Συχνά γίνεται λόγος για τις μεγάλες δυνάμεις, σε επίπεδο χωρών˙ οι μεγάλες δυνάμεις έχουν την ικανότητα να διαμορφώνουν όχι μόνο το άμεσο περιβάλλον μα και την ίδια την παγκόσμια τάξη, καθορίζοντας τους κανόνες και τις δομές που διέπουν τη διεθνή πολιτική.
Ιστορικά, έχουν θεωρηθεί ως οι αρχιτέκτονες των παγκόσμιων συστημάτων, ασκώντας επιρροή πολύ πέρα από την εμβέλεια τους. Η έννοια των μεγάλων δυνάμεων προέκυψε ως διάκριση μεταξύ των πιο ισχυρών και των λιγότερο ισχυρών κρατών. Η έννοια κέρδισε έδαφος μετά την Ειρήνη της Βεστφαλίας του 1648 και το Συνέδριο της Βιέννης το 1815, δυο γεγονότα στην Ευρώπη που βοήθησαν στην καθιέρωση της έννοιας των κυρίαρχων κρατών και των διεθνών νόμων που τα διέπουν.
Ενώ οι μεγάλες δυνάμεις των προηγούμενων εποχών – π.χ. η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία – επιδίωκαν πάντοτε να επεκτείνουν την επικράτειά τους βασιζόμενες στη στρατιωτική ισχύ, μια σύγχρονη μεγάλη δύναμη χρησιμοποιεί ένα σύνθετο μωσαϊκό διπλωματικής πίεσης, οικονομικής μόχλευσης και διατάξεων του διεθνούς δικαίου. Η τάξη που αναδύθηκε από τη Βεστφαλία κατοχύρωσε τις αρχές της εθνικής κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας, οι οποίες επέτρεψαν σε αυτές τις δυνάμεις να επιδιώξουν μια ισορροπία δυνάμεων όπως κωδικοποιήθηκε από το Συνέδριο της Βιέννης, βασισμένη στη διαπραγμάτευση και όχι στην κυριαρχία.
Αυτός ο μετασχηματισμός αντιπροσώπευε μια ιστορική εξέλιξη στην παγκόσμια πολιτική: Τουλάχιστον ένα μέρος της νομιμότητας του ελέγχου ενός κράτους πραγματοποιείται πλέον μέσω των σχέσεων και της ικανότητάς του να διατηρεί την ειρήνη, αντί να βασίζεται αποκλειστικά στην ικανότητά του να χρησιμοποιεί βία. Χρησιμοποιώντας τις υλικές τους δυνατότητες – οικονομική ισχύ, στρατιωτική ισχύ και πολιτική επιρροή – οι μεγάλες δυνάμεις μπόρεσαν να προβάλουν ισχύ σε πολλαπλές περιοχές και να υπαγορεύσουν τους όρους της διεθνούς τάξης.
Στη Συμφωνία της Ευρώπης του 19ου αιώνα, οι μεγάλες δυνάμεις – η Βρετανία, η Γαλλία, η Αυστρία, η Πρωσία και η Ρωσία – διαχειρίστηκαν συλλογικά την ευρωπαϊκή πολιτική, εξισορροπώντας την ισχύ για να διατηρήσουν τη σταθερότητα. Η επιρροή τους επεκτάθηκε παγκοσμίως μέσω της αυτοκρατορικής επέκτασης, του εμπορίου και της καθιέρωσης κανόνων που αντανακλούσαν τις προτεραιότητές τους.
Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, ο ψυχρός πόλεμος έφερε μια έντονη διάκριση μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων και των άλλων κρατών. Οι ΗΠΑ και η Σοβιετική Ένωση, ως οι δύο «υπερδυνάμεις» της εποχής, κυριάρχησαν στο διεθνές σύστημα, διαμορφώνοντάς το μέσα από μια αντιπαλότητα που περιλάμβανε στρατιωτικές συμμαχίες, ιδεολογικό ανταγωνισμό και οικονομικά συστήματα. Οι μεγάλες δυνάμεις σε αυτό το πλαίσιο δεν ήταν απλώς ισχυρά κράτη, αλλά οι κεντρικοί παράγοντες που καθόριζαν τη δομή της παγκόσμιας πολιτικής.
Η μεταψυχροπολεμική περίοδος εγκαινίασε για λίγο μια μονοπολική στιγμή, με τις ΗΠΑ ως τη μόνη μεγάλη δύναμη ικανή να διαμορφώσει το διεθνές σύστημα σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτή η εποχή σημαδεύτηκε από την επέκταση του φιλελεύθερου διεθνισμού, της οικονομικής παγκοσμιοποίησης και του πολυμερισμού υπό την ηγεσία των ΗΠΑ.
