Αυτή είναι η προσφυγή που φέρνει τα funds στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο

Τα «πυρά» κατά του Αρείου Πάγου
SimpleImages via Getty Images

Οι παραβάσεις που αναφέρει ο Δικηγορικός Σύλλογος Αιγίου στην προσφυγή που όπως αποκάλυψε το dikastiko.gr κατέθεσε σε βάρος της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου και της “προαναγγελίας” από την Τράπεζα της Ελλάδος

Έλλειψη αντικειμενικής αμεροληψίας του εθνικού Δικαστηρίου, αλλά και ελλιπή αιτιολογία ως προς την απόρριψη του αιτήματος αναβολής που είχε κατατεθεί είναι τα δύο κρίσιμα νομικά ζητήματα που θέτει ο Δικηγορικός Σύλλογος Αιγίου στην προσφυγή που οδηγεί τα funds στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), την οποία αποκάλυψε το dikastiko.gr.

Στην προσφυγή στο ΕΔΔΑ, που άσκησε υπέρ των δανειοληπτών ο Δικηγορικός Σύλλογος Αιγίου για την απόφαση 1/2023 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου αναφέρεται πως εκδόθηκε σε χρόνο ρεκόρ και κρίθηκε ότι οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων νομιμοποιούνται να διενεργούν πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης (πλειστηριασμούς, κατασχέσεις) στο όνομα και για λογαριασμό των αλλοδαπών funds.

Με την προσφυγή στο ΕΔΔΑ, ο ΔΣ Αιγίου, δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του, Αντώνη Μαρκούλη (υποψήφιου βουλευτή Ημαθίας με τον ΣΥΡΙΖΑ- ΠΣ), ισχυρίζεται ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης και συγκεκριμένα του δικαιώματος δίκαιης δίκης.

Τούτο διότι πριν την εκδίκαση της υπόθεσης κυκλοφόρησε η Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδος καθώς και δημοσιεύματα στον Τύπο που προδίκαζαν ότι το αποτέλεσμα της δίκης θα ήταν ευνοϊκό υπέρ των εταιριών διαχείρισης απαιτήσεων.

Τα funds στο ΕΔΔΑ: Οι αντιφατικές δικαστικές αποφάσεις

Από τα τέλη του έτους 2021, ορισμένα Πρωτοδικεία και Εφετεία της Ελλάδας με αρκετές αποφάσεις τους έκριναν ότι οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, στις οποίες έχει ανατεθεί με έγγραφες συμβάσεις η διαχείριση τέτοιων απαιτήσεων που απέκτησαν εταιρείες ειδικού σκοπού βάσει του άρθρου 10 του νόμου 3156/2003, δεν νομιμοποιούνται ενεργητικά, ώστε να παρίστανται ενώπιον των δικαστηρίων για λογαριασμό των εταιρειών ειδικού σκοπού. Αυτό καθώς η εξουσία κατ’ εξαίρεση νομιμοποίησης που επιφυλάσσει η παράγραφος 4 του άρθρου 2 του νόμου 4354/2015 στις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου η μεταβίβαση των απαιτήσεων έλαβε χώρα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του νόμου 3156/2003. Ωστόσο, άλλα δικαστήρια της ουσίας της Ελλάδας έκριναν το αντίθετο. Όμοια διχογνωμία παρατηρήθηκε και σε αποφάσεις των Τμημάτων του Αρείου Πάγου.

Με τη με αριθμό 1873/2022 απόφαση του Α2 Τμήματος του Αρείου Πάγου, που δημοσιεύθηκε στις 10.11.2022, παραπέμφθηκε ενώπιον της πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου η από 27.09.2020 αναίρεση τράπεζας και ανώνυμης εταιρείας διαχείρισης με το ερώτημα εάν η συγκεκριμένη εταιρεία νομιμοποιούταν ενεργητικά να ασκήσει το ένδικο μέσο της αναίρεσης, με δεδομένο ότι δεν αποτελούσε αληθινό δικαιούχο των απαιτήσεων που αφορούσαν την ένδικη υπόθεση, αλλά διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αληθινής δικαιούχου των απαιτήσεων αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού.

