Τα δύο διάσημα γιγαντιαία αγάλματα από αλάβαστρο, γνωστά ως οι Κολοσσοί του Μέμνονα, στην Νεκρόπολη των Θηβών, στην Αίγυπτο, επανασυναρμολογήθηκαν και επανατοποθετήθηκαν στην αρχική τους θέση, έπειτα από εργασίες αναστήλωσης και αποκατάστασης που διήρκεσαν περίπου δύο δεκαετίες.

Απεικονίζουν τον Αμενχοτέπ Γ΄, ο οποίος βασίλεψε στην αρχαία Αίγυπτο πριν από περίπου 3.400 χρόνια, κατά τη διάρκεια του Νέου Βασιλείου, μιας περιόδου περίπου 500 ετών που θεωρείται η εποχή της μεγάλης ακμής της αρχαίας Αιγύπτου. Ο φαραώ, η μούμια του οποίου εκτίθεται σήμερα σε μουσείο του Καΐρου, κυβέρνησε από το 1390 έως το 1353 π.Χ., σε μια ειρηνική περίοδο ευημερίας και μεγάλων έργων, όπως ο ταφικός ναός του, στην είσοδο του οποίου δεσπόζουν οι Κολοσσοί του Μέμνονα, καθώς και ο ναός του Soleb στη Νουβία.

Advertisement
Advertisement

«Σήμερα γιορτάζουμε την ολοκλήρωση και ανέγερση αυτών των δύο κολοσσιαίων αγαλμάτων», δήλωσε ο Μοχάμεντ Ισμαήλ, γενικός γραμματέας του Ανώτατου Συμβουλίου Αρχαιοτήτων, στο Associated Press πριν από την τελετή αποκαλυπτηρίων που πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 14 Δεκεμβρίου, παρουσία του Σερίφ Φάθι, υπουργού Τουρισμού και Αρχαιοτήτων, σύμφωνα με την αγγλόφωνη ηλεκτρονική έκδοση της αιγυπτιακής εφημερίδας Αλ Αχράμ.

Ο Φάθι τόνισε μεταξύ άλλων, ότι το έργο της αποκατάστασης των δύο αγαλμάτων «επιβεβαιώνει τη δέσμευση της Αιγύπτου να προστατεύει την πολιτιστική και αρχαιολογική της κληρονομιά σύμφωνα με τα υψηλότερα διεθνή πρότυπα», ενώ ο Ισμαήλ τόνισε, ότι οι Κολοσσοί έχουν ιδιαίτερη σημασία για το Λούξορ, μια πόλη παγκοσμίως γνωστή για τους αρχαίους ναούς και τα μνημεία της. Παράλληλα, αποτελούν μια προσπάθεια «να αναβιώσει η εικόνα που είχε κάποτε το ταφικό συγκρότημα του βασιλιά Αμενχοτέπ Γ΄».

Τα αγάλματα κατέρρευσαν μετά από ισχυρό σεισμό γύρω στο 1200 π.Χ., ο οποίος κατέστρεψε και το ταφικό συγκρότημα του Αμενχοτέπ Γ΄. Τα αγάλματα διαμελίστηκαν και τμήματά τους αφαιρέθηκαν, ενώ οι βάσεις τους διασκορπίστηκαν. Σύμφωνα με το υπουργείο Αρχαιοτήτων, ορισμένοι λίθοι επαναχρησιμοποιήθηκαν στον ναό του Καρνάκ, ωστόσο αρχαιολόγοι τους επανέφεραν προκειμένου να αναστηλωθούν οι Κολοσσοί.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, μια αιγυπτογερμανική αποστολή, με επικεφαλής την αιγυπτιολόγο Hourig Sourouzia, ξεκίνησε εργασίες στον χώρο του ναού, περιλαμβανομένης της συναρμολόγησης και αποκατάστασης των αγαλμάτων. «Στόχος του έργου είναι να διασωθούν τα τελευταία κατάλοιπα ενός άλλοτε περίλαμπρου ναού», δήλωσε.

Τα αγάλματα απεικονίζουν τον Αμενχοτέπ Γ΄ καθιστό, με τα χέρια να ακουμπούν στους μηρούς, και το βλέμμα στραμμένο προς τα ανατολικά, στον Νείλο και τον ανατέλλοντα ήλιο. Φέρουν το βασιλικό κάλυμμα κεφαλής νέμες με τα διπλά στέμματα και την πτυχωτή βασιλική ποδιά, σύμβολα της θεϊκής εξουσίας του φαραώ. Στα πόδια του απεικονίζονται δύο μικρότερα αγάλματα της συζύγου του, Τίγιε.

Οι Κολοσσοί, ύψους 14,5 και 13,6 μέτρων αντίστοιχα, δεσπόζουν στην είσοδο του ναού του βασιλιά στη δυτική όχθη του Νείλου. Το συγκρότημα, έκτασης περίπου 35 εκταρίων, θεωρείται το μεγαλύτερο και πλουσιότερο σύνολο ναού της Αιγύπτου και συχνά συγκρίνεται με τον ναό του Καρνάκ, επίσης στο Λούξορ. Τα αγάλματα λαξεύτηκαν σε αιγυπτιακό αλάβαστρο από τα λατομεία του Χατνούμπ, στη Μέση Αίγυπτο, και τοποθετήθηκαν σε μεγάλες βάσεις με επιγραφές που αναφέρουν το όνομα του ναού και του λατομείου.

Η αποκάλυψη των αγαλμάτων στο Λούξορ πραγματοποιήθηκε μόλις έξι εβδομάδες μετά τα εγκαίνια του πολυαναμενόμενου Μεγάλου Αιγυπτιακού Μουσείου, που βρίσκεται κοντά στις Πυραμίδες της Γκίζας.