Ωστόσο, η εμφάνιση νέων κέντρων εξουσίας, ιδίως της Κίνας και σε μικρότερο βαθμό της Ρωσίας, έφερε τη μονοπολική εποχή στο τέλος της, εγκαινιάζοντας έναν πολυπολικό κόσμο όπου η ξεχωριστή φύση των μεγάλων δυνάμεων αναδιαμορφώνεται για άλλη μια φορά. Σε αυτό το σύστημα, οι μεγάλες δυνάμεις είναι κράτη με υλικές δυνατότητες και τη στρατηγική φιλοδοξία να επηρεάσουν την παγκόσμια τάξη στο σύνολό της.
Και εδώ διαφέρουν από τις περιφερειακές δυνάμεις, των οποίων η επιρροή περιορίζεται σε μεγάλο βαθμό σε συγκεκριμένες περιοχές: έθνη όπως η Τουρκία, η Ινδία, η Αυστραλία, η Βραζιλία και η Ιαπωνία έχουν επιρροή στις γειτονιές τους, αλλά δεν έχουν την παγκόσμια εμβέλεια των ΗΠΑ ή της Κίνας για να αλλάξουν ριζικά το διεθνές σύστημα. Έτσι, ο ρόλος αυτών των περιφερειακών δυνάμεων ορίζεται από τη σταθεροποίηση των περιοχών τους, την αντιμετώπιση τοπικών προκλήσεων ή τη λειτουργία ως μεσάζοντες στον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων.
Οπότε, ο πολυπολικός κόσμος παρουσιάζει μοναδικές προκλήσεις για τις σημερινές μεγάλες δυνάμεις. Η διάχυση ισχύος σημαίνει ότι καμία μεμονωμένη μεγάλη δύναμη δεν μπορεί να κυριαρχήσει στο σύστημα όπως έκαναν οι ΗΠΑ στην μονοπολική εποχή μετά τον ψυχρό πόλεμο.
Αντίθετα, οι σημερινές μεγάλες δυνάμεις πρέπει να πλοηγηθούν σε σύνθετες δυναμικές, εξισορροπώντας τον ανταγωνισμό με τη συνεργασία. Για παράδειγμα, η αντιπαλότητα μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου είναι πλέον ένα καθοριστικό χαρακτηριστικό της παγκόσμιας πολιτικής, που καλύπτει το εμπόριο, την τεχνολογία, τη στρατιωτική στρατηγική και την ιδεολογική επιρροή.
Εντωμεταξύ, οι προσπάθειες της Ρωσίας να διατηρήσει το καθεστώς της ως μεγάλης δύναμης έχουν οδηγήσει σε πιο δυναμικές, περιφερειακά επικεντρωμένες ενέργειες με παγκόσμιες επιπτώσεις. Οι μεγάλες δυνάμεις οφείλουν επίσης να αντιμετωπίσουν τους περιορισμούς της αλληλεξάρτησης.
Η διασυνδεδεμένη φύση της παγκόσμιας οικονομίας, ο πολλαπλασιασμός των προηγμένων τεχνολογιών και η άνοδος διεθνικών προκλήσεων όπως η κλιματική αλλαγή και οι πανδημίες περιορίζουν επομένως την ικανότητα οποιασδήποτε μεγάλης δύναμης να κυριαρχεί μονομερώς. Αυτή η πραγματικότητα αναγκάζει τις μεγάλες δυνάμεις να ιεραρχήσουν τα βασικά τους συμφέροντα, ενώ παράλληλα βρίσκουν τρόπους για να διαχειριστούν τα παγκόσμια ζητήματα μέσω της συνεργασίας, ακόμη και εν μέσω έντονου ανταγωνισμού.
Ενόσω ο κόσμος συνεχίζει να προσαρμόζεται σε πολλαπλά κέντρα ισχύος, το καθοριστικό χαρακτηριστικό των μεγάλων δυνάμεων παραμένει η απαράμιλλη ικανότητά τους να προβάλλουν επιρροή παγκοσμίως και να καθορίζουν τις παραμέτρους της διεθνούς τάξης. Ως εκ τούτου, είτε μέσω ανταγωνισμού, είτε μέσω συνεργασίας ή σύγκρουσης, οι κινήσεις των μεγάλων δυνάμεων θα συνεχίσουν να διαμορφώνουν την τροχιά του παγκόσμιου συστήματος, καθιστώντας την ιδιαιτερότητά τους ως κεντρικών παραγόντων στις διεθνείς σχέσεις πιο επίκαιρη από ποτέ. Άλλωστε, κι όπως λέει μια λατινική παροιμία, να διατηρείς την τάξη και η τάξη θα διατηρήσει εσένα.