Η έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος

Όπως επισημαίνεται, στις 10.11.2022 (την ίδια ημέρα με τη δημοσίευση της υπ’ αριθμό 1873/2022 απόφασης του Α2 Τμήματος του Αρείου Πάγου) δημοσιεύθηκε η Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδος. Στη σελίδα 91 της συγκεκριμένης έκθεσης αναγράφονται επί λέξει τα εξής: «Η ικανότητα των εν λόγω εταιριών να διαχειριστούν τα δάνεια για λογαριασμό των εταιρειών απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και των πιστωτικών ιδρυμάτων δυσχεραίνεται από την πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου 822/2022 και τις σχετικές εφετειακές αποφάσεις αναφορικά με την νομιμοποίησή τους να προβούν σε δικαστικές ενέργειες και κυρίως να συμμετέχουν σε διαδικασίες πλειστηριασμών. Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις αναμένεται να διαφανεί τους επόμενους μήνες με την άρση των παραπάνω περιορισμών».

Με τη συγκεκριμένη αναφορά στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδος προεξοφλούταν – σημειώνεται στην προσφυγή – ότι η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου θα έκρινε ότι οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις νομιμοποιούνται να διαχειρίζονται τις απαιτήσεις, η διαχείριση των οποίων τους ανατίθεται με έγγραφη σύμβαση, αδιάφορα από το νομοθετικό πλαίσιο, σύμφωνα με το οποίο έλαβε χώρα η μεταβίβαση των απαιτήσεων.

Τα funds στο ΕΔΔΑ: Αίτημα για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης

Σύμφωνα με όσα περιγράφονται στην προσφυγή του πληρεξούσιου δικηγόρου κ. Μαρκούλη, «στις 23.11.2022 υπέβαλα την από 22.11.2022 αναφορά μου προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με την οποία ζητούσα τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης κατά παντός υπεύθυνου, διότι από την παραπάνω Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδος ανέκυπταν υπόνοιες σχετικά με την αμεροληψία της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου. Στις 30.11.2022 ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου διαβίβασε την αναφορά στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών και παρήγγειλε τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης».

Ακολούθησαν όπως αναφέρεται δημοσιεύματα που προανήγγειλαν τη θετική εισήγηση της Ολομέλειας υπέρ των funds. Μετά την εξέλιξη αυτή ασκήθηκε και νέα πρόσθετη παρέμβαση στις 19 Δεκεμβρίου 2022 ενώπιον της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου υπέρ των αναιρεσίβλητων και εναντίον των αναιρεσειουσών, υποστηρίζοντας ότι οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις δεν νομιμοποιούνται να διαχειρίζονται τις απαιτήσεις, η διαχείριση των οποίων τους ανατίθεται με έγγραφη σύμβαση, όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων λαμβάνει χώρα σύμφωνα με τον νόμο 3156/2003.

Τα funds στο ΕΔΔΑ: Η πρόσθετη παρέμβαση και η απόρριψη αναβολής συζήτησης

«Η παρέμβαση ασκήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 90 στοιχείο ζ’ του νόμου 4194/2013 (Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως 208/Α’/27.9.2013), το οποίο ορίζει ότι στους δικηγορικούς συλλόγους ανήκει η άσκηση παρεμβάσεων ενώπιον δικαστηρίων και κάθε αρχής (στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι ανεξάρτητες αρχές) για κάθε ζήτημα εθνικού, κοινωνικού, πολιτισμικού, οικονομικού ενδιαφέροντος και περιεχομένου που ενδιαφέρει τα μέλη του συλλόγου ή το δικηγορικό σώμα γενικότερα, καθώς και για κάθε ζήτημα εθνικού, κοινωνικού, πολιτισμικού ή οικονομικού ενδιαφέροντος» αναφέρεται χαρακτηριστικά.

