Ακύλλας Καραζήσης: Δεν μπορείς παρά να παίζεις τον εαυτό σου

«ONCE» ΣΤΗΝ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΉ ΣΚΗΝΗ ΤΗΣ ΕΛΣ

Από τις 20 Δεκεμβρίου (και μέχρι τις 20 Ιανουαρίου) παίζεται με επιτυχία στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ το σύγχρονο musical «Once». Είναι ένα έργο που ξεκίνησε ως η ομότιτλη ταινία σε σενάριο και σκηνοθεσία Τζον Κάρνεϊ από την οποία προήλθε το θεατρικό musical που την πρόζα του έγραψε η Εντα Ουόλς και τους στίχους των τραγουδιών του οι Γκλεν Χάνσαρντ και Μαρκέτα Ιργκλόβα. Την μετάφραση για την ελληνική παράσταση έκανε ο Δημήτρης Δημόπουλος, την μουσική προετοιμασία ο Αχιλλέας Γουάστορ, την σκηνοθεσία ο Ακύλλας Καραζήσης και τους πρωταγωνιστικούς ρόλους υποδύονται η Μαρίνα Σάττι και ο Αποστόλης Ψυχράμης. Συνομίλησα με τον καταξιωμένο ηθοποιό και πλέον και σκηνοθέτη Ακύλλα Καραζήση για τη συνολική θεώρηση την οποία εφάρμοσε στην «πιο pop(ular) μέχρι τώρα παραγωγή της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ», όπως την αποκάλεσε εύστοχα κάποιος.

Δεύτερη φορά που σκηνοθετείτε στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ. Ποια ήταν η σχέση σας με την όπερα και γενικότερα με το μουσικό θέατρο πριν από αυτές τις δύο παραστάσεις, τόσο υποκριτικά όσο και σκηνοθετικά;

Ούτε σαν ηθοποιός ούτε ως σκηνοθέτης είχα κάποια προηγούμενη σχέση είτε με την όπερα είτε με το musical. Η ομάδα μουσικού θεάτρου Ραφή που ανέβασε το «Ο Μικάδος» των Γκίλμπερτ & Σάλιβαν στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ τον Δεκέμβριο του ’17 μου πρότεινε – εκπλήσσοντας με αρχικά, οφείλω να ομολογήσω – να το σκηνοθετήσω. Πήγε καλά και έτσι τώρα το επανέλαβα με ένα πολύ διαφορετικού τύπου έργο. Ως θεατής και ακροατής έχω βέβαια παρακολουθήσει παραστάσεις όπερας και musical δίχως όμως να μπορώ να πω ότι γνωρίζω καλά αμφότερα τα ιδιώματα.

Ποιες προκλήσεις και ποιες δυσκολίες παρουσιάζει η μεταφορά στη χώρα μας και βέβαια στη γλώσσα μας ενός σύγχρονου πολύ επιτυχημένου musical που μάλιστα ξεκίνησε από τον κινηματογράφο;

Καταρχήν να διευκρινίσουμε ότι η ταινία ήταν ένα φιλμ χαμηλού προϋπολογισμού ουσιαστικά μιας παρέας φίλων και χωρίς καθόλου τραγούδια. Από αυτήν προέκυψε το θεατρικό musical που ανέβηκε στη συνέχεα στο Δουβλίνο και όχι με τον τυπικό θεατρικό τρόπο, για παράδειγμα ένας από τους χώρους στους οποίους παίχτηκε ήταν ένας κλασικό και κανονικότατο μπαρ. Αυτό το musical μεταφέραμε στην Ελλάδα και η πρώτη και μεγαλύτερη δυσκολία ήταν φυσικά η γλώσσα, όχι των διάλογων γιατί σε αυτούς είναι δεδομένη η σύμβαση της μετάφρασης στα ελληνικά αλλά των τραγουδιών. Για μια στιγμή μου πέρασε η σκέψη να διατηρήσω σε αυτά την αυθεντική γλώσσα, την αγγλική αλλά την εγκατέλειψα αμέσως και ευτυχώς η μετάφραση του Δημήτρη Δημόπουλου λειτούργησε τόσο καλά όσο και στην πρόζα. Από εκεί και πέρα η λέξη «επιτυχημένο» έχει πολύ σχετικό περιεχόμενο, επιτυχημένο ως προς ποιον, τι και με βάση ποιες παραμέτρους; Ας ορίσουμε πριν από όλα αυτό γιατί δεν υπάρχει παράσταση που να είναι επιτυχημένη ως προς όλα και όλους, αυτό είναι ανέφικτο.. Να πω καταρχήν ότι δεν κάνω διάκριση ανάμεσα σε musical, μουσικό ή μη θέατρο, για εμένα όλα είναι θέατρο. Θέατρο σημαίνει αφήγηση και στην αφήγηση, πρώτα από όλους, πρέπει να είναι ικανοποιημένος ο αφηγητής, μόνον τότε θα ικανοποιηθούν και τουλάχιστον αρκετοί από τους ακροατές/θεατές. Η μεγαλύτερη λοιπόν δυσκολία και πρόκληση πάντα είναι να είναι ευχαριστημένοι με την αφήγηση οι ηθοποιοί/ερμηνευτές ώστε να αφηγηθούν σωστά, αυτό είναι το πρώτιστο μέλημα μου είτε παίζω ο ίδιος είτε σκηνοθετώ άλλους. Αυτό συνέβη φυσικά και στην συγκεκριμένη περίπτωση και, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, θεωρώ ότι λειτούργησε πολύ σωστά.

