Η σύγκρουση μεταξύ Ισραήλ και Ιράν δεν είναι μια ακόμη περιφερειακή διένεξη, ούτε περιορίζεται σε ακόμη μια αντιπαλότητα δύο κρατών. Αντιθέτως, αποτελεί το κατεξοχήν γεωστρατηγικό μέτωπο όπου συναντώνται οι παγκόσμιες ροπές ισχύος, τα αφηγήματα των μεγάλων δυνάμεων και οι αρχιτεκτονικές των μελλοντικών συνασπισμών. Το ερώτημα πλέον δεν είναι αν θα συγκρουστούν, αλλά πώς, πότε και κυρίως με ποιον τελικό σκοπό.
Στο παρόν άρθρο αναλύονται τα δύο επικρατέστερα σενάρια που θα μπορούσαν να διαμορφώσουν την έκβαση του μετώπου. Το πρώτο στηρίζεται σε μια ελεγχόμενη στρατηγική αποδόμησης του ιρανικού καθεστώτος. Το δεύτερο, σε μια επικίνδυνη κλιμάκωση με την ενεργοποίηση των δυνάμεων του Άξονα Παγκόσμιου Νότου.
Η ανάλυση δεν εστιάζει μόνο στις στρατιωτικές εξελίξεις. Εξετάζει τις προϋποθέσεις, τα συστημικά όρια και τις υψηλές στοχεύσεις που διαμορφώνουν τη νέα διεθνή πραγματικότητα. Διότι σε αυτό το πεδίο δεν κρίνονται απλώς οι σχέσεις Ισραήλ–Ιράν, αλλά η ίδια η σταθερότητα του παγκόσμιου συσχετισμού ισχύος.
Το Ισραήλ κινήθηκε ξανά εκτός συνόρων, επιβεβαιώνοντας αυτό που είχα ήδη γράψει και δηλώσει δημόσια από τις 7 Οκτωβρίου 2023, την ημέρα της επίθεσης της Χαμάς. Είχα επισημάνει τότε ότι το συγκεκριμένο γεγονός προσέφερε την απόλυτη στρατηγική νομιμοποίηση για την έναρξη επιχείρησης εκτός συνόρων, με βασικό υποψήφιο, ο οποίος στο βάθος των ισραηλινών προθέσεων δεν ήταν άλλος από το Ιράν.
Στις 19 Απριλίου 2024 επανήλθα γραπτώς, γράφοντας ξεκάθαρα ότι, ενώ στο προσκήνιο βρίσκονταν η Ράφα και ο Λίβανος, στο βάθος της ισραηλινής στρατηγικής παρέμενε το Ιράν. Τότε δεν είχαν ακόμη ξεκινήσει επιχειρήσεις ούτε στον Λίβανο ούτε στη Ράφα, γεγονός που επιβεβαιώθηκε λίγο αργότερα, καθώς το Ισραήλ κλιμάκωσε και στα δύο αυτά μέτωπα. Την ίδια ημέρα με εκείνη τη δημόσια παρέμβασή μου, σημειώθηκε επίθεση στην περιοχή του Ισφαχάν, όπου βρίσκονται κρίσιμες πυρηνικές και αμυντικές υποδομές, ενώ η ημερομηνία συνέπιπτε και με τα 85α γενέθλια του Ανώτατου Ηγέτη της Τεχεράνης. Είχα τότε γράψει πως, αν και δεν επλήγησαν άμεσα οι πυρηνικές εγκαταστάσεις, η περιορισμένη επίθεση είχε ξεκάθαρα συμβολικό χαρακτήρα και λειτούργησε ως προειδοποιητικό πλήγμα. Το μήνυμα ήταν σαφές. Την επόμενη φορά, ο στόχος δεν αποκλείεται να είναι καίριος, τόσο για τον ίδιο τον Ανώτατο Ηγέτη όσο και για τις πυρηνικές υποδομές του καθεστώτος.
Για να επιτύχει όμως τον πραγματικό του στόχο, το Ιράν δεν επιλέχθηκε ως άμεσος αντίπαλος. Το Ισραήλ γνώριζε ότι για να φτάσει εκεί, έπρεπε πρώτα να απογυμνώσει την Τεχεράνη από την περιφερειακή της περίμετρο. Γι’ αυτό και ακολούθησε μια μεθοδική στρατηγική αποδυνάμωσης των εξωτερικών της βραχιόνων.
Η Χαμάς στη Γάζα, η Χεζμπολάχ στον Λίβανο και οι Χούθι στην Υεμένη αποτέλεσαν τις προωθημένες γραμμές επιρροής του Ιράν, λειτουργώντας ως τακτικά εργαλεία πίεσης και αποτροπής. Η σταδιακή αποδυνάμωσή τους, τόσο στρατιωτικά όσο και πολιτικά, θεωρήθηκε προϋπόθεση για την επόμενη φάση. Μόνο αφού απομονώθηκε γεωστρατηγικά και αποκόπηκε από τις δυνάμεις προβολής ισχύος του, το Ιράν μπορούσε να τεθεί στο επίκεντρο μιας μετωπικής σύγκρουσης. Στη λογική αυτής της σταδιακής εξουδετέρωσης, το Ισραήλ δεν το επέλεξε πρώτο, αλλά τελευταίο, και αυτό ακριβώς είναι που εξελίσσεται σήμερα.