Στις 26 Ιανουαρίου 2023 συζητήθηκε στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου η από 27.9.2020 αίτηση αναίρεσης της τράπεζας και της εταιρείας διαχείρισης καθώς και η από 19.12.2022 πρόσθετη παρέμβαση από την πλευρά του Δικηγορικού Συλλόγου Αιγίου, που είχε καταθέσει ο κ. Μαρκούλης.

Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου, Γεώργιος Μπέσκος, ζήτησε την αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης, επειδή κατά τον χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης εκκρεμούσε η ανωτέρω προκαταρκτική εξέταση και, ως εκ τούτου, υφίσταντο υπόνοιες σχετικά με την αντικειμενική αμεροληψία της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, κατά παράβαση του άρθρου 6 παράγραφος 1 της Σύμβασης. Ζήτησε να αναβληθεί η υπόθεση μέχρι το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης. Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου απέρριψε επί της έδρας το αίτημα της αναβολής και προχώρησε στην εκδίκαση της υπόθεσης.

Στις 16.2.2023 δημοσιεύθηκε η υπ’ αριθμό 1/2023 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου με την οποία έγινε δεκτό ότι οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις νομιμοποιούνται να διαχειρίζονται τις απαιτήσεις, η διαχείριση των οποίων τους ανατίθεται με έγγραφη σύμβαση, αδιάφορα από το νομοθετικό πλαίσιο, σύμφωνα με το οποίο έλαβε χώρα η μεταβίβαση των απαιτήσεων. Στην απόφαση δεν διαλαμβάνεται καμία απολύτως αιτιολογία σχετικά με την απόρριψη του αιτήματος αναβολής.

Εξάλλου, λίγα 24ωρα νωρίτερα στις 14 Φεβρουαρίου, ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών έθεσε στο αρχείο την αναφορά μου, με την αιτιολογία ότι στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδος διατυπώθηκε μία απλή εκτίμηση και όχι βεβαιότητα για την έκβαση της υπόθεσης που εκκρεμούσε στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου.

Ωστόσο, ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών δεν ενέκρινε την αρχειοθέτηση και στις 9.3.2023 παρήγγειλε τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για τη διερεύνηση τέλεσης του εγκλήματος που προβλέπεται στο άρθρο 251 του ελληνικού Ποινικού Κώδικα (παραβίαση δικαστικού απορρήτου).

Προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο: Τα νομικά ζητήματα

Στο πλαίσιο της προσφυγής του ο Δικηγορικός Σύλλογος Αιγίου θέτει προς το ΕΔΔΑ δύο ζητήματα που αφορούν παραβάσεις διατάξεων διεθνών συμβάσεων και συγκεκριμένα:

Άρθρο 6 παράγραφος 1 της Σύμβασης – έλλειψη αντικειμενικής αμεροληψίας του εθνικού δικαστηρίου

Το άρθρο 6 της Σύμβασης κατοχυρώνει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη. Στην παρ. 1 κατοχυρώνεται το δικαίωμα κάθε προσώπου να δικαστεί δίκαια, δημόσια και εντός λογικής προθεσμίας από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που λειτουργεί νόμιμα. Η δικαστική ανεξαρτησία αποτελεί conditio sine qua non για το δικαίωμα δίκαιης δίκης (Grzęda κατά Πολωνίας [Ευρεία Σύνθεση], 2022, §301) και συνιστά προϋπόθεση του κράτους δικαίου.

Περαιτέρω το άρθρο 6 παρ. 1 της Σύμβασης θέτει ως προϋπόθεση της δίκαιης δίκης την αμεροληψία του εθνικού δικαστηρίου (Denisov κατά Ουκρανίας [Μείζων Σύνθεση], 2018, §§60-65). Η αμεροληψία υποδηλώνει την απουσία προκατάληψης ή προδιάθεσης του εθνικού δικαστηρίου (Micallef κατά Μάλτας [Ευρεία Σύνθεση], 2009, § 93; Wettstein κατά Ελβετίας, 2000, §43; Nicholas κατά Κύπρου, 2018, §49).

