Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι είχαν ως φαίνεται ιδιαίτερη αδυναμία στο όπιο. Αρχαιολογικές πηγές, κείμενα και ευρήματα, υποδηλώνουν εδώ και καιρό ότι το όπιο καταναλωνόταν τακτικά από όλα τα κοινωνικά στρώματα. Ωστόσο, χάρη σε νέα έρευνα του Προγράμματος Αρχαίας Φαρμακολογίας του Πανεπιστημίου Γέιλ (YAPP), διαθέτουμε πλέον και χημικές αποδείξεις.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Andrew J. Koh, ανέλυσαν δείγματα οργανικών καταλοίπων στο εσωτερικό ενός αρχαίου αλαβάστρινου αγγείου από τη Βαβυλωνιακή Συλλογή του Πανεπιστημίου Γέιλ, το οποίο χρονολογείται στην περίοδο του Ξέρξη Α΄, βασιλιά της Περσίας και Φαραώ της Αιγύπτου από το 486 π.Χ. έως το 465 π.Χ. (Με έδρα την Περσία, η αυτοκρατορία στο απόγειό της περιλάμβανε την Αίγυπτο καθώς και τη Μεσοποταμία, την Ανατολική Μεσόγειο, την Ανατολία και μέρη της Ανατολικής Αραβίας και της Κεντρικής Ασίας).

Advertisement
Advertisement

Το αγγείο φέρει επιγραφές σε τέσσερις γλώσσες – Ακκαδικά, Ελαμιτικά, Περσικά και Αιγυπτιακά.

Πέραν της αρχαιολογικής και αισθητικής αξίας του αγγείου –όπως και παρόμοιων αλαβάστρινων αγγείων που ανακαλύφθηκαν στον τάφο του Τουταγχαμών– η ομάδα επέλεξε να εστιάσει στο περιεχόμενο του. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1933, ο χημικός Άλφρεντ Λούκας διαπίστωσε ότι περιείχαν μια ουσία «όχι άρωμα», αλλά δεν προχώρησε περαιτέρω στις έρευνές του.

Στόχος ήταν να κατανοήσουν «τη βιογραφία του αντικειμένου» και «τον κύκλο ζωής των οργανικών ουσιών του, από το οικοσύστημα μέχρι την κατανάλωση», όπως σημειώνουν στη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Journal of Eastern Mediterranean Archaeology and Heritage Studies.

Σύμφωνα με τον Koh, υπάρχουν «σαφείς ενδείξεις» ότι οι Αιγύπτιοι δεν χρησιμοποιούσαν το όπιο μόνο στην ιατρική -ως παυσίπονο- και σε πνευματικές πρακτικές και τελετές. Η ψυχαγωγική χρήση θεωρείται πλέον όλο και πιο πιθανή.

Στην έρευνα περιγράφονται δύο μέθοδοι εξαγωγής καταλοίπων από αγγεία: ο «βρασμός» για θραύσματα και το «ανακάτεμα» (swishing) για πιο ολοκληρωμένα αντικείμενα. Και οι δύο τεχνικές χρησιμοποιούν «απόλυτη, αναλυτικής ποιότητας αιθανόλη».

Advertisement

Η αιθανόλη, ούσα «η λιγότερο τοξική από όλες τις αλκοόλες» και «εύκολα διαθέσιμη παγκοσμίως», θεωρείται πολλά υποσχόμενη για μελλοντικές αντίστοιχες μελέτες.

Η διαδικασία επέτρεψε στον Koh και την ομάδα του να εντοπίσουν νοσκαπίνη, υδροκοταρνίνη, μορφίνη, θηβαΐνη και παπαβερίνη -«γνωστούς διαγνωστικούς βιοδείκτες οπίου».

Τα αποτελέσματα συνάδουν με ευρήματα από κυπριακά αγγεία τύπου base-ring juglets (πρόχους) που βρέθηκαν σε τάφο στο Σέντμεν και χρονολογούνται στο  Νέο Βασίλειο (16ος–11ος αι. π.Χ.), καθώς και από αιγυπτιακά αλάβαστρα.

Advertisement

Οι ερευνητές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι τα αιγυπτιακά αλαβάστρινα αγγεία «θα μπορούσαν να ήταν εύκολα αναγνωρίσιμα προϊόντα για τους καταναλωτές της εποχής, όπως ακριβώς οι ναργιλέδες σήμερα συνδέονται με την κατανάλωση καπνού ναργιλέ».

Με πληροφορίες από artnet

Advertisement