Από μικρή θυμάμαι μια φράση να βουίζει γύρω από το κεφάλι μου. Σαν μέλισσα που δεν κουράζεται ποτέ, που δεν φεύγει όσο κι αν προσπαθείς να την διώξεις. Μια φράση γυαλιστερή και απειλητική σαν την πόρτα της σάλας που ανοίγαμε μόνο στις γιορτές:

“ Τι θα πει ο κόσμος;”

Advertisement
Advertisement

Την άκουγα παντού. Σαν soundtrack της ζωής μου.

Όταν τσακωνόμασταν με τον αδελφό μου και το αίμα ανέβαινε στο κεφάλι :

“Σταματήστε επιτέλους … τι θα πει ο κόσμος;”

Κι εγώ παιδί ακόμη απορούσα: Μα ποιος είναι αυτός ο κόσμος; Μένει δίπλα μας; Έχει τηλεσκόπιο στο σαλόνι μας; ή απλώς κάθεται σε έναν χρυσό θρόνο φτιαγμένο από απόψεις για τη ζωή των άλλων;

Αργότερα όταν άρχισα να βγαίνω τα βράδια, γύριζα στο σπίτι με το αεράκι της ελευθερίας στα μαλλιά μου.

Και με περίμενε στην είσοδο η ίδια σκιά – φρουρός:

Advertisement

“ Τι ώρα γύρισες; Τι θα πει ο κόσμος;”

Και μετά, εκεί, στα οικογενειακά τραπέζια, αυτός ο μυστηριώδης “κόσμος” αποφάσισε να γίνει προσωποποιημένος. Μου χαμογελούσε με καλοσύνη που τσίμπαγε σαν αγκάθι και ρωτούσε:

“ Έφτασες τριάντα. Πότε θα παντρευτείς;”

Advertisement

Κι εγώ να χαμογελώ ευγενικά, ενώ μέσα μου ένιωθα μια αόρατη αλυσίδα γύρω από το λαιμό μου.

Κάποια στιγμή πίστευα πως αν απομακρυνθώ, αν κρατήσω απόσταση, θα πάψει να με ακολουθεί.

Μα όταν έφυγα να ζήσω μόνη, η ερώτηση δεν έφυγε μαζί μου:

Advertisement

“Μόνη; Τι θα πει ο κόσμος;”

Κι εκεί έγινε κάτι.

Όχι ξαφνικά.

Advertisement

Όχι σε μια μέρα, μια στιγμή, ένα κλικ.

Advertisement

Αλλά αργά, σαν ομίχλη που διαλύεται, όταν βγαίνει ο ήλιος.

Άρχισα να προσέχω.

Τον κόσμο που τόσο φοβόμουν, που ήταν; Ποιος ήταν ;

Advertisement

Όταν έφυγα να ζήσω μόνη μου, περίμενα τη θύελλα. Τα βλέμματα. Τα σχόλια. Την κρίση.

Τίποτα.

Η ζωή συνέχισε. Οι άνθρωποι συνέχισαν. Κανείς δεν στάθηκε στην πόρτα μου να μετράει, τις μέρες μου, να σημειώνει τις επιλογές μου.

Θυμάμαι την πρώτη φορά που πήγα για καφέ μόνη μου. Όχι επειδή δεν είχα παρέα. Αλλά επειδή ήθελα. Κάθισα σε ένα τραπεζάκι δίπλα στο παράθυρο, παρήγγειλα τον καφέ μου, άνοιξα το βιβλίο μου.

Και περίμενα.

Για ποιο πράγμα; Για βλέμματα. Για ψιθύρους. Για τον “κόσμο” που θα με παρατηρούσε και θα με έκρινε.

Τίποτα.

Μόνο άνθρωποι που έπιναν καφέ και ζούσαν τη δική τους ζωή. Οι περισσότεροι ούτε με είδαν.

Και τότε, για πρώτη φορά, άρχισα να καταλαβαίνω.

Χρόνια αργότερα, όταν άλλαξα ζωή, όταν πήρα αποφάσεις που “δεν ήταν η ώρα”, περίμενα πάλι τον κόσμο να εμφανιστεί. Να μου κουνήσει το δάχτυλο.

