«Από την ταπείνωση στην παντοδυναμία». Η σύγκριση Ελλάδας - Βρετανίας στη διαχείριση της πανδημίας

Και η νέα ελληνική Δεξιά
Η κριτική προς τη βρετανική αποικιοκρατική μελαγχολία δεν είναι παρά ελλιπής, όταν δεν συνοδεύεται και από μια κριτική αντιπαράθεση της μελαγχολίας για την αρχαιοελληνική κληρονομιά Φωτό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας 15 Ιουνίου 2020(AP Photo/Thanassis Stavrakis)
Η κριτική προς τη βρετανική αποικιοκρατική μελαγχολία δεν είναι παρά ελλιπής, όταν δεν συνοδεύεται και από μια κριτική αντιπαράθεση της μελαγχολίας για την αρχαιοελληνική κληρονομιά Φωτό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας 15 Ιουνίου 2020(AP Photo/Thanassis Stavrakis)
ASSOCIATED PRESS

Γερμανία, 1939. Ένας μεσήλικας, ορθόδοξος Εβραίος χαζεύει έξω από το παράθυρο ενός τρένου όταν το μάτι του πέφτει στον επιβάτη που κάθεται απέναντί του -επίσης ορθόδοξος Εβραίος- ο οποίος διαβάζει την εφημερίδα Der Angriff. Μη πιστεύοντας στα μάτια του, τον ρωτάει: «αγαπητέ μου, αν μου επιτρέπετε, γιατί διαβάζετε αυτή την εφημερίδα; Δεν γνωρίζετε ότι διαδίδει ναζιστική προπαγάνδα;». «Βεβαίως το γνωρίζω φίλτατε», απαντάει ο συνεπιβάτης, «ωστόσο, όποτε διαβάζω εβραϊκές εφημερίδες μαθαίνω για καταστροφές συναγωγών, εγκλήματα μίσους, όπως καταλαβαίνετε τρομοκρατούμαι. Από την Der Angriff μαθαίνω μόνο ότι είμαστε παντοδύναμοι τραπεζίτες που ελέγχουμε τον κόσμο!».

«Στο Λονδίνο στην Αγγλία περιμένει η μεγάλη ευκαιρία»

PA Video - PA Images via Getty Images

Η σύγκριση της Ελλάδας με τη Μεγάλη Βρετανία αν και φαινομενικά άτοπη έχει ίσως αρκετά ερείσματα. Παρ’ όλο που οι δύο χώρες έχουν ουσιαστικές διαφορές σε πληθυσμό, ιστορία, γεωπολιτική θέση, στο κυρίαρχο ελληνικό φαντασιακό η Μεγάλη Βρετανία αναπαριστά, είτε μια ουτοπική (σε μεγάλο βαθμό) μεταναστευτική διέξοδο από την τελματωμένη ελληνική κοινωνία είτε μια ανταγωνιστική οικονομική δύναμη που κλέβει ελληνικό επιστημονικό δυναμικό.

Συγκεκριμένα, από το 2012 έως σήμερα, η Μεγάλη Βρετανία αποτελεί έναν από τους πόλους έλξης (εάν όχι τον κυριότερο) ελλήνων και ελληνίδων μεταναστριών. Όπως μαρτυρούν οι στίχοι του Γεράσιμου Ευαγγελάτου, η Μεγάλη Βρετανία θεωρείται πλέον η μήτρα ευκαιριών -«γι’ αυτό λέω στο Λονδίνο, στην Αγγλία περιμένει τη μεγάλη ευκαιρία»-, κάτι που καθιστά την Ελλάδα κατ’ αντιστοιχία, τον τόπο κατάρρευσης σταθερών που θα έπρεπε να είναι αυτονόητες: «εδώ παίζεται στα ζάρια κι ο μισθός». Αντίστροφα, η πρόσφατη ρητορική του brain drain απεικονίζει τη Μεγάλη Βρετανία όχι ως μήτρα, αλλά ως λησταρχίνα «νέων επιστημόνων». Προσελκύοντας όλο και περισσότερους καταρτισμένους και καταρτισμένες εργαζόμενες, η Μεγάλη Βρετανία απομυζά το επιστημονικό κεφάλαιο και κλέβει τα ελληνικά «μυαλά» (όπως πάει ο δημοφιλής από-σωματοποιημένος τρόπος περιγραφής των μεταναστών). Έτσι, καθώς η Αγγλία κατακτά μια θέση εξιδανικευμένη («μήτρα ευκαιριών») ή καταδιωκτική (ως αυτή που καταληστεύει το εξειδικευμένο ελληνικό δυναμικό), η Ελλάδα αποκτά ανάλογη εθνική θέση: ως ταπεινωμένο θύμα που το καταληστεύει μια πρώην παγκόσμια αυτοκρατορία ή ως φορέας παντοδύναμων πολιτικών που υπόσχονται επιστημονικό μεγαλείο εντός των συνόρων της ισάξιο (εάν όχι καλύτερο) με το αγγλικό. Και στις δύο περιπτώσεις, η αντιπαραβολή Ελλάδας και Αγγλίας αποσκοπεί στην παγίωση εθνικών (και εθνικιστικών) ταυτίσεων της πρώτης, όπου η κυρίαρχη αγωνία είναι πώς συγκρίνεται η Ελλάδα με μια πρώην παγκόσμια αυτοκρατορία.