Η αμεροληψία του εθνικού δικαστηρίου ελέγχεται μέσω (α) ενός υποκειμενικού ελέγχου, που αφορά στις προσωπικές πεποιθήσεις και στη συμπεριφορά ενός συγκεκριμένου δικαστή – αν δηλαδή ο εθνικός δικαστής ήταν προκατειλημμένος στη συγκεκριμένη υπόθεση (υποκειμενική αμεροληψία), και (β) ενός αντικειμενικού ελέγχου – αν δηλαδή το εθνικό δικαστήριο παρέχει επαρκείς εγγυήσεις που να αποκλείουν κάθε εύλογη αμφιβολία σχετικά με την αμεροληψία του (αντικειμενική αμεροληψία) (Morice κατά Γαλλίας [Ευρεία Σύνθεση], 2015, §73).

Όσον αφορά στον αντικειμενικό έλεγχο, πρέπει να κρίνεται εάν, πέραν της ατομικής συμπεριφοράς του εθνικού δικαστή, υφίστανται εξακριβώσιμα πραγματικά δεδομένα τα οποία ενδέχεται να εγείρουν αμφιβολίες σχετικά με την αμεροληψία του δικαστή. Αυτό συνεπάγεται ότι κατά την κρίση εάν σε μία συγκεκριμένη υπόθεση υφίσταται βάσιμη υποψία ότι ένας συγκεκριμένος δικαστής ή ένα πολυμελές δικαστήριο στερούνται αμεροληψίας, η θέση του συγκεκριμένου προσώπου είναι σημαντική αλλά όχι αποφασιστική. Το αποφασιστικό είναι εάν η υποψία αυτή μπορεί να δικαιολογηθεί αντικειμενικά (Micallef κατά Μάλτας [Ευρεία Σύνθεση], 2009, §96; Wettstein κατά Ελβετίας, 2000, § 44; Pabla Ky κατά Φινλανδίας, 2004, §30).

Από αυτή την άποψη, ακόμη και τα φαινόμενα μπορεί να είναι ορισμένης σημασίας, ή, με άλλα λόγια, «η δικαιοσύνη δεν πρέπει μόνο να απονέμεται, πρέπει και να φαίνεται ότι απονέμεται». Το διακύβευμα είναι η αξιοπιστία που πρέπει να εμπνέουν στο κοινό τα εθνικά δικαστήρια σε μία δημοκρατική κοινωνία (Nicholas κατά Κύπρου, 2018, §54).

Στην προκειμένη περίπτωση, πριν από τη διεξαγωγή της δίκης στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου στις 26.1.2023, (α) είχε δημοσιευθεί η Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδος, με την οποία προεξοφλούταν η έκβαση της υπόθεσης στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, (β) υφίσταντο δημοσιεύματα εφημερίδων, σύμφωνα με τα οποία φερόταν να έχει διαρρεύσει η εισήγηση η οποία ήταν θετική για τα συμφέροντα των εταιρειών διαχείρισης και (γ) εκκρεμούσε η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης κατόπιν της αναφοράς του Δικηγορικού Συλλόγου Αιγίου, αναφορικά με τη διαρροή της εισήγησης και τη βεβαιότητα που εκφραζόταν στην επίμαχη Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδος αναφορικά με την έκβαση της υπόθεσης στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου.