Να μου πει “ στα έλεγα”.

Δεν ήρθε.

Κανείς δεν κράτησε σκορ. Κανείς δε θυμόταν τι είχα πει χρόνια πριν. Κανείς δεν καραδοκούσε  στη γωνία να με δει να αποτύχω ή να πετύχω.

Γιατί ο κόσμος, αυτός ο παντοδύναμος, παντογνώστης, κριτικός κόσμος, δεν υπήρχε.

Και τότε το κατάλαβα.

Όχι απότομα, αλλά σαν κάτι που ήξερα πάντα αλλά φοβόμουν να παραδεχτώ:

Ο κόσμος δεν με κοιτούσε ποτέ.

Το δάχτυλο που θεωρούσα ότι μου έτεινε ο κόσμος, ήταν το ίδιο δάχτυλο που έστρεφα εγώ στον εαυτό μου όταν αμφέβαλλα για τις επιλογές μου.

΄Ημουν εγώ ο κριτής.

Εγώ η επιτροπή.

Εγώ η φωνή που με κρατούσε πίσω.

Ο “κόσμος” δεν ήταν παρά ένα φάντασμα κλεισμένο σε αραχνιασμένη ντουλάπα, ένας φόβος που μας μαθαίνουν να κουβαλάμε σαν δεύτερο δέρμα. Κι εγώ του έδινα φωνή. Εγώ του έδινα δύναμη. Εγώ τον άφηνα να καθορίζει πως θα ζήσω.

Και ξέρεις τι συνειδητοποίησα ;

Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι τόσο απασχολημένοι με τη δική τους ζωή, με τους δικούς τους φόβους, με τις δικές τους αμφιβολίες, που δεν έχουν χρόνο να ασχοληθούν με τη δική μας.

Νομίζουμε ότι είμαστε στο κέντρο της προσοχής όλων, ότι όλοι μας κοιτάνε, μας κρίνουν, μας σχολιάζουν.

Αλλά η αλήθεια;

Κανείς δεν μας κοιτάει τόσο όσο νομίζουμε.

Κι αν κάποιος μας κοιτάζει, θα ξεχάσει πιο γρήγορα απ’ όσο φοβόμαστε.

Το μόνο βλέμμα που μένει, το μόνο που πραγματικά μετράει, είναι το δικό μας.

Δε σου λέω ότι η φωνή του “κόσμου” εξαφανίστηκε τελείως. Ακόμα και σήμερα, πολλές φορές, όταν παίρνω μια απόφαση που με τρομάζει, την ακούω. Εκείνο το γνώριμο ψιθύρισμα  : “Τι θα πουν ;”

Αλλά τώρα, αντί να παγώνω, χαμογελώ.

Γιατί ξέρω.

Ξέρω ποιος μιλάει.

Ξέρω ποιος φοβάται.

Και ξέρω ότι η ελευθερία δεν έρχεται όταν πείσεις τον κόσμο, αλλά όταν σταματήσεις να πιστεύεις ότι του χρωστάς κάτι.

Αν ακόμη ακούς αυτή τη φωνή, αν ακόμη περιμένεις έγκριση για να ζήσεις, αν ακόμη φοβάσαι το δάχτυλο του κόσμου, θέλω να ξέρεις κάτι :

Το δάχτυλο είναι δικό σου.

Η φωνή είναι δική σου.

Και μπορείς να τα κατεβάσεις όποτε θελήσεις.

Ο κόσμος δεν σε κοιτάζει.

Κι όσοι σε κοιτάζουν,  θα ξεχάσουν.

Το μόνο βλέμμα που θα μείνει, το μόνο που πρέπει να σε νοιάζει, είναι το δικό σου.

Κι ανάμεσα στο βλέμμα που σε φυλακίζει και στο βλέμμα που σε ελευθερώνει, διάλεξε εκείνο που σε μεγαλώνει.

Τελικά ο κόσμος απάντησε ποτέ ;

Η απάντηση είναι η ίδια που ήξερα πάντα :

ΠΟΤΕ

Ο κόσμος δεν μίλησε ποτέ.

Και δεν χρειάζεται να περιμένεις άλλο.