Από τις πρώτες κιόλας μέρες της πανδημίας του κορονοϊού, αρκετά και καταξιωμένα ξένα μέσα ενημέρωσης καταπιάνονταν, με διόλου ευκαταφρόνητο τρόπο, με τη διαχείριση της κρίσης στην Ελλάδα. Εν ολίγοις, η ελληνική περίπτωση παραλληλίστηκε με μια αδιαφιλονίκητη επιτυχία, τόσο κυβερνητική όσο και συλλογική. Φυσικά, αυτό χρησιμοποιήθηκε εντός Ελλάδας ως περίτρανη απόδειξη μιας κυβέρνησης ικανής, αποτελεσματικής και προστατευτικής. Τα ξένα μέσα ενημέρωσης έγραψαν πως «οι Έλληνες απορούν με το χάος της Βρετανίας, ενώ οι ίδιοι βγαίνουν από το lockdown με 150 θανάτους» (Guardian), ότι «η διαχείριση της ελληνικής κρίσης είναι ένα εντυπωσιακό success story, μέχρι στιγμής» (Independent), ότι «η Ελλάδα δείχνει πώς να διαχειριστεί κανείς μια κρίση» (Bloomberg).

Όπως δείχνει και το ανέκδοτο παραπάνω, οι φαντασιώσεις παντοδυναμίας, όσο κι αν μας θρέφουν ναρκισσιστικά συνιστούν -στην καλύτερη- πλάνη. Ποια είναι όμως η σημασιολογία της προκείμενης αντιπαραβολής Ελλάδας-Βρετανίας όπως αυτή εμφανίζεται σε κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης, σε σχέση με τη διαχείριση της παρούσας πανδημίας; Και τι μπορεί να μας υποδείξει για τις επικείμενες μεταμορφώσεις της «ελληνικότητας»;

«Τρώει (και) η Βρετανία τα παιδιά της;» Αυτοκρατορική Μελαγχολία και Δεξιά

«Η Ελλάδα παρ’ όλες τις ιδεολογικές αγκυλώσεις του παρελθόντος στάθηκε σύσσωμη σε αυτή την πρωτοφανή κρίση και επέδειξε ανθρωπιά και αλληλεγγύη καθώς επίσης κατέδειξε αντανακλαστικά ανθρωποκεντρικού χαρακτήρα». Αντίθετα, η Βρετανική «εξαιρετικότητα» ήταν αυτή που οδήγησε σε «οδυνηρές επιπτώσεις», γράφει στην Καθημερινή ο Αλέξανδρος Πιτσινός, κάτοικος Λονδίνου από το 2010. Σε αντίθεση με άλλες αναλύσεις που περιορίζονται στη σύγκριση των δύο χωρών μέσα από την απαρίθμηση κρουσμάτων (πόσα θύματα, περιστατικά και τεστ κορονοϊού έχει η καθεμία), η σύγκριση εδώ μετατίθεται στο πεδίο του πολιτισμικού.

