* Ηλέκτρα Νησίδου, Πολιτική επιστήμονας, ΜΑ Διεθνής & Ευρωπαϊκή Διακυβέρνηση &  Πολιτική – H ανάλυση περιλαμβάνεται στο νέο Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου ΕΝΑ που δημοσιεύεται στο www.enainstitute.org

Ο Σεπτέμβριος του 2025 υπήρξε ένας μήνας βαθιάς αναταραχής για το Νεπάλ, με γεγονότα που ανέδειξαν όχι μόνο τη δυσφορία της κοινωνίας απέναντι στη διαφθορά και την πολιτική ανεπάρκεια, αλλά και τη δυναμική της νεότερης γενιάς, που έδειξε να αμφισβητεί ανοιχτά τις κατεστημένες δομές εξουσίας. Όσα διαδραματίστηκαν συνιστούν μια τομή στην πρόσφατη πολιτική ιστορία της χώρας και έχουν ευρύτερες συνέπειες για την περιοχή και τις διεθνείς σχέσεις του Νεπάλ.

Advertisement
Advertisement

Η κρίση πυροδοτήθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου, όταν η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Κ.Π. Σάρμα Όλι ανακοίνωσε την απαγόρευση 26 πλατφορμών κοινωνικής δικτύωσης (μεταξύ των οποίων οι Facebook, X/Twitter, YouTube και Instagram) επικαλούμενη την άρνηση των εταιρειών αυτών να εγγραφούν στο εθνικό μητρώο και να συμμορφωθούν με νέους κανονισμούς. Το μέτρο παρουσιάστηκε ως προσπάθεια ρύθμισης του ψηφιακού τοπίου, ερμηνεύθηκε ωστόσο από τη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών ως επίθεση στην ελευθερία της έκφρασης. Η αντίδραση υπήρξε άμεση: χιλιάδες νέοι, κυρίως μέλη της λεγόμενης «Gen Z», κατέβηκαν στους δρόμους της Κατμαντού και άλλων μεγάλων πόλεων, ζητώντας όχι μόνο την ανάκληση της απαγόρευσης αλλά και ριζικές μεταρρυθμίσεις στη διακυβέρνηση.

Οι διαδηλώσεις κλιμακώθηκαν ραγδαία. Στην αρχή διατήρησαν έναν ειρηνικό χαρακτήρα, με συνθήματα κατά της διαφθοράς, του νεποτισμού και της κοινωνικής ανισότητας. Πολύ σύντομα όμως μετατράπηκαν σε συγκρούσεις με τις δυνάμεις ασφαλείας, που έκαναν εκτεταμένη χρήση δακρυγόνων και κανονιών νερού. Η κατάσταση ξέφυγε από τον έλεγχο: υπήρξαν αναφορές για πυροβολισμούς, δεκάδες νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες. Σύμφωνα με διεθνείς οργανισμούς, ο αριθμός των θυμάτων ξεπέρασε τους πενήντα μέσα στις πρώτες εβδομάδες, ενώ υλικές ζημιές σημειώθηκαν σε κυβερνητικά κτίρια, μεταξύ των οποίων το Κοινοβούλιο και γραφεία υπουργείων, καθώς και σε περιουσίες πολιτικών προσώπων.

Η πίεση προς την κυβέρνηση αυξανόταν καθημερινά. Το κίνημα της νεολαίας απέκτησε ορμή, τροφοδοτούμενο από την υψηλή ανεργία –πάνω από 20% στους νέους–, την αίσθηση συστηματικής ατιμωρησίας για σκάνδαλα διαφθοράς και τη χρόνια αναποτελεσματικότητα του κράτους. Μέσα σε αυτό το κλίμα, ο πρωθυπουργός Όλι αναγκάστηκε να παραιτηθεί, ανοίγοντας το δρόμο για μια ιστορική μετάβαση. Στις 12 Σεπτεμβρίου η Σουσίλα Κάρκι, πρώην επικεφαλής του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ορκίστηκε ως η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός του Νεπάλ. Η ανάληψη της διακυβέρνησης από μια προσωπικότητα εκτός του στενού κομματικού μηχανισμού επιχειρήθηκε να παρουσιαστεί ως συμβιβασμός και εγγύηση για την πολιτική ομαλότητα.

Παράλληλα, το κοινοβούλιο διαλύθηκε και προκηρύχθηκαν εκλογές για τις 5 Μαρτίου 2026. Η νέα μεταβατική κυβέρνηση συγκροτήθηκε με περιορισμένο αριθμό υπουργών, σε μια προσπάθεια να σταλεί το μήνυμα της λιτότητας και της εστίασης σε κρίσιμα ζητήματα, όπως η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, η δικαστική διερεύνηση της βίας και η διασφάλιση ελεύθερων και δίκαιων εκλογών. Ωστόσο, τα προβλήματα που αναδείχθηκαν δεν είναι δυνατό να λυθούν άμεσα: η μακροχρόνια κακοδιοίκηση, η εξάρτηση από τα εμβάσματα των μεταναστών εργατών και η αδύναμη παραγωγική βάση της οικονομίας αποτελούν χρόνιες πληγές.

