Τους τελευταίους μήνες ανέμενα με ιδιαίτερη ανυπομονησία την προβολή του «Καποδίστρια». Θεωρούσα ότι ο κινηματογραφικός κόσμος είχε για πολλές δεκαετίες αφήσει ένα τεράστιο κενό στην ελληνική φιλμογραφία, έχοντας αγνοήσει έναν από τους σπουδαιότερους σύγχρονους πολιτικούς. Όπως φάνηκε από την μαζική προσέλευση στις αίθουσες, δεν ήμουν ο μόνος.

Είχα την ευκαιρία να δω την ταινία σχεδόν με το που προβλήθηκε και παρακάτω καταγράφω μια πρώτη αποτίμηση και κάποιες σκέψεις όσο η εμπειρία είναι ακόμα νωπή.

Advertisement
Advertisement

Η ταινία

Η αφήγηση ξεκινά αρκετά πριν την Επανάσταση, στα απόνερα των Ναπολεόντιων πολέμων, εστιάζοντας στο Συνέδριο της Βιέννης. Μεγάλος χρόνος αφιερώνεται στην ίδρυση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, στις διεθνείς σχέσεις της εποχής, στα τεκταινόμενα στην Τσαρική Αυλή και στην σχέση του Καποδίστρια με την Ρωξάνδρα Στούρτζα. Το δεύτερο σημαντικό τμήμα της πλοκής αφορά στην πολιτική διαμάχη που έλαβε χώρα μετά την άφιξη του Καποδίστρια στην Ελλάδα. Μια παράλληλη αφήγηση καθ’ όλη την διάρκεια της ταινίας αφορά στον ξένο παράγοντα – ο Μέτερνιχ κάνει πολλές εμφανίσεις.

Σε μια ιστορική ταινία, μεγάλο ρόλο παίζουν τα οικονομικά και υλικοτεχνικά μέσα. Δυστυχώς, εδώ έγινε εμφανής ο πενιχρός προϋπολογισμός – για 5 εκ. ευρώ έκανε λόγο ο σκηνοθέτης. Η επιλογή τοποθεσιών ήταν περιορισμένη, ενώ υπήρχε σχεδόν πλήρης απουσία πολεμικών σκηνών. Τα πολεμικά γεγονότα της Επανάστασης περιγράφονται ως απόηχος και Τούρκοι δεν εμφανίζονται πουθενά εξ όσων μπορώ να θυμηθώ. Το οικονομικό ζήτημα ήταν φανερό και σε σκηνές που έκαναν χρήση κομπάρσων. Αφενός αυτοί φαίνονταν ερασιτέχνες, ενώ ήταν και ολιγάριθμοι, επιβάλλοντας κλειστά πλάνα. Έστω κι έτσι, κάποιες σκηνές θα μπορούσαν να είναι πιο προσεγμένες. Π.χ. ενώ οι δύο αφίξεις του Καποδίστρια στην Γενεύη απείχαν αρκετά χρόνια μεταξύ τους, έγιναν με την μπάντα και τους καθολικούς ιερείς να στέκονται ακριβώς στο ίδιο σημείο και με το ίδιο στήσιμο της κάμερας.

Στο καστ βοήθησε το ότι συμμετείχαν γνωστοί Έλληνες ηθοποιοί, όπως οι Τάσος Χαλκιάς (Νικόλαος Σπηλιάδης), Παύλος Κοντογιαννίδης (Γεώργιος Κουντουριώτης), Μιχάλης Ιατρόπουλος (Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης), Νίκος Νικολάου (Ανδρέας Ζαΐμης), Τάσος Παλαντζίδης (Μάντης) και Πάνος Σκουρολιάκος (Βοσκός). Το υπόλοιπο καστ ήταν λιγότερο γνωστό. Αν και αυτό δούλεψε καλά για τον ρόλο του ίδιου του Καποδίστρια, καθώς δεν ταύτιζε έναν ιστορικό χαρακτήρα με  παλαιότερους ρόλους του ηθοποιού, για αρκετό από το υποστηρικτικού καστ η απειρία ήταν προβληματική. Π.χ. ο χαρακτήρας του Νικόδημου ήταν κάπως άβολος, αν και αυτό ίσως είχε να κάνει και με τον οιονεί ρόλο του ως αφηγητή που φαινόταν αφύσικος.

