίως εξτρεμιστικών απόψεων ακραίων θρησκευτικών κινημάτων, όπως ο καχανισμός που ιδρύθηκε από τον ραβίνο Μέιρ Καχάνε τη δεκαετία του 1970. Βασικοί εκφραστές αυτών των ακραίων ιδεών στην κυβέρνηση Νετανιάχου είναι ο υπουργός Εθνικής Ασφαλείας Ιταμάρ Μπεν Γκβιρ και ο υπουργός Οικονομικών Μπεζαλέλ Σμότριτς. Και οι δύο υπήρξαν βασικοί υπέρμαχοι της συνέχισης του πολέμου στη Γάζα αυτά τα δύο χρόνια, απειλώντας με αποχώρηση από τον κυβερνητικό συνασπισμό και την πτώση της κυβέρνησης Νετανιάχου σε περίπτωση που ο τελευταίος έθετε τέλος στον πόλεμο. Αυτή τη φορά, όμως, η διεθνής πίεση ήταν μεγάλη, τόσο εξαιτίας της διπλωματικής απομόνωσης της ισραηλινής κυβέρνησης, όσο και της αμερικανικής στροφής μετά το ισραηλινό πυραυλικό χτύπημα στο Κατάρ τον Σεπτέμβριο. 

Η κατάπαυση του πυρός που συμφωνήθηκε προ ημέρων αποτελεί θετική εξέλιξη καθώς τερματίζει τον πόλεμο και μπορεί να ξεκινήσει η δύσκολη διαχείριση της ανθρωπιστικής καταστροφής που υπέστη ο παλαιστινιακός πληθυσμός της Γάζας και κυρίως τα παιδιά. Όμως υπάρχουν ορισμένα σημεία που καθιστούν τη συμφωνία εύθραυστη.

Ένα από αυτά είναι ο αφοπλισμός της Χαμάς, η οποία έχει το βλέμμα της στον Λίβανο όπου εξελίσσεται μια σκληρή διελκυστίνδα για τον αφοπλισμό της Χεζμπολά. Η απροθυμία της κυβέρνησης Νετανιάχου να τηρήσει τους όρους της κατάπαυσης του πυρός στον Λίβανο θα δυσχεράνει την αντίστοιχη εξέλιξη στη Γάζα.

Ένα δεύτερο ζήτημα είναι η διαδικασία της αποχώρησης των ισραηλινών δυνάμεων από τη Γάζα. Εάν το τέλος του πολέμου αποδειχθεί ανθεκτικό, το δυσκολότερο ζήτημα είναι εκείνο της διακυβέρνησης της Γάζας. Η μετατόπιση από τη στρατιωτική προς την πολιτική διαχείριση του ζητήματος σημαίνει πως θα πρέπει η ισραηλινή κυβέρνηση, είτε αυτή είναι η κυβέρνηση Νετανιάχου ή η κυβέρνηση που θα αναδειχθεί στις επόμενες εκλογές στο Ισραήλ, να αποδεχθεί τη διαμόρφωση ενός πολιτικού πλαισίου το οποίο θα φέρει μια νομιμοποιημένη παλαιστινιακή διοίκηση στη Γάζα, αλλά και το τέλος των ισραηλινών εποικισμών στη Δυτική Όχθη. Αυτά πολύ δύσκολα θα γίνουν αποδεκτά από τον ακροδεξιό ισραηλινό συνασπισμό που βρίσκεται στην εξουσία από τις εκλογές του 2022 και ο οποίος αρνείται την πολιτική διάσταση του παλαιστινιακού ζητήματος. Η απουσία του ονόματος του Μαρουάν Μπαργούτι από τη λίστα των Παλαιστινίων φυλακισμένων που απελευθερώνονται στο πλαίσιο της συμφωνίας, δηλαδή ενός προσώπου που θα μπορούσε να ενώσει τις διαφορετικές παλαιστινιακές πολιτικές δυνάμεις, είναι ενδεικτική των προθέσεων της κυβέρνησης Νετανιάχου.

Όμως με αυτόν τον τρόπο, το τέλος του πολέμου και η συμφωνία που προωθεί η Ουάσιγκτον μέσω της διεθνούς συνδιάσκεψης στην Αίγυπτο θα αποτελέσουν απλώς μια προσωρινή ανάπαυλα στη βίαιη διαιώνιση ενός ζητήματος που μετά από τρεις δεκαετίες είναι σαφές πως δεν έχει στρατιωτική λύση παρά μόνο πολιτική επίλυση.