Η ευτυχία ως ειρηνική επανάσταση

Ανατρεπτικές «Βάκχες» του Ευριπίδη στο Ηρώδειο
.
.
Huffpost GR

Από την μεγάλη τριάδα των αρχαίων τραγικών ο τελευταίος χρονολογικά Ευρυπίδης δεν είναι ο πλέον μεταφυσικός/ευσεβής (αυτός ήταν σίγουρα ο Αισχύλος) ούτε ο πιο τραγικός (πιθανότατα ο Σοφοκλής) αλλά αναμφίβολα ο πιο ανθρωποκεντρικός, βαθύς και φιλοσοφικός ως προς το περιεχόμενο των έργων του και ο πλέον ποιητικός, σύνθετος μα και υπερβατικός στην τεχνική και το ύφος του. Η τραγωδία του «Βάκχες» είναι από αυτές που παίζονται συχνότερα καθώς, για να είμαστε ειλικρινείς, είναι από εκείνα τα κείμενα που στην θεατρική γλώσσα αποκαλούνται «αβανταδόρικα».

Μιλάμε για ένα έργο που για δεδομένα της εποχής του θα μπορούσε να θεωρηθεί ακόμα και...γκραν γκινιόλ καθώς στο επίκεντρο του βρίσκεται – έστω και διά της μεθόδου της αφήγησης – μια πράξη ανθρωποφαγίας, ακόμα απεχθέστερη μάλιστα καθώς είναι μια μητέρα που μαζί με μερικές άλλες γυναίκες κατασπαράσσει κυριολεκτικά τον γιο της, χωρίς το γεγονός ότι τελεί υπό θεϊκή μανία και δεν γνωρίζει ότι είναι εκείνος να αποτελεί ελαφρυντικό για αυτό.

Πέρα από αυτό καθώς είναι το τελευταίο έργο που έγραψε ο Ευρυπίδης (το ανέβασμα του μάλιστα επιμελήθηκε ένα χρόνο μετά τον θάνατο του, το 406 π/ Χ., ο γιος ή ο εγγονός του) είναι προφανώς το πιο ώριμο αλλά και το πλέον εξελιγμένο, πιθανόν το αποκορύφωμα της γραφής του. Ανάμεσα σε όσα το κάνουν να ξεχωρίζει είναι ότι σε αυτό ο τραγωδός που χρησιμοποίησε περισσότερο από κάθε άλλον το συγγραφικό και σκηνικό τέχνασμα του από μηχανής θεού προχωρεί σε ένα πολύ πιο τολμηρό βήμα. Στην ύστατη κατάθεση της δραματουργίας του ο Ευρυπίδης έφερε, για πρώτη φορά στα χρονικά της τραγωδίας ,τουλάχιστον με βάση τις σωζόμενες, έναν θεό, τον Διόνυσο, με ανθρώπινη μορφή στη σκηνή, καθιστώντας τον μάλιστα έναν από τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες του έργου.

Ολα αυτά, σε συνδυασμό με την σπάνια ομολογουμένως για τραγωδία, συνθετότητα της πλοκής κάνουν τις «Βάκχες» να προσφέρονται για πολλές και πολύ διαφορετικές μεταξύ τους «αναγνώσεις». Ο σκηνοθέτης της εν λόγω παράστασης Χρήστος Σουγάρης επέλεξε να βασίσει την δική του σε ένα στοιχεία του έργου που οι περισσότεροι ειδικοί τονίζουν ως το πλέον χαρακτηριστικό του, το ότι όλοι ανεξαιρέτως οι χαρακτήρες μεταμορφώνονται τουλάχιστον μια φορά.

Η δεύτερη παράμετρος που καθόρισε την προσέγγιση του είναι ότι οι δύο κεντρικοί ήρωες, ο Διόνυσος και ο βασιλιάς της Θήβας Πενθέας, είναι πολύ νέοι, κάτι που τον οδήγησε σε μια «παιδικότητα» ή μάλλον την αναζήτηση της, μαζί και με την αθωότητα που την συνοδεύει.

