Η σχέση μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Καναδά, κάποτε πρότυπο συμμαχικής συνεργασίας, πλέον επισκιάζεται από την οικονομική επιθετικότητα του Αμερικανού προέδρου και την διπλωματική ασυνεννοησία. Στην καρδιά αυτής της ρήξης βρίσκονται οι μονομερώς αυξανόμενοι δασμοί και η αποτυχία επικοινωνίας, που έχουν μετατρέψει δύο έμπιστους εταίρους σε επιφυλακτικούς αντιπάλους.
Η κυβέρνηση του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ επέβαλε σαρωτικούς δασμούς στις καναδικές εισαγωγές, αρχικά με ποσοστό 25% και αργότερα αυξάνοντάς το στο 35%. Τα μέτρα αυτά, που παρουσιάστηκαν ως απαραίτητα για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ, στόχευσαν ευρύ φάσμα προϊόντων, εξαιρώντας μόνο την ενέργεια και τα αγαθά που καλύπτονται από τη συμφωνία USMCA. Ο Καναδάς απάντησε με αντίποινα, πυροδοτώντας έναν εμπορικό πόλεμο που διατάραξε τις αλυσίδες εφοδιασμού και αύξησε τις τιμές για τους καταναλωτές και στις δύο χώρες.
Η απόφαση της κυβέρνησης Τραμπ να επιβάλει δασμούς έως και 35% σε καναδικά προϊόντα, δεν είναι απλώς οικονομικά επιζήμια. Είναι πολιτικά προσβλητική. Ο Καναδάς δεν είναι ανταγωνιστής ούτε απειλή—είναι σύμμαχος. Η χρήση των δασμών ως εργαλείο πίεσης απέναντι σε έναν στενό εταίρο αποκαλύπτει μια βαθύτερη κρίση: την αποδυνάμωση της διμερούς συνεργασίας και την άνοδο του μονομερούς εθνικισμού, την αποκορύφωση του προστατευτισμού του εμπορίου λόγω της οικονομικής υπεροχής των ΗΠΑ.
Η απάντηση του Καναδά με αντίποινα ήταν αναμενόμενη, αλλά η πραγματική ζημιά δεν είναι οι αριθμοί. Είναι η διάρρηξη της εμπιστοσύνης. Όταν οι εμπορικές διαπραγματεύσεις διακόπτονται με μια ανάρτηση στα κοινωνικά δίκτυα, και όταν οι διπλωματικές χειρονομίες όπως το φιλικό στοίχημα του Πρωθυπουργού Κάρνεϊ για το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του baseball αγνοούνται επιδεικτικά, τότε δεν μιλάμε πια για πολιτική. Μιλάμε για περιφρόνηση.
Η κρίσιμη καμπή προέκυψε την περασμένη εβδομάδα όταν ο Τραμπ διέκοψε απότομα όλες τις εμπορικές διαπραγματεύσεις με τον Καναδά. Η αφορμή; Μια τηλεοπτική διαφήμιση από τον πρωθυπουργό του Οντάριο Ντάγκ Φόρντ που παρουσίαζε τον Ρόναλντ Ρέιγκαν να προειδοποιεί για τους κινδύνους των υψηλών δασμών και την επικινδυνότητα του εμπορικού προστατευτισμού. Ο Τραμπ κατηγόρησε τον Καναδά ότι χρησιμοποιεί τη διαφήμιση για να επηρεάσει υπόθεση του Ανώτατου Δικαστηρίου σχετικά με τις εξουσίες του για την επιβολή δασμών.
Πέρα από τις οικονομικές επιπτώσεις, ο διπλωματικός τόνος από την αμερικάνικη πλευρά έχει ενταθεί. Αυτή η κατάρρευση της εμπιστοσύνης και του διαλόγου κορυφώθηκε με την απόφαση του Τράμπ να τερματίσει τις συνομιλίες μέσω κοινωνικών δικτύων, αντί διπλωματικών διαύλων, μια τακτική που αντικατοπτρίζει στροφή προς τον μονομερή θεατρινισμό.
Ο Καναδάς, από την πλευρά του, έχει αρχίσει να απομακρύνεται από την εξάρτηση με τις ΗΠΑ. Ο Κάρνεϊ ανακοίνωσε σχέδια για διπλασιασμό των εξαγωγών προς μη αμερικανικές αγορές μέσα στην επόμενη δεκαετία, σηματοδοτώντας στρατηγική διαφοροποίηση απέναντι στην αμερικανική απροβλεψιμότητα.
Η επιδείνωση των σχέσεων ΗΠΑ-Καναδά έχει ευρύτερες συνέπειες. Οι δύο χώρες μοιράζονται μακροχρόνιες αμυντικές δεσμεύσεις, πολιτιστικούς δεσμούς και οικονομική αλληλεξάρτηση. Όμως το σημερινό κλίμα δείχνει πόσο εύθραυστοι είναι αυτοί οι δεσμοί όταν ο οικονομικός εθνικισμός και η πολιτική θεατρικότητα αντικαθιστούν τον αμοιβαίο σεβασμό και τον στρατηγικό διάλογο.
Αναλυτές προειδοποιούν ότι οι ΗΠΑ κινδυνεύουν να θεωρηθούν αναξιόπιστος εταίρος, ενώ ο Καναδάς ενδέχεται να στραφεί όλο και περισσότερο προς την Ευρώπη και την Ασία για εμπορική και διπλωματική σταθερότητα.
Εν ολίγοις, ο εμπορικός πόλεμος και η διπλωματική σιωπή μεταξύ ΗΠΑ και Καναδά αντικατοπτρίζουν μια βαθύτερη κρίση εμπιστοσύνης. Μια συμμαχία που άλλοτε λειτουργούσε αβίαστα, τώρα κινδυνεύει να διαρραγεί εντελώς—απόδειξη ότι ακόμη και οι πιο στενοί σύμμαχοι μπορούν να κλονιστούν όταν η επικοινωνία αποτυγχάνει και η οικονομική επιθετικότητα κυριαρχεί.
Το ερώτημα δεν είναι αν οι ΗΠΑ και ο Καναδάς θα συνεχίσουν να συνεργάζονται. Το ερώτημα είναι πώς θα το κάνουν. Η σημερινή κρίση δεν είναι απλώς εμπορική—είναι υπαρξιακή. Αν οι δύο ιστορικοί σύμμαχοι δεν μπορούν να επικοινωνήσουν, να διαφωνήσουν με σεβασμό και να επιλύσουν τις διαφορές τους με διάλογο, τότε η έννοια της συμμαχίας χάνει το νόημά της.
Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης απαιτεί πολιτική βούληση, θεσμική σοβαρότητα και, πάνω απ’ όλα, αναγνώριση ότι η συνεργασία δεν είναι αδυναμία. Είναι δύναμη.
Ο πρόεδρος Τράμπ που διακηρύσσει ότι σκέφτεται ως businessman θα πρέπει να αποδεχθεί χωρίς κρίσεις και υστερίες ότι με αυτή τη συμπεριφορά του απέναντι στον Καναδά, στην ουσία χάνει τον πολυτιμότερο σύμμαχό του στην Αμερικάνικη ήπειρο.