Πώς οι νόμοι της προσφοράς και ζήτησης εξηγούν την τάση των ανθρώπων να καταναλώνουν παραλογισμούς.
Cyrille Gibot via Getty Images

Όταν είμαστε σ’ ένα πιτζάμα πάρτι βλέπουμε τρομακτικές ταινίες με στοιχειωμένα σπίτια και λέμε τρομακτικές ιστορίες, τρώγοντας πίτσα, έτσι για να περάσει χαλαρά και ευχάριστα το βράδυ. Όταν όμως είσαι φτωχός και άστεγος και η μόνη διαθέσιμη επιλογή είναι η ακατοίκητη έπαυλη στο Hill house ή η μεζονέτα στο Amityville horror στο Long island δεν βοηθά και πολύ να πιστεύεις σε φαντάσματα και δεισιδαιμονίες, σωστά; Διότι στερείς από τον εαυτό σου μία άνετη επιλογή. Τι προτιμάς; Να είσαι άστεγος ή να μείνεις δωρεάν σ’ ένα σπίτι που ο απλοϊκός κόσμος το αποφεύγει επειδή το θεωρεί στοιχειωμένο! Τι είναι πιο πιθανό; Να πεθάνεις σαν άστεγος από το κρύο στο δρόμο ή να σε σκοτώσει ένα φάντασμα στην υπερτζαμάτη επαυλάρα του Hill house;

Κάπου εκεί ξεκινάς να κοσκινίζεις τα πράγματα με το φίλτρο της λογικής, διότι εν τέλει η δεισιδαιμονία κοστίζει και αν κάνεις τη λάθος επιλογή θα πληρώσεις αυτό που οι οικονομολόγοι αποκαλούν κόστος ευκαιρίας. Δηλαδή, να χάνεις ευκαιρίες λόγω εσφαλμένης κρίσης και λανθασμένων επιλογών.

Ας δώσω ένα επιπρόσθετο παράδειγμα. Ας υποθέσουμε ότι κάποιος είναι ψαγμένος ψεκασμένος που «ανακάλυψε» μια ψεκ ψαγμενιά στο youtube μ’ ένα βίντεο που τάχα κάνει θρύψαλα τη θεωρία της εξέλιξης ή που «αποκαλύπτει την αλήθεια για τα εμβόλια που μάς κρύβουν». Θα το ποστάρει στο προφίλ του ή σε κανά κλειστό group στο facebook, όπου θα τον αποθεώσουν τα αγελαία πλήθη από κάτω και θα λάβει μαζικά καρδούλες και likes.

Η προσφορά ανορθολογικού περιεχομένου δημιουργεί τη δική της ζήτηση και το αντίστροφο. Το άτομο του παραδείγματος θα προσφέρει στο ψηφιακό κοινό του αυτό που ζητούν για να τον αποθεώσουν με likes, διότι έτσι γίνεται δημοφιλές, γνωστό, θερίζει likes, συγκεντρώνει viewers κλπ. Η μπουρδολογία είναι μία επικερδής αγορά. Ο εγκέφαλός του θα νιώσει ένα ηλεκτρικό αίσθημα επιβράβευσης κατακλυζόμενος από κύματα ντοπαμίνης, και που εν τέλει τον εθίζουν περισσότερο στην μπουρδολογία.

Από την άλλη πλευρά βέβαια, αν έπεφτε ερώτηση από το κεφάλαιο της εξελικτικής βιολογίας στις πανελλήνιες εξετάσεις ή αν τον ρωτούσε ένας υποψήφιος εργοδότης στον πλαίσιο μιας συνέντευξης για μια δουλειά σε νοσοκομείο ή σε κάποια φαρμακευτική εταιρία την άποψή του για τα mRNA-based εμβόλια, σίγουρα δεν θα τολμούσε να ρισκάρει την είσοδό του στο πανεπιστήμιο ή να ρεζιλευτεί στον μελλοντικό εργοδότη του αναπαράγοντας τις ανοησίες που διακινούνται στους υπονόμους των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Ίσως θα το έγραφε στο facebook εκ του ασφαλούς για να πουλήσει μούρη και δηθενιά σε ομογάλακτους, ποτέ όμως ρισκάροντας το μέλλον του ή τη δουλειά του.

Για να εξηγήσω αυτήν την διαφορά στάσης θα επιστρατεύσω την τυπολογία περί epistemic & instrumental rationality, εμπνευσμένη από το βιβλίο “The Myth of the Rational Voter: Why Democracies Choose Bad Policies” του Bryan Caplan, διάσημου οικονομολόγου στο George Mason University. Πρέπει να κάνουμε τη διάκριση μεταξύ επιστημικής και εργαλειακής ορθολογικότητας. Σε αδρές γραμμές, με τον όρο «επιστημική» αναφερόμαστε στην επιθυμία του ατόμου να σκέπτεται ορθολογικά και να μην πιστεύει σε παραλογισμούς. Από την άλλη, ως εργαλειακή ορθολογικότητα εννοείται εκείνος ο τρόπος σκέψης και λήψης αποφάσεων με τον οποίο το άτομο προσπαθεί να μεγιστοποιήσει το ατομικό του όφελος, υλικό ή/και μη. Η επιστημική ορθολογικότητα αφορά το δίπολο σωστό/λάθος, ενώ η εργαλειακή ορθολογικότητα κατ’ ουσίαν είναι μία ανάλυση cost-benefit ή κέρδους/ζημίας.