Θα σκηνοθετούσατε το έργο ακριβώς με τον ίδιο τρόπο αν η παράσταση επρόκειτο να ανέβει από έναν οποιονδήποτε θίασο ή έστω σε ένα άλλο κρατικό θέατρο αντί για την ΕΛΣ και την Εναλλακτική Σκηνή της;

Εννοείται! Οι διαφορές στο από ποιον και τι θα γίνει μια παραγωγή επηρεάζουν μόνο το έμψυχο υλικό, τους συντελεστές. Η προσέγγιση μου στο συγκεκριμένο έργο είναι φυσικά δεδομένη, μία και μοναδική. Στην υποθετική περίπτωση που θα το σκηνοθετούσα για έναν άλλο φορέα με τους ίδιους συντελεστές θα ήταν ακριβώς η ίδια παράσταση. Με άλλους συντελεστές θα ήταν προφανώς εντελώς διαφορετική...

Ποιο θεωρείτε ότι είναι το κυριότερο στοιχείο για την επιτυχημένη μεταφορά και γενικότερα σκηνοθεσία ενός musical;

Το ίδιο που είναι και για οποιαδήποτε μεταφορά ή και ανέβασμα πρωτότυπου έργου και μόλις προανέφερα. Οι συντελεστές δηλαδή οι άνθρωποι, οι άνθρωποι και πάλι οι άνθρωποι που συμμετέχουν. Τόσο ο ίδιος προσωπικά όσο και όταν σκηνοθετώ πιστεύω ότι υπάρχει ένας και μοναδικός τρόπος για να υποδυθείς έναν ρόλο, να είσαι ο εαυτός σου. Ο εαυτός μας είμαστε πάνω στη σκηνή, αλίμονο αν είμαστε οτιδήποτε άλλο! Ο ηθοποιός πρέπει να «ενδύεται» τον ρόλο και ποτέ το αντίθετο. Το ζητούμενο δεν είναι να «συνομιλήσουν» οι ρόλοι αλλά τα πρόσωπα που τους υποδύονται. Αυτό προσπαθώ να κάνω κάθε φορά που σκηνοθετώ και φυσικά και στην συγκεκριμένη περίπτωση με την Σάττι και τον Ψυχράμη που πρωταγωνιστούν.

Η επιλογή του καστ και ιδιαίτερα του Αποστόλη Ψυχράμη και της Μαρίνας Σάττι έγινε από εσάς ή είχε ήδη γίνει όταν σας ανέθεσαν τη σκηνοθεσία; Ανεξάρτητα από αυτό, ποια θεωρείτε ότι είναι τα κύρια χαρακτηριστικά τόσο του ενός όσο και της άλλης ως performers και ποια αντίστοιχα είναι τα πλεονεκτήματα αμφοτέρων που τους κάνουν τόσο κατάλληλους για τους ρόλους τους;

