Φορούσε άσπρο πουκάμισο λόγω εργασίας. Εννοείται ότι το άλλαζε φρεσκοσιδερωμένο κάθε μέρα. Μύριζε λουκουμάδες, κανέλλα, σαντιγί, πορτοκαλάδα ή Ταμ-Ταμ. Κάθε μέρα έφευγε για δουλειά, πολύωρη, σερβιτόρος στην πλατεία Αριστοτέλους. Ήταν αυστηρός με τον τρόπο του, αλλά μας έκανε όλα τα χατίρια. Είχε την αντιφατικότητα των ανθρώπων της γενιάς του που έγιναν γονείς, σχεδόν παιδιά, και εξασκούνταν στο να παιδαγωγούν χωρίς να έχουν «γνώσεις»· ευτυχώς μάλλον. Δεν του άρεσαν τα πολλά λόγια. Προτιμούσε τη σοβαροφάνεια από άλλες εκδηλώσεις που μπορεί να χαρακτηρίζονταν εξεζητημένες. Δεν κάπνιζε. Άφηνε πότε πότε ένα λεπτό μουστάκι και άλλες φορές το ξύριζε. Ήταν αναλφάβητος κυριολεκτικά, αλλά στους νοερούς υπολογισμούς ήταν ταχύτερος από κομπιουτεράκι. Είχε αποκτήσει την ευθυκρισία του εισαγγελέα και του δικαστικού, σερβίροντας χιλιάδες κόσμο, έκοβε το μάτι του. Δεν ήξερε πολλά και δεν μπορούσε να μου απαντήσει για το σύμπαν ή για τον θάνατο· αλλά εμπράκτως και χωρίς να το καταλαβαίνω τότε, ούτε εκείνος βέβαια, μου προσέφερε ένα σωρό σπάνια βιώματα, δυσεύρετα και πολύτιμα.
Μου έμαθε τις νοστιμιές· το σάντουιτς τοστ με γραβιέρα, που δεν μου άρεσε λόγω της γευστικής έντασής της· το παγωτό που φτιαχνόταν από φρέσκο γάλα· τους λουκουμάδες με μέλι. Πολύ συχνά μαγείρευε ο ίδιος· τρελαινόταν για δυο πράγματα φερμένα από το χωριό του, κοντά στην Πρώτη Σερρών: το ένα ήταν το γριβάδι, ο κυπρίνος του Αγγίτη, που θυμάμαι αμυδρά πως το προτιμούσε πλακί· το άλλο ήταν τα σαλιάγκια, τα μεγάλα σκούρα σαλιγκάρια της Αγγίστας, σχεδόν πάντα με κρεμμύδια. Αργότερα, όταν δούλευα μαζί του και σχολούσαμε αργά το βράδυ καταλήγαμε σε φαγάδικα με εξαιρετικά μοσχομυριστά μπιφτέκια, κοτόπουλα σούβλας και αλησμόνητο πατσά, τον ολόγευστο χοντροκομμένο ντουζλαμά και τον λεπτοκομμένο πατσά, για τους φλώρους, που τα γκαρσόνια τον φωνάζανε «σούπα».
Ο πατέρας του, εκτός από γεωργός, ήταν εκδορέας και κρεοπώλης· ψάχνω να βρω την ασπρόμαυρη φωτογραφία που φαίνεται το μαγαζί στο χωριό και ο παππούς Ευριπίδης, όρθιος με την ποδιά του δίπλα στα τσιγκέλια με το σφαχτό. Με τον Στέργιο, τον πατέρα μου, έχω σφάξει και γδάρει μερικά κουνέλια και άλλα τόσα προβατάκια, τα οποία έγιναν αιτία να μη μας μιλάει για μερικές μέρες ο αδελφός μου. Για το γδάρσιμο τότε έπρεπε να φουσκώσεις τη δορά με καλάμι και με το στόμα. Δεν μιλούσα για αυτές τις εμπειρίες, ή τις δεξιότητές μου ίσως. Τις θεωρούσα κομμάτια μιας άρρητης εκπαίδευσης, όπως εκείνη που μου δίδαξε να κρατάω δίσκο και να τον φορτώνω με τρόπο, ώστε να χωράνε οι παραγγελίες χωρίς να αγγίζει το ένα πιάτο το περιεχόμενο του άλλου· φραπέδες, πάστες σεράνο και αμυγδάλου, παγωτά σικάγο, δεκάδες μερίδες λουκουμάδες και πολλά νερά, όλα στον ίδιο δίσκο.