Η ελληνική «ανθρωποκεντρικότητα» -χρησιμοποιώ τον όρο του αρθρογράφου- η ανθρωπιά και η αλληλεγγύη σώζουν ζωές. Αντίθετα, η αλαζονεία σκοτώνει και όχι για παράδειγμα η μακροχρόνια υποχρηματοδότηση και ιδιωτικοποίηση του εθνικού συστήματος υγείας, η διασπορά του ιού πριν τα lockdown, οι παγκόσμιες μεταφορές και αεροπορικές διασυνδέσεις, ο τρόπος ζωής σε μητροπόλεις όπως το Λονδίνο και η Νέα Υόρκη, οι συνθήκες στα μέσα μαζικής μεταφοράς και ούτω καθεξής. Στη Guardian διαβάσαμε πως η εισαγωγή στην εντατική του πρωθυπουργού Μπόρις Τζόνσον μαρτυρά ότι διέπραξε ύβρη, προτείνοντας ως στρατηγική την «ανοσία της αγέλης». Σε κάθε περίπτωση, η υγειονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση της Αγγλίας οφείλεται σε μεταφυσικά φαινόμενα ή στην πολιτισμική ταυτότητα: όπως για παράδειγμα η εμμονή με την «εξαιρετικότητα» της κυβέρνησης του Τζόνσον.

Βέβαια, η κριτική προς τη βρετανική αποικιοκρατική μελαγχολία (αυτό θαρρώ θέλει να πει ο Πιτσινός όταν μιλάει για «εξαιρετικότητα») δεν είναι παρά ελλιπής, όταν δεν συνοδεύεται και από μια κριτική αντιπαράθεση της μελαγχολίας για την αρχαιοελληνική κληρονομιά. Αν κάτι συνδέει τις δύο χώρες είναι δηλαδή το ότι από αυτοκρατορική νοσταλγία δεν πάσχει μόνο η Βρετανία. Ωστόσο, αυτό δεν είναι το συμπέρασμα της σύγκρισης που διεξάγει ο αρθρογράφος, καθώς κατ’ αυτόν η Αγγλία κατέχει το μονοπώλιο της μελαγχολικής αναζήτησης περασμένων μεγαλείων (σε περίπτωση που ξεχάστηκε, τον Φεβρουάριο που μας πέρασε μαθητές από την Κρήτη τραγούδησαν το «Τζιβαέρι» -παραδοσιακό Σμυρναίικο- στις καρυάτιδες του Βρετανικού Μουσείου). Η «ανθρωποκεντρική» Ελλάδα, καταλήγει, εμφανίζεται ως ο αγνός τόπος αλληλεγγύης και ταπεινότητας που, έχοντας αντιπαρέλθει τη μελαγχολία του παρελθόντος της, προστατεύει τα παιδιά της -κι αν τα έτρωγε κάποτε, δεν τα τρώει πια (ή έτσι θέλει να πιστεύει).

Από την ταπείνωση στην παντοδυναμία: Φυλετικές ταυτίσεις της Νέας Ελληνικής Δεξιάς

ARIS MESSINIS via Getty Images

Αν κάτι εντυπωσιάζει από τη σύγκριση Ελλάδας-Βρετανίας πάνω στο θέμα της διαχείρισης της πανδημίας του κορονοϊού είναι πως, αν και οι δύο χώρες έχουν κυβερνήσεις πολιτικά και ιδεολογικά όμορες, αυτό που τις διαφοροποιεί είναι οι αρχηγοί τους. Και οι δύο κυβερνήσεις ελέγχονται σε μεγάλο βαθμό από την ενσωματωμένη σε αυτές ακροδεξιά πτέρυγα των κομμάτων -την οποία φροντίζουν συχνά πυκνά να ικανοποιούν- και οι δύο προασπίζονται τον τεχνοκρατισμό και την επιστήμη και φυσικά και οι δύο έθεσαν επιδημιολόγους επικεφαλής της διαχείρισης της πανδημίας. Η διαφορά τους έγκειται στο ότι ο Τζόνσον διακατέχεται από αδιαμφισβήτητη φαιδρότητα, ενώ ο Μητσοτάκης παρουσιάζεται ως ταπεινή φιγούρα άξια σχεδόν θρησκευτικής λατρείας. Ας σκεφτούμε το παρακάτω απόσπασμα που ενδεχομένως συνοψίζει με εξαίρετο τρόπο τις φαντασιώσεις της ανερχόμενης (νεοφιλελεύθερης) δεξιάς, η οποία στο πρόσωπό του πρωθυπουργού βλέπει υποσχέσεις απελευθέρωσης. Δίνω τον λόγο στον αρθρογράφο Θανάση Μαυρίδη: «Οι Εβραίοι χρειάστηκε να περάσουν την Ερυθρά θάλασσα για να ξεφύγουν από τους Αιγύπτιους. Ο Κυριάκος καλείται ως νέος Μωυσής να βρει λύσεις εκεί που οι άλλοι βρίσκουν αδιέξοδα και να οδηγήσει έτσι έναν τυραννισμένο λαό στη γη της επαγγελίας. Έναν λαό όμως που είναι πλέον έτοιμος για την “Έξοδο”». Σε αυτό το πλούσιο σε συμβολισμούς απόσπασμα, ο σχετικά νεοεκλεχθείς πρωθυπουργός καλείται να λάβει τον ρόλο του Μεσσία που κατέχει τη γνώση, την πυγμή και τη βούληση να μεταλαμπαδεύσει μια νέα θρησκεία, (ιδεολογία) δίνοντας τέλος στην ατέρμονη περιπλάνηση και υποδούλωση. Βέβαια, ο Μωυσής δεν βρήκε λύσεις εκεί που άλλοι έβρισκαν αδιέξοδα. Ίσα-ίσα δίδαξε μια θρησκεία για την οποία ο λαός του ήταν ανάξιος. Κατά τον Φρόυντ, μάλιστα, ο Μωυσής δολοφονήθηκε γιατί η μονοθεϊστική θρησκεία που επέβαλλε ήταν ανελευθεριακή και καταπιεστική. Πέραν των ανακριβειών στο απόσπασμα, αναρωτιέμαι, επίσης, τι είναι αυτό που κάνει τους Έλληνες να αισθάνονται ανελεύθεροι; Μήπως το βάρος μιας εθνικής ταπείνωσης που εκφράζεται στη φαντασίωση του «πότε θα γίνουμε ξανά ο εκλεκτός λαός που κάποτε ήμασταν»; Είμαστε και πάλι σε εδάφια (εθνικής) μελαγχολίας.

