Η Ευρώπη, υπό την ασπίδα του ΝΑΤΟ και του δόγματος της ισορροπίας του τρόμου, έζησε μια πρωτοφανή –για την ιστορία της– ειρηνική περίοδο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, αφενός, την παραμέληση της πολεμικής προετοιμασίας των κρατών-μελών σε διάφορους βαθμούς (πλην της χώρας μας, που ξοδεύει το υψηλότερο ποσοστό του ΑΕΠ για την άμυνα) και, αφετέρου, τη μη πλήρη ανάπτυξη οπλικών συστημάτων, αφού δεν γίνονταν ανάλογες έρευνες. Πολλά κράτη-μέλη τα προμηθεύονταν από τις ΗΠΑ, ενώ πολλές πρώην χώρες του ανατολικού μπλοκ, όπως και η Ουκρανία αλλά και εμείς, διέθεταν ρωσικό εξοπλισμό.

Με τον πόλεμο Ρωσίας–Ουκρανίας ξοδεύτηκε όλο το απόθεμα εξοπλισμών, κυρίως ρωσικής προέλευσης, ακόμα και της χώρας μας, το οποίο μάλλον δεν αναπληρώθηκε. Ο πόλεμος συνεχίστηκε με αμερικανικά και άλλα δυτικά όπλα. Η Ουκρανία, για την εξόφληση του χρέους της προς τις ΗΠΑ, συμφώνησε στην παραχώρηση για συνεκμετάλλευση σπανίων γαιών αξίας 500 δισ. δολαρίων, ενώ οι δυτικές χώρες –και η χώρα μας– δεν ζήτησαν ανταλλάγματα για την παραχώρηση εξοπλισμού και τη χρηματοδότηση.

Advertisement
Advertisement

Αυτό θυμίζει τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, όπου τα όπλα που έστειλε η Σοβιετική Ένωση στον δημοκρατικό στρατό πληρώθηκαν από το χρυσό της Τράπεζας της Ισπανίας. Θυμίζει επίσης τις χρυσές λίρες που έριχναν οι Βρετανοί στους αντάρτες στα βουνά κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι οποίες προέρχονταν από τα αποθέματα χρυσού της Τράπεζας της Ελλάδος. Πρόσφατα, ο Τραμπ συμφώνησε με την Ε.Ε. να αγοράσει η Ουκρανία όπλα από τις ΗΠΑ αξίας 100 δισ. δολαρίων, τα οποία θα πληρώσει η Ε.Ε., αναλαμβάνοντας και την κύρια ευθύνη ασφαλείας της Ουκρανίας. Δηλαδή, η συμμαχία του ΝΑΤΟ κατέληξε σε μια «λεόντειο εταιρεία», όπου ένας κερδίζει και άλλος πληρώνει – business as usual.

Άλλωστε, ένας από τους παράγοντες δημιουργίας της φεουδαρχίας στον πρώιμο Μεσαίωνα ήταν η ανάγκη προστασίας του αδύναμου από τον ισχυρό, η οποία επιτυγχανόταν με δήλωση υπακοής. Αργότερα, αυτό μετατράπηκε σε συμμαχίες, όπου ο ισχυρός ήταν το αφεντικό.

Οι εχθροπραξίες μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας –διότι δεν πρόκειται περί επίσημα κηρυγμένου πολέμου, αλλά περί εισβολής της Ρωσίας με πρόσχημα την προστασία της ρωσικής μειονότητας και σκοπό την προσάρτηση εδαφών– διαρκούν πάνω από τριάμισι χρόνια. Το ίδιο πρόσχημα είχε χρησιμοποιήσει η Τουρκία στην εισβολή της Κύπρου, ή ο Χίτλερ στην εισβολή της Τσεχοσλοβακίας.
Φαίνεται πως με τη συνάντηση Τραμπ–Πούτιν ξεκίνησαν προκαταρκτικές συνομιλίες για τον τερματισμό τους, χωρίς όμως ο Πούτιν να δεχθεί κήρυξη εκεχειρίας. Η καλά προετοιμασμένη συνάντηση στην Αλάσκα, που έδειχνε ισότητα μεταξύ των δύο ηγετών, αποκαλέστηκε από ορισμένους «νέα Γιάλτα», όπου –όπως τότε– μοιράστηκε η Ευρώπη «σε μια χαρτοπετσέτα». Και ίσως έχουν δίκιο, διότι και οι δύο ηγέτες εμφανίζονται ως νικητές: ο Τραμπ με την πολιτική δασμών ταπείνωσε και εξουδετέρωσε την ηγεσία της Ε.Ε., που τον αναγνώρισε ως ηγέτη του καπιταλιστικού κόσμου, ενώ ο Πούτιν όχι μόνο άντεξε στις κυρώσεις αλλά αύξησε και το ΑΕΠ της χώρας του, επιβάλλοντας τους όρους του για την ειρήνευση στην Ουκρανία.