Ωστόσο, από όσα διαφαίνονται, ο μακροπρόθεσμος στόχος του Ισραήλ δεν φαίνεται να εξαντλείται σε μια απλή στρατιωτική αναμέτρηση με το Ιράν, ούτε καν στην πλήρη εξουδετέρωσή του ως εχθρικής δύναμης. Το Ιράν δεν είναι ένα περιφερειακό μόρφωμα. Είναι ένα κράτος με πληθυσμό άνω των 85 εκατομμυρίων ανθρώπων, με ιστορικό βάθος, γεωγραφική κεντρικότητα και στρατηγική κουλτούρα που λειτουργεί με όρους αυτοκρατορικής συνέχειας.
Η απόλυτη ανατροπή για το Ισραήλ και, ακόμη περισσότερο, για τις Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα ήταν η καταστροφή του Ιράν, αλλά η μετατροπή του από δυνητική απειλή σε σταθερό σύμμαχο. Ένας στόχος ο οποίος, αν και φιλόδοξος, συνδέεται άμεσα με τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της Ουάσιγκτον, η οποία από το 1979 και την ανατροπή του φιλοδυτικού καθεστώτος του Σάχη, αναζητεί τρόπους για την επαναφορά του Ιράν στη δική της γεωπολιτική τροχιά, ειδικά τώρα που η Τουρκιά αυτονομείται από τη δυτική αρχιτεκτονική και ελίσσεται μεταξύ ανατολής και δύσης θεωρώντας ότι είναι πολύ μεγάλη για να ανήκει κάπου.
Για να καταστεί όμως αυτό εφικτό, θα πρέπει να πάψει να υφίσταται το θεοκρατικό καθεστώς των μουλάδων, το οποίο αποτελεί την πολιτικό-ιδεολογική αρχιτεκτονική της ιρανικής αντιδυτικής ταυτότητας. Γι’ αυτό και, πίσω από κάθε στρατιωτική επιχείρηση, κάθε επίδειξη ισχύος και κάθε κίνηση στρατηγικής πίεσης, υποβόσκει ένας σταθερός στόχος. Το Ισραήλ επιδιώκει ξεκάθαρα την πτώση του καθεστώτος των Αγιατολάχ, γνωρίζοντας ότι μόνο μέσα από την ανατροπή αυτού του πολιτικού πυρήνα μπορεί να ανατραπεί και ο γεωπολιτικός προσανατολισμός του Ιράν.
Αν οι Ισραηλινοί έκαναν σωστά τους υπολογισμούς τους, τότε όφειλαν να συνεκτιμήσουν ότι η πτώση του θεοκρατικού καθεστώτος στην Τεχεράνη δεν μπορεί να προκύψει ούτε από έναν μεγάλο στρατιωτικό αιφνιδιασμό ή καίριο χτύπημα, ούτε από έναν απομονωμένο εσωτερικό κραδασμό.
Η ανατροπή ενός τέτοιου συστήματος εξουσίας δεν επιτυγχάνεται με μονωμένες κινήσεις, αλλά προϋποθέτει ευθυγράμμιση με τη συνολική αρχιτεκτονική ισχύος και τις γεωπολιτικές δυναμικές που διαμορφώνουν το νέο διεθνές σύστημα. Άρα, πρωτίστως, θα πρέπει να εντάσσεται εντός του πλαισίου της πραγματικότητας που επιβάλλει η σημερινή κατανομή ισχύος και η αναμέτρηση των συνασπισμών.
Με απλά λόγια, η Μέση Ανατολή, η Ανατολική Ευρώπη και ο Ειρηνικός δεν λειτουργούν ως αυτόνομα θέατρα πολέμου. Είναι πλέον αλληλένδετα μέτωπα ενός ενιαίου γεωστρατηγικού πολέμου μεταξύ του Δυτικού Συνασπισμού και του Άξονα του Παγκόσμιου Νότου. Ο δεύτερος αποτελείται κυρίως από την Κίνα, τη Ρωσία, το Ιράν (και Βόρεια Κορέα). Η νέα πραγματικότητα στο πεδίο μας διδάσκει ότι η λογική του επιμέρους μετώπου έχει καταρρεύσει. Βρισκόμαστε σε εποχή πολυθεματικής σύγκρουσης συνασπισμών, όχι κρατών.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, το Ισραήλ δεν αντιπαρατίθεται με έναν μεμονωμένο εχθρό, αλλά ουσιαστικά αντιμετωπίζει ένα γεωπολιτικό πλέγμα στήριξης, όπου Κίνα, Ρωσία, Ιράν και Βόρεια Κορέα λειτουργούν ως πολλαπλασιαστές ισχύος ο ένας για τον άλλο, είτε με ορατή εμπλοκή είτε με στρατηγικό αντίκτυπο μέσω υπόγειων συνεργειών, διπλωματικών backchannels και proxy ισορροπιών.
Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, η επιτυχία του σχεδίου για την πτώση του ιρανικού θεοκρατικού καθεστώτος εξαρτάται από την ταυτόχρονη πλήρωση τριών βασικών προϋποθέσεων. Η απουσία ακόμη και μίας εξ αυτών αρκεί για να οδηγήσει σε στρατηγικό αδιέξοδο.
Το πλαίσιο αυτών των προϋποθέσεων αναλύεται στο Β’ μέρος με τίτλο: «Από το Μαϊντάν στην Τεχεράνη – Ο Οδικός Χάρτης για την Πτώση των Αγιατολάχ».