Κάποιες τέτοιες σκηνοθετικές επιλογές με ξένισαν. Οι σκηνές με την Παναγία μου φάνηκαν κάπως περίεργες, έως και άβολες. Δεν ξέρω πώς αλλιώς θα μπορούσε να είχε εκφρασθεί κινηματογραφικά η πίστη του Καποδίστρια και το υπερβατικό, αλλά θα καλοδεχόμουν μια άλλη προσέγγιση. Επίσης, η χρήση της αγγλικής γλώσσας ακόμα και από Γάλλους – την εποχή που γλώσσα της διπλωματίας ήταν τα γαλλικά – μπορεί να κατανοηθεί στα πλαίσια διεθνούς διανομής της ταινίας. Αλλά παρέμενε κάτι που έπρεπε να συνηθίσει ο θεατής και που συχνά αποσπούσε την προσοχή.

Η πρώτη σκηνή που με κάρφωσε στην καρέκλα ήταν όταν ο Κυβερνήτης κάθισε για πρώτη φορά στο Κυβερνείο και ρώτησε: «ποιος είναι ο μεγαλύτερος εχθρός, οι Τούρκοι ή οι κοτζαμπάσηδες;» (μεταφέρω τον διάλογο από μνήμης). Αυτή η ερώτηση προδιέγραφε και έναν από τους κυριότερους άξονες της πλοκής του δευτέρου μέρους: της σύγκρουσης με τον κοτζαμπασισμό και των «25 οικογενειών» που έκαναν κουμάντο. Άλλη δυνατή σκηνή ήταν ο μονόλογος του Γεώργιου Κουντουριώτη, όταν λέει στον Καποδίστρια ότι «θέλω τα λεφτά μου» και ότι «το νησί αυτό μου ανήκει». Πέραν της δυνατής ερμηνείας του Κοντογιαννίδη, ο διάλογος είναι παράξενα επίκαιρος 200 χρόνια μετά – αν αντικαταστήσουμε την Ύδρα με άλλο νησί.

Advertisement

Επίσης βρήκα ενδιαφέρουσα την απεικόνιση του Μέτερνιχ και του Μέισον. Ο Μέτερνιχ παρουσιάζεται να μισεί τον Καποδίστρια και να διακατέχεται από την σκέψη του, ενώ ο Μέισον εμφανίζεται ως ενσάρκωση της πονηράς Αλβιώνος. Παρ’ όλα αυτά οι χαρακτήρες δεν είναι τελείως επίπεδοι και δεν αποδίδονται ως καρικατούρες. Αμφότεροι διερωτώνται για τον ρόλο τόσο τον δικό τους όσο και του Καποδίστρια στο ιστορικό γίγνεσθαι. Τα κίνητρά τους παρουσιάζονται ως αντιστοίχως θεμιτά – στα δικά τους μάτια – με εκείνα των Ελλήνων Επαναστατών, μια χρήσιμη οπτική για την ανάλυση ακόμα και της σημερινής διεθνούς πολιτικής. Ακόμα και οι κοτζαμπάσηδες – ο εσωτερικός εχθρός – έχουν τον χώρο να εκθέσουν την οπτική τους, ακόμα κι αν στο τέλος αυτή καταδικάζεται. Πρέπει να καταφέρεις να δεις τον κόσμο μέσα από τα μάτια ακόμη και του εχθρού σου – ίσως κυρίως του εχθρού σου – για να μπορέσεις να λειτουργήσεις αποτελεσματικά.

Συνοπτικά, παρά τα προβλήματά της, το θεωρώ ευτυχές που η ταινία κατάφερε να δει το φως της ημέρας, καθώς παρέχει μια συναισθηματική σύνδεση με ένα σημαντικό κομμάτι της πρόσφατης ιστορίας μας και μέσον κατανόησης αυτής.

Παρά τις ατέλειες της συνταγής, είμαι ευγνώμων για το γεύμα.

Advertisement

Τα περί της ταινίας

Τούτων ρηθέντων, δεν θα μπορούσα να παραλείψω την γενικότερη κριτική που προηγήθηκε της πρεμιέρας και που ακολούθησε αυτήν. Ένα σημαντικό κομμάτι κριτικών της έδωσε ιδιαιτέρως χαμηλές βαθμολογίες, ενίοτε χαρακτηρίζοντάς την «λαϊκίστικο θέαμα», «δολοφονία της ιστορίας», «αγιογραφικό πορτρέτο, στρατευμένο και διδακτικό», έως και… «πατσά χοντροκομμένο». Για άλλη μια φορά, αυτές οι κριτικές βρέθηκαν στους αντίποδες της γνώμης του κοινού, το οποίο τους αγνόησε επιδεικτικά κατακλύζοντας τους κινηματογράφους – 144 χιλιάδες εισιτήρια σε τέσσερις ημέρες.