Οι θεωρίες συνωμοσίας, οι αστικοί μύθοι, οι ιστορίες τρόμου για στοιχειωμένα σπίτια και πολλά άλλα είναι το άλας που νοστιμίζει την βαρετή και πεζή καθημερινότητα πολλών ανθρώπων. Από την άλλη, ο επιστήμονας είναι ο party-pooper! Αυτός που λέει κρύα ανέκδοτα με theme την κβαντομηχανική, με τα οποία όμως δεν γελά κανείς γιατί κανείς δεν τα καταλαβαίνει. Οι απαντήσεις που δίνει είναι ψυχρές, δυσνόητες, δύσπεπτες και εν τέλει βαρετές και ξενέρωτες. Για παράδειγμα, αν ρωτήσεις έναν νευροβιολόγο τι είναι έρωτας, θα σου πει απλά ότι είναι μια νευροχημική σούπα ωκυτοκίνης, με λίγη ντοπαμίνη και μία εσσάνς σεροτ...ZZzzz Zzzzz, πάει αποκοιμήθηκε το ακροατήριο. Ο πολύς κόσμος απαιτεί χαζορομαντικές σαπουνόπερες!

Η μπουρδολογία έχει το πλεονέκτημα ότι είναι φαντασμαγορικής υφής, καθιστώντας τήν έτσι προσφιλέστερη στο κοινό. Επίσης είναι φθηνή, ελκυστική, μαζική, ευρείας κατανάλωσης, εύπεπτη, ψυχοτρόπα και ως εκ τούτου ευπώλητη. Απεναντίας, ο ορθολογισμός και η επιστήμη απευθύνονται σε εκλεκτό ακροατήριο με χαλύβδινο νου.

Όσοι έχουν χαμηλά διανοητικά στάνταρ και δίχως εκλεπτυσμένο ουρανίσκο, αρκούνται σε κάτι πρόχειρο για να κορέσουν τη διανοητική τους πείνα, και δεν ψάχνουν για εξεζητημένες γαστρονομικές απαιτήσεις. Τα ταχυφαγεία της μπουρδολογίας κάνουν χρυσές δουλειές σερβίροντας φθηνά, εύπεπτα και χορταστικά ιδεοπροϊόντα τα οποία όμως μακροπρόθεσμα προκαλούν αθηροσκλήρωση των εγκεφαλικών αρτηριών. Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς για ποιο λόγο εμφανίζουν τέτοια διάδοση οι πάσης φύσεως και προελεύσεως μπούρδες.

Υπάρχει λοιπόν μία αγορά μπουρδολογίας με πολλούς με παραγωγούς και καταναλωτές. Η ανορθολογικότητα συνιστά ένα εμπορεύσιμο αγαθό. Η καμπύλη ζήτησης απεικονίζει τη ποσότητα μπούρδας που το άτομο είναι πρόθυμο να καταναλώσει, συναρτήσει του κόστους. Όσο μικρότερο το κόστος της ανορθολογικότητας, τόσο υψηλότερη η ζήτηση.

Το χρηματιστήριο της μπουρδολογίας εμφανίζει υψηλή κεφαλαιοποίηση, ακριβώς διότι υπάρχει υψηλή ζήτηση και έντονο αγοραστικό ενδιαφέρον από μεριάς ενός αγοραστικού κοινού που είναι εθισμένο στην παραστατική εικόνα και στα εικονογραφημένα παραμύθια. Αν θέλουμε να μειώσουμε τη ζήτηση και τη κατανάλωση της ρυπαρής μπουρδολογίας, πρέπει να αυξήσουμε το κόστος της ανορθολογικότητας.

Ένας άστεγος δεν έχει την πολυτέλεια να πιστεύει σε στοιχειωμένα σπίτια κι όταν εξετάζεσαι για να μπεις στο πανεπιστήμιο δεν σε παίρνει να αραδιάζεις τις αντιεπιστημονικές ανοησίες του συρμού. Ακόμα κι ένας ρατσιστής που δεν θέλει ξένους στην χώρα του, δεν θα είχε πρόβλημα να προσλάβει έναν ταλαντούχο αλλοδαπό στην επιχείρησή του, αν ο εργαζόμενος έχει καλύτερο βιογραφικό από τους γηγενείς συνυποψηφίους του και μάλιστα αν τον συγκεκριμένο υποψήφιο τον προσέγγιζε και μια ανταγωνίστρια επιχείρηση.

Ιδού λοιπόν πως η εργαλειακή ωφελιμιστική ορθολογικότητα, έμφυτη σε κάθε ανθρώπινο ον, ωθεί το άτομο στο να σκέφτεται ορθολογικά και να ανασκευάσει τις λανθασμένες πλην όμως κοστοβόρες πεποιθήσεις του. Ιδού η πεφωτισμένη ιδιοτέλεια επί τω έργω, που ωθεί ημισυνειδητά το άτομο να πράττει το σωστό και το λογικό, ακόμα κι όταν ρέπει προς το αντίθετο. Το ερώτημα λοιπόν είναι, πώς αυξάνεται το κόστος του να είσαι ανορθολογικός!

Δημοφιλή