Δεν γνωρίζουμε τι συμφωνήθηκε στην Αλάσκα –αυτό θα φανεί εκ του αποτελέσματος– αλλά ο Πούτιν φαίνεται να κέρδισε ελάφρυνση κυρώσεων και νομιμοποίηση της εισβολής, ενώ ο Τραμπ πήρε «πράσινο φως» για διεθνείς κινήσεις και, στο βάθος, το Νόμπελ Ειρήνης για τον τερματισμό πολέμων και την αναγνώριση του status quo.

Η συνάντηση Τραμπ–Πούτιν αποτελεί την πρώτη φάση διευθέτησης των διαφορών. Η δεύτερη φάση ξεκίνησε στην Ουάσιγκτον με τη συνάντηση Τραμπ–Ζελένσκι–Ευρωπαίων ηγετών, όπου προετοιμάστηκε ο διαμελισμός της Ουκρανίας με βάση το status quo. Αυτό θυμίζει τη Συνθήκη του Μονάχου ή τον διαμελισμό της Πολωνίας. Η Πολωνική-Λιθουανική Κοινοπολιτεία είχε διαμελιστεί στα τέλη του 18ου αιώνα σε τρεις φάσεις από Πρωσία, Ρωσία και Αυστρία, αφήνοντας βαθιά μίση.
Η τρίτη, τελική φάση –σύναψη συνθήκης ειρήνης– απαιτεί συνάντηση Πούτιν–Ζελένσκι. Ωστόσο, καθυστερεί λόγω προσκομμάτων της Ρωσίας, καθώς ο χρόνος τρέχει υπέρ της, επιτρέποντάς της να κερδίζει εδάφη χωρίς να υπολογίζει τις ανθρώπινες απώλειες.

Σαφώς, οι εχθροπραξίες θα τερματιστούν στο άμεσο μέλλον, πιθανόν στις αρχές του νέου έτους. Μεγάλες χαμένες θα είναι η Ουκρανία –διαμελισμένη και κατεστραμμένη– και η Ε.Ε., αποδυναμωμένη διπλωματικά, πολιτικά και οικονομικά, καθώς θα δαπανήσει 1 τρισ. για εξοπλισμούς και εγγυήσεις ασφαλείας, με συνέπεια τον περιορισμό του κοινωνικού κράτους.
Μεγάλοι κερδισμένοι θα είναι η Ρωσία, που θα επιτύχει τους εδαφικούς της στόχους και θα αναγνωριστεί ως μεγάλη δύναμη, και οι ΗΠΑ, που θα επιβάλουν την πολιτική και οικονομική τους κυριαρχία στον δυτικό κόσμο, απαλλαγμένες από τις υποχρεώσεις του ΝΑΤΟ. Κερδισμένη θα είναι και η Κίνα, που με υπομονή περιμένει να παίξει τον δικό της κυριαρχικό ρόλο.

Ο μεγάλος χαμένος είναι η παγκόσμια ειρήνη. Η Ρωσία θα συναινέσει μόνο εφόσον της παραχωρηθούν τα κατεχόμενα εδάφη, πράγμα που σημαίνει νομιμοποίηση του status quo. Αυτό ισοδυναμεί με αναθεώρηση συνθηκών και υπονόμευση του ίδιου του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, που ιδρύθηκε για την απαγόρευση του πολέμου και την αποτροπή νομιμοποίησης του ισχυρού επιτιθέμενου.

Ήδη οι περισσότερες αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης και του ΣΑ δεν υλοποιούνται, αλλά φέρουν τουλάχιστον μια ηθική καταδίκη, όπως στην περίπτωση της Τουρκίας για την εισβολή στην Κύπρο. Οι οργανισμοί του ΟΗΕ έχουν προσφέρει σημαντικό έργο στην ανθρωπότητα (πολιτισμός, εκπαίδευση, υγεία), αλλά με την κατάργηση αμερικανικών χορηγιών θα ατονήσουν. Φοβάμαι ότι και ο ΟΗΕ θα έχει την τύχη της Κοινωνίας των Εθνών.

Αν συνεχιστεί ο αναθεωρητισμός, η ανθρωπότητα θα γυρίσει αιώνες πίσω, στην εποχή που οι ηγεμόνες ασκούσαν προσωπική πολιτική, αποκαλούσαν ο ένας τον άλλον «αδελφό», μοίραζαν εδάφη και αποκεφάλιζαν όποιον διαφωνούσε – με κλασική περίπτωση τον Τόμας Μορ.

Λέανδρος Τ. Ρακιντζής
Αρεοπαγίτης ε.τ.