Η οικονομική διάσταση της κρίσης δεν άργησε να γίνει ορατή. Η εμπιστοσύνη των καταναλωτών και των επιχειρήσεων κλονίστηκε, ενώ η πολιτική αβεβαιότητα οδήγησε σε καθυστερήσεις σε επενδύσεις και έργα υποδομής. Οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης, όπως ο Fitch, προειδοποίησαν ότι οι κοινωνικές αναταραχές και η πολιτική αστάθεια ενέχουν σοβαρούς κινδύνους για την αναπτυξιακή προοπτική και τα δημόσια οικονομικά του Νεπάλ. Στο μεταξύ, οι νέοι που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή των διαδηλώσεων εξακολουθούν να απαιτούν ουσιαστικές απαντήσεις: αντιμετώπιση της ανεργίας, αξιοκρατία στη δημόσια διοίκηση και αποτελεσματική καταπολέμηση της διαφθοράς.

Οι εξελίξεις του Σεπτεμβρίου παρακολουθήθηκαν στενά και σε διεθνές επίπεδο. Η Κίνα έσπευσε να συγχαρεί τη Σουσίλα Κάρκι για την ανάληψη της πρωθυπουργίας, εκφράζοντας την πρόθεσή της να συνεχίσει τη συνεργασία με το Νεπάλ. Η στάση αυτή ερμηνεύεται ως προσπάθεια του Πεκίνου να διασφαλίσει τη σταθερότητα στα νότια σύνορά του και να διατηρήσει την επιρροή του σε μια χώρα που αποτελεί κρίσιμο κρίκο της πρωτοβουλίας «Μια Ζώνη, Ένας Δρόμος» (Belt and Road Initiative – BRI). Αντίστοιχα, η Ινδία και άλλες περιφερειακές δυνάμεις παρακολουθούν με ανησυχία, καθώς η πολιτική αστάθεια στο Νεπάλ ενδέχεται να έχει επιπτώσεις στην ασφάλεια και στη ροή εμπορίου και εργατικού δυναμικού. Παράλληλα, διεθνείς οργανισμοί και πρεσβείες χωρών της Δύσης έχουν τονίσει την ανάγκη διασφάλισης ελευθερίας έκφρασης, ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και διαφάνειας στην εκλογική διαδικασία του Μαρτίου.

Advertisement

Το ερώτημα που ανακύπτει είναι αν το Νεπάλ μπορεί να μετατρέψει την κρίση σε ευκαιρία κοινωνικής και οικονομικής μεταρρύθμισης. Η ανάδειξη της Κάρκι ως μεταβατικής πρωθυπουργού έδωσε μια ανάσα, όμως δεν αρκεί από μόνη της. Η κοινωνία περιμένει απτά αποτελέσματα: τιμωρία υπευθύνων για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αποκατάσταση της νομιμότητας, καθώς και μέτρα για την ανακούφιση της κοινωνικής δυσαρέσκειας. Αν αυτά δεν επιτευχθούν, η απογοήτευση μπορεί να οδηγήσει σε νέο κύκλο αναταραχών.

Σε κάθε περίπτωση, ο Σεπτέμβριος του 2025 στο Νεπάλ έδειξε ότι η νεολαία δεν είναι διατεθειμένη να ανεχθεί την αναπαραγωγή παθογενειών που χαρακτηρίζουν την πολιτική ζωή της χώρας εδώ και δεκαετίες. Η εξέγερση με τους νέους και τις νέες της χώρας στην πρώτη γραμμή δεν ήταν απλώς μια αντίδραση σε μια άμεση κυβερνητική απόφαση, αλλά η έκρηξη συσσωρευμένων ανησυχιών γύρω από την ανεργία, την ανισότητα, τη διαφθορά και την αίσθηση αποκλεισμού. Η διεθνής κοινότητα αναμένει να δει εάν οι εκλογές του Μαρτίου θα αποτελέσουν σημείο καμπής ή αν η χώρα θα εγκλωβιστεί ξανά σε φαύλο κύκλο αστάθειας.

Το Νεπάλ βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Από τη μία πλευρά, η αλλαγή ηγεσίας και η προκήρυξη εκλογών δημιουργούν προοπτική θετικής εξέλιξης και μεταρρυθμιστικού ανοίγματος. Από την άλλη, οι διαρθρωτικές αδυναμίες και οι ισχυρές εξωτερικές επιρροές απειλούν να υπονομεύσουν αυτή την πορεία. Η επόμενη περίοδος θα δείξει εάν η χώρα θα μπορέσει να κεφαλαιοποιήσει την τρέχουσα κρίση ως ευκαιρία δημοκρατικής εμβάθυνσης ή αν θα βυθιστεί εκ νέου σε κύματα πολιτικής αστάθειας και κοινωνικής απογοήτευσης.

Advertisement