.
.
Huffpost GR

Η παιδικότητα αυτή εκφράζεται καταρχήν από το σκηνικό που επέλεξαν οι Αριστοτέλης Καρανάνος και Αλεξάνδρα Σιάφκου και δεν είναι παρά μια παλαιού τύπου παιδική χαρά με τις τραμπάλες, τις τσουλήθρες της κ.λπ. καθώς και με την συμμετοχή στον χορό ενός μικρού κοριτσιού. Πρόκειται όμως για μια «στοιχειωμένη», σχεδόν εφιαλτική παιδικότητα και για αυτό η παιδική χαρά είναι παρηκμασμένη ή μάλλον παρακμιακή, με τα παιχνίδια της σαπισμένα από τον χρόνο και τις καιρικές συνθήκες και αυτή η υπονόμευση της αθωότητας της παιδικής ηλικίας επιτείνεται ακόμα περισσότερο από τα κουστούμια, επίσης των Α. Καρανάνο και Α. Σιάφκου. Οι περισσότεροι/ες ηθοποιοί φορούν μάσκες κλόουν – οι οποίες προφανώς παραπέμπουν και στο συνεχώς παρόν στοιχεία της μεταμόρφωσης που προανέφερα – και ανάλογα ρούχα με το σύνολο να θυμίζει πάρα πολύ το βερολινέζικο καμπαρέ του μεσοπολέμου. Tόσο πολύ ώστε αν οι Βρετανοί Tiger Lillies δεν ήταν μουσικό συγκρότημα αλλά θίασος θα μπορούσες να τους φανταστείς πολύ εύκολα να υπογράφουν την συγκεκριμένη παράσταση καθώς χαρακτηρίζεται ακριβώς από το στοιχείο του κλόουν ως τρομαχτικής και όχι κωμικής φιγούρας το οποίο κυριαρχεί και στην σκηνική περσόνα εκείνων!

.
.
Huffpost GR

Μέσα σε αυτό το άκρως εντυπωσιακό οπτικό/εικαστικό πλαίσιο ο Χρήστος Σουγάρης, πατώντας στέρεα στην πιστή στο πρωτότυπο του Ευριπίδη αλλά και με μικρές μεν μα και καίριες «εκσυγχρονιστικές» παρεμβάσεις (όπως η ενσωμάτωση σε ένα σημείο ενός...ποιήματος της Κατερίνας Γώγου!) μετάφραση του Θεόδωρου Στεφανόπουλου, έστησε μια παράσταση με καταρχήν ασυνήθιστα για τραγωδία γρήγορο ρυθμό.

Αντίθετα με τις περισσότερες εκδοχές του έργου που δίνουν έμφαση στο τρομαχτικό και στη συνέχεια το μεταφυσικό/θεολογικό στοιχείο του άφησε το πρώτο στο οπτικό background και σχεδόν αγνόησε το δεύτερο. Εστίασε κατά κύριο λόγο στη σύγκρουση παλαιού και νέου, η Θήβα του είναι μα παρηκμασμένη, οπισθοδρομική και αρτηριοσκληρωτική κοινωνία η οποία αντιτάσσεται σε οτιδήποτε νέο και διαφορετικό. Διαμέσου αυτού αναδεικνύεται και το πολιτικό στοιχείο του έργου, ο Πενθέας προσπαθεί να υποτάξει και να σταματήσει τον Διόνυσο με την αυθαιρεσία και εντέλει την κατάχρηση της βασιλικής εξουσίας του, αυτή είναι η πραγματική ύβρις του για την οποία θα τιμωρηθεί τόσο φρικτά. Ολα τα υπόλοιπα πρόσωπα και πριν από όλα το τραγικότερο όλων, η μητέρα και νέμεση ταυτόχρονα του Πενθέα, η Αγαύη, δεν είναι παρά αθύρματα, πιόνια στο – επίσης πολιτικό στην βάση του - παιχνίδι που έχει σχεδιάσει εξαρχής με μαθηματική ακρίβεια ο Βάκχος.

Σε όλη την διάρκεια του έργο ο θεός παρουσιάζεται ως ακόλουθος του εαυτού του και αποκαλύπτεται, όχι μόνον ως Διόνυσος αλλά και...εξάδελφος του αντιπάλου του Πενθέα αφού η μητέρα του, η Σεμέλη, ήταν αδελφή της Αγαύης, μόνο στην καταληκτική σκηνή, αυτή του θριάμβου του. Σε αυτή τη σκηνή στην συγκεκριμένη παράσταση ο Διόνυσος δεν είναι καθόλου ο θεός των έκλυτων ηδονών, ούτε καν ο εκδικητής για τον άδικο θάνατο της μητέρας του. Αντίθετα παρουσιάζεται να έχει μια σχεδόν...απολλώνια (πολύ ενδιαφέρουσα αντιδιαστολή/ανατροπή) ηρεμία και αυτοκυριαρχία ως ο κομιστής του νέου, εκφραστής μιας νομοτέλειας που υπερβαίνει ανθρώπους τε και θεούς και μέρος της είναι να δώσει στους ανθρώπους, όλους τους ανθρώπους και όχι μόνο τους ηγεμόνες, διαμέσου των τελετών του το δικαίωμα στις λίγες στιγμές ευτυχίας που αναλογούν σε καθέναν και καθεμία. Παράλληλα με όλα αυτά όμως ο Χ. Σουγάρης, με την βοήθεια της μετάφρασης, προσέθεσε αρκετές κωμικές στιγμές, ένα μαύρο βέβαια χιούμορ που όμως λειτουργεί εκτονωτικά μέσα σε ένα τόσο «βαρύ» έργο.