Είχε ήδη γίνει μα μεγάλη οντισιόν από την καλλιτεχνική διεύθυνση της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ πριν μου προταθεί να αναλάβω την σκηνοθεσία και προφανώς οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, οι συντελεστές επελέγησαν από όσους και όσες είχαν διακριθεί σε αυτήν. Με αυτούς και αυτές λοιπόν εργάστηκα και πρέπει να πω ότι αισθάνομαι πολύ τυχερός και ευτυχής γιατί καθένας και καθεμία τους έπρεπε να συγκεντρώνει πολλές ιδιότητες;, να είναι ηθοποιός, ερμηνευτής/ια, να μπορεί να χορεύει και οι περισσότεροι/ες να παίζουν και ένα μουσικό όργανο! Τόσο ο Αποστόλης όσο και η Μαρίνα λοιπόν ήταν εξαίρετοι, ιδανικοί για τους ρόλους τους αλλά πρέπει να πω ότι δεν τους διακρίνω από τους υπόλοιπους/ες. Είχα ένα θαυμάσιο σύνολο, δώδεκα άντρες και γυναίκες, με το οποίο συνεργάστηκα άψογα και δεθήκαμε ως άνθρωποι και αυτό νομίζω ότι φαίνεται στο αποτέλεσμα. Οφείλω να πω επίσης ότι δεν έμειναν στο σημείο που ολοκληρώσαμε τις πρόβες πριν την πρεμιέρα, πήραν την παράσταση επάνω τους, την υποστηρίζουν και την εξελίσσουν και αυτό είναι σπάνιο, ακόμα και συγκινητικό μπορώ να πω.

Ασχοληθήκατε καθόλου με το μουσικό σκέλος της παράστασης ή επικεντρωθήκατε μόνο στην καθοδήγηση των ηθοποιών/ερμηνευτών;

Θα ήταν αδύνατο να μην το κάνω, είναι μέρος της σκηνοθεσίας. Φυσικά ο Αχιλλέας Γουάστορ είχε κάνει άριστη δουλειά όσον αφορά στην προετοιμασία του μουσικού σκέλους, τις ενορχηστρώσεις και την διδασκαλία των τραγουδιών και, βασισμένος σε αυτό και σε συνεργασία μαζί του, δούλεψα με τους και τις ηθοποιούς ώστε να αποδοθούν όσο το δυνατόν καλύτερα. Είχε πολύ μεγάλη σημασία αυτό γιατί στο συγκεκριμένο έργο τα τραγούδια δεν είναι συμπληρωματικό στοιχείο της παράστασης. Είναι τα τραγούδια που γράφει ο ένας από τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες και έτσι είναι μέρος της αφήγησης, οργανικό τμήμα της.

Πιστεύετε ότι το συγκεκριμένο musical έχει κάτι συγκεκριμένο να πει στο ελληνικό κοινό του 2019 ή απλά ήταν μια όμορφη διασκεδαστική παράσταση για την περίοδο των Εορτών;

Αν δεν με εμπόδιζαν λόγοι πνευματικών δικαιωμάτων θα είχα μεταφέρει την δράση από το Δουβλίνο σε μιαν επαρχιακή ελληνική πόλη ή και στα περίχωρα της Αθήνας. Πολύ σύντομα κατάλαβα ότι θα ήταν περιττό γιατί ήδη η γλώσσα αρκεί για να μεταφέρει την δράση στη χώρα μας γα τον Ελληνα θεατή. Στην αρχή του έργου ο κεντρικός γυναικείος χαρακτήρας που είναι μια Τσέχα ρωτάει τον αντίστοιχο ανδρικό «είσαι ευχαριστημένος που είσαι Ιρλανδός;». Στο μυαλό του θεατή της παράστασης μας η ερώτηση αυτή μετατρέπεται αυτόματα σε «είσαι ευχαριστημένος που είσαι Έλληνας;». Κατά τα άλλα πρόκειται για μια απλή και απολύτως ρεαλιστική ανθρώπινη ιστορία. Ο κεντρικός χαρακτήρας είναι ένας άνθρωπος με προβλήματα στην προσωπική ζωή του που είναι αναγκασμένος για να επιβιώσει να κάνει μια δουλειά η οποία δεν του αρέσει ενώ η δημιουργικότητα του, τα τραγούδια που γράφει, δεν βρίσκουν καμία ανταπόκριση στον κόσμο. Νομίζω ότι πάρα πολλοί και πολλές στη χώρα μας ανάμεσα στα είκοσι και τα πενήντα μπορούν να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους σε αυτόν ή και να ταυτιστούν μαζί του. Δεν έχουμε εδώ τόσους Τσέχους μετανάστες αλλά έχουμε Ρουμάνους ή και Πολωνούς και έτσι πιστεύω ότι ο Έλληνας θεατής αναγνωρίζει και αυτή την κοινότητα η οποία έχει μεγάλη σημασία στο έργο. Διαπιστώνω ότι όλα αυτά ισχύουν στην πράξη καθώς φαίνεται ότι το έργο αγγίζει και αρέσει σε έναν αξιοσημείωτα μεγάλο αριθμό θεατών.