Αν μπορούμε ίσως να εξάγουμε ένα πρώιμο συμπέρασμα από τη σημασιολογία της σύγκρισης της Ελλάδας με τη Μεγάλη Βρετανία είναι πως επιλύει την εθνική μελαγχολία με υποσχέσεις (αυτοκρατορικής) παντοδυναμίας. Όπως έγραψε και ένας κύπριος δημοσιογράφος στο θέμα της πανδημίας, η Ελλάδα έγινε «ο φτωχοσυγγενής που παραδίδει μαθήματα» -δηλαδή από ταπεινωμένο, αξιοθρήνητο ανέχοντα μετατράπηκε μέσα από τη συγκεκριμένη κρίση, σε «διδάκτορα». Οι Έλληνες μπορούμε να γίνουμε και πάλι πρώτοι, θαυμαστοί ανά τον κόσμο, καλύτεροι από τους Άγγλους (η επιτομή της αυτοκρατορίας) - να δικαιώσουμε έτσι τους προγόνους μας. Μπορούμε να ξαναβρούμε τη θέση μας (φυλετικά και κοινωνικά) ως ο «εκλεκτός λαός» που διώκεται ατέρμονα. Η πολυετής ταπείνωση έτσι δίνει τη θέση της σε μια ελπίδα πολιτικής, κοινωνικής και πολιτισμικής κυριαρχίας, που κατ’ εμέ είναι, όχι μόνο ψευδής αλλά και επικίνδυνη. Γιατί, δυστυχώς, ο διχασμός μεταξύ ταπείνωσης και παντοδυναμίας, περιφρόνησης και εξιδανίκευσης, φθόνου και θαυμασμού ο οποίος ακολουθεί τόσο στενά τον ελληνικό δημόσιο διάλογο συνδέεται, όπως φαίνεται και στο εισαγωγικό ανέκδοτο, με μια απολυταρχική και αγκυλωμένη κοινωνική και πνευματική κατάσταση. Μια κατάσταση που διευκολύνεται, αν όχι επιταχύνεται, από τα μέσα ενημέρωσης.

* Της Μαρίτας Βυργιώτη, Αναπληρώτριας Λέκτορα Ψυχοκοινωνικών Επιστημών, Πανεπιστήμιο του Ανατολικού Λονδίνου και Εκπαιδευόμενης Ψυχοθεραπεύτριας στην Κλινική Τάβιστοκ του Λονδίνου - H ανάλυση περιλαμβάνεται στο ειδικό τεύχος «ΜΜΕ & κορονοϊός» που θα δημοσιεύσει την Τετάρτη 17/6/2020 η ομάδα Media Jokers σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ στο www.enainstitute.org

Δημοφιλή