Η πρόσφατη εξαγγελία της Τουρκίας περί ίδρυσης δύο θαλάσσιων προστατευόμενων περιοχών εκτός της αιγιαλίτιδας ζώνης της δεν συνιστά απλώς περιβαλλοντική πρωτοβουλία, αλλά εντάσσεται σε ένα ευρύτερο και συστηματικό γεωπολιτικό σχεδιασμό. Η ενέργεια αυτή, παρά την επίκληση οικολογικών και θεσμικών αιτιολογήσεων, εγγράφεται στο πλαίσιο μιας στρατηγικής «ήπιας αναθεώρησης», κατά την οποία η Άγκυρα αξιοποιεί μη συμβατικά μέσα για την αναδιαμόρφωση του status quo στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Όπως έχει επισημανθεί στη ρεαλιστική θεωρία διεθνών σχέσεων –ιδίως από τον Mearsheimer– τα κράτη επιδιώκουν την προώθηση των συμφερόντων τους ακόμη και μέσω εργαλείων που αποκλίνουν από τη συμβατική στρατιωτική ισχύ, όπως είναι οι θεσμικά επενδυμένες πρακτικές και η επιλεκτική χρήση του διεθνούς δικαίου.

Σε αντίστιξη προς την ελληνική προσέγγιση, η οποία κινείται εντός των ορίων του διεθνούς δικαίου της θάλασσας και παραμένει προσηλωμένη στη συμβατική έννοια της εθνικής κυριαρχίας, η τουρκική πρακτική επιλέγει να κινηθεί σε περιοχές όπου το νομικό καθεστώς είναι είτε ασαφές είτε αντικείμενο διμερούς ή πολυμερούς διεκδίκησης. Αυτή η διαφοροποίηση δεν περιορίζεται στο πεδίο της νομικής ερμηνείας· αποτυπώνει μια βαθύτερη στρατηγική απόκλιση, όπου η Τουρκία επιχειρεί να συγκροτήσει τετελεσμένα διά της προβολής ήπιας ισχύος με θεσμική κάλυψη. Με τον τρόπο αυτό, αναδύεται μια μορφή «θεσμικού επεκτατισμού», κατά την οποία η κανονιστική επίφαση γίνεται μέσο αναθεώρησης και επαναπροσδιορισμού του θαλάσσιου χώρου ως πεδίου εθνικής επιρροής.

Advertisement
Advertisement

Η επιλογή συγκεκριμένων περιοχών –όπως τα ύδατα δυτικά της Ίμβρου και της Τενέδου ή η θαλάσσια ζώνη μεταξύ Ρόδου και Αττάλειας– φανερώνει τον στρατηγικό χαρακτήρα της τουρκικής πρωτοβουλίας. Οι εν λόγω περιοχές βρίσκονται σε άμεση γειτνίαση με σημεία στρατηγικής σημασίας για την ελληνική αμυντική αρχιτεκτονική και εγγίζουν ζώνες με εκκρεμείς νομικές οριοθετήσεις, ιδίως όσον αφορά την υφαλοκρηπίδα και την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ). Επομένως, η περιβαλλοντική ρητορική υποκρύπτει έναν επιμελώς σχεδιασμένο γεωπολιτικό στόχο: την άσκηση πίεσης για συνδιαχείριση ή την κανονικοποίηση των τουρκικών αξιώσεων με όρους τετελεσμένων.

Η εν λόγω πρακτική εντάσσεται σε ένα μακροχρόνιο ιστορικό υπόβαθρο αναθεωρητισμού, το οποίο εκτείνεται από τις ελληνοτουρκικές κρίσεις των δεκαετιών του 1970 και 1980, έως τη θεσμοποίηση του δόγματος των «γκρίζων ζωνών» και την υπογραφή του τουρκολιβυκού μνημονίου το 2019. Πρόκειται για μια μεθοδική στρατηγική, κατά την οποία η Τουρκία εκμεταλλεύεται τη νομική πολυσημία του διεθνούς δικαίου και τις τεχνικές του αδυναμίες για να ενισχύσει τις εδαφικές της αξιώσεις με μέσα κανονιστικού χαρακτήρα. Σε αυτό το πλαίσιο, η εμπλοκή του Κέντρου Θαλασσίου Δικαίου (DEHUKAM) και η υποβολή χαρτών σε θεσμούς όπως η Διακυβερνητική Ωκεανογραφική Επιτροπή της UNESCO αποκτούν ιδιαίτερη σημασία: δεν αποτελούν απλώς τεχνικές διαδικασίες, αλλά οργανικά στοιχεία μιας στρατηγικής θεσμικής κατοχύρωσης και διεθνούς προβολής της τουρκικής θέσης.