Τέλος ποια είναι η προσωπική σας σχέση με την μουσική, παίζει σημαντικό ρόλο στην ζωή σας; Θα λέγατε ότι είστε συστηματικός και συνειδητός ή περιστασιακός ακροατής;

Αναμφίβολα, όπως και οι περισσότεροι/ες νομίζω της γενεάς μου, είμαι παιδί του κλασικού rock των δεκαετιών του ’50 και του ’70, αγγλικού και αμερικανικού αν και τα συγκροτήματα στα οποία βρίσκω μεγαλύτερο μέρος του εαυτού μου είναι οι Βρετανοί Jethro Tull και Who. Μου αρέσουν επίσης αρκετά τα ρεμπέτικα αλλά ως ακροατή μόνο και δίχως να έχω μαζί τους την βιωματική σχέση που έχω με το rock. Από τη νεότερη ελληνική μουσική πολύ συγκεκριμένα πράγματα και φυσικά όλο το έργο μέχρι και το «Ρεζέρβα» του Διονύση Σαββόπουλου τον οποίο θεωρώ σπουδαίο ποιητή, σχεδόν ισάξιο του μέγιστου Bob Dylan. Αν και όμως δεν γνωρίζω μουσική λειτουργώ πάρα πολύ μουσικά στην δουλειά μου. Στα έργα τα οποία ανεβάζω η παρουσία της μουσικής είναι καθοριστική ακόμα και κάποιες φορές που το κείμενο δεν το προβλέπει ή και δεν προτρέπει σε αυτό. Και όταν σκηνοθετώ λειτουργώ πολύ περισσότερο ως μαέστρος μας ορχήστρας παρά σαν οτιδήποτε άλλο...

Συμπληρωματικά ο μεταφραστής του έργου Δημήτρης Δημόπουλος εξήγησε το πως προσέγγισε τόσο την πρόζα όσο και τα τραγούδια του.

Ο Δημήτρης Δημόπουλος
Ο Δημήτρης Δημόπουλος

Ποιες διαφορές και επιπλέον δυσκολίες παρουσιάζει η μεταφορά στη γλώσσα μας ενός ξένου έργου μουσικού θεάτρου σε σχέση με την συγγραφή ενός πρωτότυπου στα ελληνικά όπως ήταν το «Το Λυκόφως Των Χρεών»;

Η κυριότερη διαφορά είναι ότι στη συγγραφή ενός πρωτότυπου έργου εσύ υπογράφεις το αποτέλεσμα ως δημιουργός και αυτό που παραδίδεις αποτελεί έργο σου. Ακόμα και στο «Λυκόφως Των Χρεών», που βασιζόταν σε ήδη υπάρχον έργο, το αποτέλεσμα ήταν ένα κείμενο που έγραψα εγώ, σε συνεργασία πάντα με τον μουσουργό, τον σκηνοθέτη και τη δραματουργό της παράστασης. Στην περίπτωση της μετάφρασης η όποια επιθυμία προσωπικής έκφρασης οφείλει να συμμορφωθεί στο ύφος και το περιεχόμενο του συγγραφέα, στιχουργού και μουσουργού του έργου που καλείσαι να αποδόσεις. Μια επιπλέον τεχνική δυσκολία στο «Οnce», λόγω της διαδικασίας έγκρισης της μετάφρασης που απαιτείται από τους δικαιούχους του έργου, ήταν ότι η απόδοση έπρεπε να παραδοθεί έξι μήνες πριν την πρεμιέρα! Αυτό σημαίνει πως έπρεπε να βασιστώ αμιγώς και μόνο στο έργο: την πρόζα, τους στίχους και τις νότες. Είναι όμως μια διαδικασία που με συναρπάζει, το να μπορώ να διυλίζω κάθε στοιχείο του κειμένου.