Υπό τις συνθήκες αυτές δημιουργείται δικαιολογημένη υποψία σχετικά με την αντικειμενική αμεροληψία της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, με δεδομένο ότι:

(α) η Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδος, προεξοφλούσε την έκβαση της υπόθεσης στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, γεγονός που δημιουργεί την εντύπωση ότι επρόκειτο για μια προειλημμένη απόφαση, (β) τα δημοσιεύματα των εφημερίδων σύμφωνα με τα οποία φερόταν να έχει διαρρεύσει η εισήγηση, η οποία ήταν θετική υπέρ των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων, δημιουργούσαν την εντύπωση ότι επρόκειτο για μια προειλημμένη απόφαση. Αμφότερα τα στοιχεία αυτά θίγουν την αντικειμενική αμεροληψία της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, καθώς βάλλεται η αξιοπιστία που πρέπει να εμπνέουν τα δικαστήρια σε μία δημοκρατική κοινωνία τα δικαστήρια στο κοινό, ιδίως σε μία τόσο σημαντική υπόθεση η οποία αφορούσε εκατοντάδες χιλιάδες δανειολήπτες στην Ελλάδα.

Η προσβολή της αντικειμενικής αμεροληψίας της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου θα μπορούσε να αποφευχθεί, εάν το δικαστήριο είχε αναβάλει την εκδίκαση της υπόθεσης, μέχρι την περάτωση της ποινικής διαδικασίας που είχε ξεκινήσει με την από 22.11.2022 αναφορά μου στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που αφορούσε στη διερεύνηση της ύπαρξης τυχόν ποινικών ευθυνών για τη διαρροή της εισήγησης στην υπόθεση που επρόκειτο να δικαστεί στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Σημειωτέον ότι η προκαταρκτική εξέταση δεν έχει μέχρι σήμερα ολοκληρωθεί. Συνεπώς, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της Σύμβασης.

Άρθρο 6 παράγραφος 1 της Σύμβασης – ελλιπής αιτιολογία ως προς την απόρριψη του αιτήματος αναβολής

Το άρθρο 6 της Σύμβασης κατοχυρώνει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη. Οι εγγυήσεις που κατοχυρώνονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 6 της Σύμβασης περιλαμβάνουν την υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να αιτιολογούν επαρκώς τις αποφάσεις τους. Τα εθνικά δικαστήρια είναι υποχρεωμένα να εξετάζουν αιτήματα που σχετίζονται με δικαιώματα και ελευθερίες που κατοχυρώνονται στην Σύμβαση και τα Πρωτόκολλά της. Τα εθνικά δικαστήρια υποχρεούνται να εξετάζουν τα συγκεκριμένα αιτήματα με ιδιαίτερη φροντίδα και επιμέλεια (Fabris κατά Γαλλίας [Ευρεία Σύνθεση], 2013, §72 στο τέλος; Wagner και J.M.W.L. κατά Λουξεμβούργου, 2007, § 96).

Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου μου υπέβαλε αίτημα αναβολής της συζήτησης της υπόθεσης, επειδή κατά τον χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης εκκρεμούσε προκαταρκτική εξέταση, που αφορούσε τη διερεύνηση της ύπαρξης τυχόν ποινικών ευθυνών για τη διαρροή της εισήγησης στην υπόθεση που εκκρεμούσε ενώπιον της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου και, ως εκ τούτου, υφίσταντο υπόνοιες σχετικά με την αντικειμενική αμεροληψία της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, κατά παράβαση του άρθρου 6 παράγραφος 1 της Σύμβασης. Ζήτησε να αναβληθεί η υπόθεση μέχρι το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης. Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου απέρριψε το αίτημα της αναβολής και προχώρησε στην εκδίκαση της υπόθεσης.

Ωστόσο, στη με αριθμό 1/2023 απόφασή της, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου δεν διέλαβε καμία απολύτως αιτιολογία σχετικά με την απόρριψη του αιτήματος αναβολής που υπέβαλε ο Δικηγορικός Σύλλογος Αιγίου.

Όμως, το εθνικό δικαστήριο όφειλε να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψη του αιτήματος, καθώς η υποβολή του συνδεόταν με δικαίωμα παρεχόμενο από τη Σύμβαση (άρθρο 6 παράγραφος 1 – δικαίωμα σε αμερόληπτο δικαστήριο). Συνεπώς, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της Σύμβασης.

Δημοφιλή