Οι θεατές φάνηκε να αδιαφορούν όχι μόνον για τις συστάσεις των κριτικών, αλλά και για τους ad hominem χαρακτηρισμούς που ενίοτε αυτοί τους εκτόξευσαν – κάποιος μίλησε για «τιφόζι». Ενώ συμμερίζομαι κάποια σημεία της κριτικής, υποψιάζομαι ότι η αυστηρότητα, έως μοχθηρότητα, αυτής έχει μάλλον πολιτικά και ιδεολογικά κίνητρα, παρά τεχνικά και αισθητικά.

Advertisement

Π.χ. η σκηνή της ανάληψης της ψυχής του δολοφονηθέντος Καποδίστρια ως φωτεινής σφαίρας διακωμωδήθηκε, παρότι είναι ένα σκηνοθετικό εύρημα παρόμοιο με την τελική σκηνή του «Δαμάζοντας τα κύματα», όπου επουράνιες καμπάνες χτυπούν πάνω από την πλατφόρμα πετρελαίου. Και ενώ ο Σμαραγδής διακωμωδείται από προοδευτικούς κριτικούς λόγω του θρησκευτικού και πατριωτικού του προσανατολισμού, ο Λαρς Φον Τρίερ υμνείται από κριτικούς και ακαδημαϊκιύς ως φορέας του «μαγικού ρεαλισμού» ή του «νέου εξπρεσιονισμού». Για το ίδιο ακριβώς κινηματογραφικό τρικ.

Το κεντρικό θέμα δηλαδή δεν ήταν αισθητικό ή τεχνικό. Δεν ήταν ούτε καν η ιστορική ακρίβεια της ταινίας. Άλλωστε, ούτε αυτή προωθήθηκε ως ντοκιμαντέρ, ούτε και οι κριτικές μπήκαν σε μεγάλο κόπο να αναλύσουν διεξοδικά τυχόν ανακρίβειες. Κατά την γνώμη μου, κεντρικό θέμα είναι η διάσταση μεταξύ αυτού που το ευρύ κοινό αποζητά και αυτού που η φιλελεύθερη διανόηση θεωρεί ότι θα έπρεπε να αποζητά. Το ευρύ κοινό αποζητά έναν ελάχιστο σεβασμό και τιμιότητα στην ιστορική μεταχείριση προσωπικοτήτων όπως ο Ιωάννης Καποδίστριας και την εθνική του ταυτότητα. Και αυτά απουσίαζαν με κραυγαλέο τρόπο από πρόσφατες απόπειρες προσέγγισης της Επανάστασης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η προ δεκαπενταετίας άγαρμπη απόπειρα του ΣΚΑΙ να επιβάλλει ένα συγκεκριμένο αφήγημα – αν και ως παραγωγή ήταν καλοφτιαγμένη και ίσως ακριβότερη από τον «Καποδίστρια». Και δύσκολα ξεχνιόνται τα έργα και οι ημέρες του «Ελλάδα 2021», δηλαδή της Επιτροπής Αγγελοπούλου – οι δηλώσεις περί του «δικτάτορα» Καποδίστρια από τον Α. Χατζή δεν ήταν παρά η κορυφή του παγόβουνου.

Αυτό που ενοχλεί το ευρύ κοινό δεν είναι τόσο η έλλειψη αγάπης για το αντικείμενο και τα ιστορικά πρόσωπα, όσο η περίσσεια απέχθειας. Και όταν ήρθε μια ταινία που εξέτασε τα πρόσωπα αυτά με αγάπη, ο κόσμος προσέτρεξε διψασμένος. Προφανώς προς φρίκη μερίδας της προοδευτικής ελίτ που μάλλον ήδη σκέφτεται «να διαλύσει τον λαό και να εκλέξει άλλον». Για την μερίδα αυτή, το πρόβλημα δεν είναι η αρτιότητα μιας τέτοιας ταινίας, αλλά η ίδια της η ύπαρξη.

Advertisement

Σε κάθε περίπτωση, ο Σμαραγδής είναι ο πρώτος που γύρισε ταινία για την σημαντικότερη ίσως πολιτική προσωπικότητα του νεοελληνικού κράτους, και είναι αυτονόητο ότι την γύρισε υπό την δική του οπτική. Και έχοντας καλύψει ένα τεράστιο κενό της ελληνικής ιστορικής φιλμογραφίας, δικαίως μονοπωλεί τις συζητήσεις εχθρών και φίλων.

Advertisement

Έχει η ταινία τα προβλήματά της; Σίγουρα.

Θεωρούν κάποιοι ότι θα μπορούσαν να την κάνουν καλύτερα; Ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν.

Είναι θετικό το ότι γυρίσθηκε; Αναμφισβήτητα ναι!

Advertisement