Ποιες είναι οι ιδιαιτερότητες του «Once» σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο σύγχρονο musical;

Η ιδιαιτερότητα του «Once» βρίσκεται κυρίως στο πώς χρησιμοποιούνται τα τραγούδια μέσα στο έργο: συνήθως στα musicals τα τραγούδια προωθούν την πλοκή ή σχολιάζουν μια συναισθηματική κατάσταση του ήρωα. Αντίθετα στο «Once» τα περισσότερα τραγούδια δεν αναφέρονται στη σχέση των δύο ηρώων της ιστορίας που βλέπουμε να εξελίσσεται επί σκηνής αλλά έχουν γραφτεί για μιαν άλλη, προηγούμενη σχέση. Επιπρόσθετα είναι δημιουργίες ενός ήρωα που είναι τραγουδοποιός οπότε όφειλαν να είναι νοηματικά αυτόνομα, να μπορούν δηλαδή ανά πάσα ώρα και στιγμή να παιχτούν στο ραδιόφωνο και να στέκονται εκτός του πλαισίου του έργου στο οποίο εντάσσονται. Αυτά αφορούν στους στίχους. Από την άλλη η πρόζα είναι αρκετά κοντά στη συντομία και την απλότητα ενός κινηματογραφικού ρεαλισμού και εδώ με βοήθησε η μακρόχρονη προϋπηρεσία μου στον υποτιτλισμό όπου η οικονομία του λόγου είναι απαραίτητη. Καθώς το πρωτότυπο είναι στα αγγλικά, μια γλώσσα στην οποία νοήματα εκφράζονται πολύ συχνά με μονοσύλλαβες λέξεις, θέλησα και ο λόγος στα ελληνικά να είναι εξίσου σύντομος και περιεκτικός. Είναι πολύ σημαντικό το ότι ο ίδιος μεταφραστής απέδωσε τόσο τους στίχους όσο και την πρόζα, υπάρχει έτσι μια ενοτητα στο ύφος όλου του κειμένου που ερμηνεύεται τόσο υποκριτικά όσο και τραγουδιστικά.

Τέτοιου είδους έργα βρίθουν νεανικών γλωσσικών ιδιωματισμών. Προσπαθήσατε να τους αποδώσετε στη γλώσσα μας, να τους μεταφέρετε νοηματικά ή προσπεράσατε την πλειοψηφία τους;

Η ερώτηση με έκανε να θυμηθώ τον υποτιτλισμό μιας ταινίας που είχα κάνει στην οποία η δράση εξελισσόταν στο Λος Άντζελες και είχε ως υπόθεση τη διαμάχη δυο συμμοριών, μιας Λατινοαμερικανών και της άλλης Αφροαμερικανών. Αυτός ήταν ένας μεταφραστικός εφιάλτης! Για καλή μου τύχη το «Once» είναι γραμμένο σε πολύ απλά αγγλικά καθώς οι ήρωες του είναι οι μισοί Ιρλανδοί και οι άλλοι μισοί Τσέχοι. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η γλώσσα που χρησιμοποιείται να είναι εντελώς απαλλαγμένη από μεταφραστικές κακοτοπιές καθώς οι ήρωες προσπαθούν να συνεννοούνται με όσο πιο απλό και άμεσο τρόπο μπορούν. Υπήρξαν φυσικά σημεία όπου έπρεπε να φανώ λίγο πιο δημιουργικός και να προτείνω λύσεις οι οποίες ξέφευγαν από το τι λέγεται, λύσεις που έγιναν αμέσως δεκτές από τους εκπροσώπους των δημιουργών. Αυτή όμως είναι και η χαρά του μεταφραστή, να βρίσκει τη δυσκολία και να την ξεπερνά με τέτοιο τρόπο ώστε μετά να διαβάζει το κείμενο και να αναρωτιέται «μα καλά, γιατί δυσκολευόμουν;».

Οπως ακριβώς είναι χαρά των θεατών να απολαμβάνουν μιαν από πάσης πλευράς τόσο φροντισμένη παράσταση όσο αυτή του «Once»...

Δημοφιλή