Αναλογίζομαι τη συντηρητική προσκόλλησή του στον καραμανλισμό, στην ΕΡΕ και στη δεξιά και δεν έχω πρόβλημα να αποδεχτώ το ατελές ιδεολόγημα και τις επιμονές του· έχω δει και όσους πλασάρουν την τελειότητα ως αριστερή ιδεολογία και ως ψευδαίσθηση.
Μπλεκόμασταν με ενθουσιασμό στις κερκίδες της ΧΑΝΘ για αγώνες κατς, με τον Καρπόζηλο, τον Σουγκλάκο και άλλους με περίεργα παρατσούκλια. Με έπαιρνε καμιά φορά στο γήπεδο στην Ευκαρπία και βλέπαμε όρθιοι στις κερκίδες την ομάδα του Μακεδονικού, και τον άκουγα να φωνάζει λέξεις που δεν εκστόμιζε, μάλλον για να εκδηλώσει ένα αίσθημα ταυτότητας με τους γύρω του· δεν νομίζω να τον ένοιαζε και πολύ. Πρώτη Γυμνασίου βρέθηκα μόνος μέσω φίλου του, οδηγού του λεωφορείου, με όλους τους παίκτες του Άγιαξ από το Ηλέκτρα Παλάς στην προπόνησή τους στην Τούμπα: Στούι, Κρόιφ, Κάιζερ, Χάαν, Νέσκενς, Μιούρεν, Σίλχερ, Κρολ, Ρεπ, όλοι μου χάιδεψαν το κεφάλι και μου έδωσαν σουβενίρ!
Νοσταλγώ τη βιωματική σοφία του, την ολιγολογία του, την επιλεκτικά ηθική αυστηρότητά του, εφόσον δεν ήταν κομφορμιστής ούτε μοραλιστής. Χαιρόταν να φιλεύει κόσμο στο σπίτι κι εγώ του κουβαλούσα ευγενικούς φίλους, όπως ο αείμνηστος ηθοποιός του ΚΘΒΕ ο Δημήτρης Καρέλλης (1943-2007) ή φίλους-δασκάλους, όπως ο Κωστής Μοσκώφ (1939-1998) και ο Μίμης Μαρωνίτης (1929-2016). Ένα βράδυ, αργά ήταν, στα μέσα των ’80s, του έφερα τον άλλο αείμνηστο και χαρισματικό πολυπράγμονα, τον Αθηναίο Χρήστο Βακαλόπουλο (1956-1993)· μας έβγαλε καβουρμά με αυγά για να φάμε. Ξυπνήσαμε πολύ νωρίς το πρωί, για να πάμε στην Ουρανούπολη και να μπούμε στο Όρος για Γρηγορίου και Σιμωνόπετρα· μας είχε ετοιμάσει σάντουιτς σε αλουμινόχαρτο για τον δρόμο.
Νοσταλγώ τους πασχαλινούς τζιγεροσαρμάδες, τους λουκουμάδες με την τρύπα στη μέση που τους έφτιαχνε σε λίγα λεπτά, την αμείλικτη αντιπαράθεσή μας στο τάβλι, την ήττα μου και την αποδοχή της καζούρας, το πείσμα του, αλλά και την απέραντη υπομονή του, απέναντι σε όλους μας στο σπίτι, τη δοτική διάθεσή του σε γνωστούς και αγνώστους· κοντολογίς το χουβαρνταλίκι και τη μεγάλη καρδιά του.
*
Ο Κώστας Θεολόγου είναι Διευθυντής του Τομέα
Ανθρωπιστικών, Κοινωνικών Επιστημών και Δικαίου της Σχολής ΕΜΦΕ ΕΜΠ