Κεντρικός άξονας αυτής της στρατηγικής παραμένει το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας», το οποίο πλέον έχει μεταβληθεί από ιδεολογική κατασκευή σε επιχειρησιακό οδηγό της τουρκικής γεωπολιτικής. Στο πλαίσιο αυτό, η θάλασσα προσλαμβάνεται όχι μόνο ως πηγή πόρων και συγκοινωνιακός κόμβος, αλλά και ως προέκταση της εθνικής επικράτειας, υπό όρους θαλάσσιας κρατοκεντρικότητας. Η στρατηγική ανάγνωση της θάλασσας ως χώρου ισχύος θυμίζει την αγγλοσαξονική ναυτική θεωρία των Mahan και Spykman, όπου η κυριαρχία επί της θαλάσσιας περιμέτρου θεωρείται κρίσιμη για την περιφερειακή και υπερπεριφερειακή ισχύ. Στην τουρκική εκδοχή, αυτό μετουσιώνεται σε επιδίωξη ελέγχου των θαλασσίων «rimlands» της Ανατολικής Μεσογείου.

Σημαντική είναι και η συνάρθρωση της παρούσας στρατηγικής με το δόγμα του «στρατηγικού βάθους», όπως αυτό διατυπώθηκε από τον Αχμέτ Νταβούτογλου. Πρόκειται για έναν ιδεολογικό κορμό που ενοποιεί την ιστορική, πολιτισμική και θρησκευτική διάσταση του τουρκικού αναθεωρητισμού, προσφέροντας νομιμοποίηση σε πρακτικές οι οποίες συνδυάζουν θεσμικά, νομικά και διπλωματικά εργαλεία, με απώτερο στόχο την εμπέδωση της τουρκικής ηγεμονίας στο περιφερειακό υποσύστημα.

Η αναβίωση της απόφασης του 1995 περί casus belli –σε περίπτωση ελληνικής επέκτασης των χωρικών υδάτων– επιβεβαιώνει τη συνέχεια της τουρκικής στρατηγικής σκέψης. Το γεγονός ότι οι τρέχουσες ενέργειες φέρουν ειρηνική ή περιβαλλοντική πρόσοψη δεν αναιρεί τη γεωπολιτική τους στόχευση, ούτε αποδυναμώνει τη στρατηγική τους λειτουργικότητα. Αντιθέτως, συνιστούν παραδείγματα «στρατηγικού μεταμφιεσμένου εξαναγκασμού», κατά τον οποίο η επίκληση οικουμενικών αρχών συγκαλύπτει τη βούληση επιβολής νέων κανόνων.

Υπό το φως των ανωτέρω, η ελληνική στρατηγική οφείλει να κινηθεί σε τρεις αλληλένδετους άξονες:

Advertisement

Πρώτον, στην ενίσχυση της διεθνούς θεσμικής της παρουσίας, προκειμένου να αποκαλυφθεί η εργαλειοποίηση της περιβαλλοντικής πολιτικής από την Τουρκία ως μέσου προβολής ισχύος.

Δεύτερον, στην ολιστική ενοποίηση περιβαλλοντικών, ενεργειακών και αμυντικών παραμέτρων υπό ένα ενιαίο στρατηγικό πλαίσιο, ικανό να προβάλει μια συνεκτική θαλάσσια πολιτική.

Και τρίτον, στην άσκηση προληπτικής και πολυεπίπεδης διπλωματίας, η οποία θα καθιστά σαφές ότι η δημιουργία τετελεσμένων θα απαντάται όχι μόνο νομικά και ρητορικά, αλλά και μέσω επιχειρησιακά διασφαλισμένων θέσεων.

Advertisement

Σε ένα διεθνές περιβάλλον όπου η κυριαρχία επανανοηματοδοτείται μέσα από τεχνικά, θεσμικά και συμβολικά εργαλεία, η Ελλάδα οφείλει να επαγρυπνεί απέναντι σε κάθε φαινομενικά «ουδέτερη» πρωτοβουλία. Το θαλάσσιο περιβάλλον δεν μπορεί να αποτελέσει χώρο δοκιμής στρατηγικών υπονόμευσης του διεθνούς δικαίου. Οφείλει, αντιθέτως, να μετατραπεί στο κατεξοχήν πεδίο όπου η χώρα θα αναδείξει τον ρόλο της ως δύναμη δικαίου, σταθερότητας και θεσμικής αξιοπιστίας στην Ανατολική Μεσόγειο.