.
.
Huffpost GR

Ο θίασος είναι αληθινά εκλεκτός, με σπουδαίους/ες ηθοποιούς να παίζουν μικρούς αλλά σημαντικούς ρόλους που άλλοι/ες πολύ πιθανόν δεν θα δέχονταν. Πιο χαρακτηριστικές τέτοιες περιπτώσεις η μεγάλη Ρούλα Πατεράκη στον «κόντρα» - για το έργο αλλά και για την ίδια – ρόλο της αλλοπαρμένης Γυναίκας, ο Μανώλης Μαυροματάκης ως δεύτερος αγγελιοφόρος, ο Δημήτρης Ήμελλος σαν Κάδμος και, σε μικρότερο βέβαια βαθμό καθώς η κορυφαία του χορού είναι σημαίνων παράγοντας του έργου, η Μυρτώ Αλικάκη. Οσον αφορά στους τρεις πρωταγωνιστικούς ρόλους επιβλητικός ο Διόνυσος του Γιώργου Κοψιδά, παραπαίοντας δεξιοτεχνικά ανάμεσα στο γκροτέσκο και το γελοίο ο τυφλωμένος από την εξουσία του Πενθέας του Στάθη Κόικα και υποδειγματικά έρμαιο μιας προδικασμένης μοίρας που δεν συλλαμβάνει καν η Αγαύη της Νίκης Σερέτη.

.
.
Huffpost GR

Καθοριστικής συμβολής στο τόσο υψηλό αποτέλεσμα της παράστασης είναι η μουσική του Στέφανου Κορκολή. Με κύρια εκφραστικά μέσα δύο πιάνα, ένα κανονικό και ένα προετοιμασμένο, ο συνθέτης και βιρτουόζος πιανίστας έγραψε μιαν επένδυση που αγγίζει τα όρια του άθλου καθώς με ρυθμούς που ακολουθούν απόλυτα το μέτρο του κειμένου και σύγχρονες, τολμηρές μελωδίες με ουκ ολίγα ατονικά στοιχεία μελοποίησε όχι μόνο τα χορικά αλλά και πολλά από τα μη αδόμενα σημεία του έργου με κορυφαία στιγμή την μετατροπή του μονόλογου του Διονύσου στο φινάλε σε αληθινό και εξαίρετο τραγούδι. Η παράσταση στο Ωδείον Ηρώδου Αττικού στις 3 Σεπτεμβρίου ήταν η μόνη στην οποία ο Στέφανος Κορκολής έπαιξε ζωντανά την μουσική του επί σκηνής προσδίδοντας στο δρώμενο μιαν δυναμική αλλά και μια πιο «γήινη» αίσθηση που πιθανότατα δεν έχει στις υπόλοιπες όπου ακούγεται ηχογραφημένη.

Συνολικά μια θαυμάσια, υψηλής αισθητικής, καινοτόμα και πολύ ενδιαφέρουσα παράσταση την οποία αξίζει πραγματικά να παρακολουθήσετε μιαν από τις λίγες ακόμα φορές που θα παρουσιαστεί. Αξίζει να σημειώσω τελειώνοντας ότι την παραγωγή δεν έχει αναλάβει κάποια εταιρεία ή επιχειρηματίας αλλά είναι εξολοκλήρου αυτοχρηματοδοτούμενη από τους συντελεστές της. Με αυτό το δεδομένο και με την ελάχιστη διαφήμιση που υπήρξε αν οι 1700 θεατές/ιες που παρακολούθησαν την παράσταση στο Ηρώδειο θα ήταν επίτευγμα για την προ κορωνοϊού εποχή στην συγκεκριμένη συγκυρία – που για την επιτρεπτή με βάση τις νέες συνθήκες χωρητικότητα του Ηρωδείου ήταν sold out – ο αριθμός αυτός είναι στην κυριολεξία αξιοθαύμαστος. Μια απόδειξη ότι, ακόμα και υπό δυσμενείς συνθήκες, το κοινό ανταμείβει τα πραγματικά αξιόλογα εγχειρήματα και ταυτόχρονα ίσως και η κατάδειξη της κατεύθυνσης την οποία καλό θα ήταν να ακολουθήσουν και άλλοι άνθρωποι του πολιτισμού στον πολύ δύσκολο για τον τελευταίο χειμώνα που έρχεται.

.
.
Huffpost GR

Δημοφιλή