Εμμανουέλα Δούση: Η αιολική ενέργεια μπορεί να αναβαθμίσει γεωπολιτικά την Ελλάδα

Πώς μπορούν τα υπεράκτια αιόλικα πάρκα να αντικαταστήσουν τις εξορύξεις υδρογονανθράκων.
Αιολικό πάρκο στην Ολλανδία
Αιολικό πάρκο στην Ολλανδία
Artur Debat via Getty Images

Ο πόλεμος στην Ουκρανία έφερε στο προσκήνιο το ζήτημα της ενεργειακής εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα με τρόπο πιο επιτακτικό από ποτέ. Η επιδείνωση της ενεργειακής κρίσης αμέσως μετά τη βίαιη εισβολή της Ρωσίας, οδήγησε τη δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα στην αναγκαιότητα επανεκκίνησης όλων των λιγνιτικών μονάδων και καθυστέρησης, αν όχι ματαίωσης, της απόφασης για απολιγνιτοποίηση προκειμένου να αντιμετωπιστεί η επαπειλούμενη έλλειψη τροφοδοσίας με ρωσικό αέριο. Η άποψη ότι οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας αποτελούν ισχυρή άμυνα της χώρας απέναντι στην πρωτοφανή ενεργειακή κρίση και ότι η Ελλάδα μπορεί να καταστεί πράσινος ενεργειακός κόμβος στη Μεσόγειο έμοιαζε εξωπραγματική.

Η πραγματικότητα ωστόσο διέψευσε τους δύσπιστους των ΑΠΕ που κάλυψαν για τους πρώτους δέκα μήνες του 2022, το 47% της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας. Την ίδια περίοδο η Ελλάδα κατόρθωσε να μειώσει δραστικά τόσο την κατανάλωση του ορυκτού αερίου (-18%) όσο και τις εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας (-20%), χωρίς να αυξήσει ουσιαστικά τη λιγνιτική της παραγωγή (+2%) συγκριτικά με την ίδια περίοδο του 2021, έτος κατά το οποίο η συνεισφορά του λιγνίτη βρέθηκε σε ιστορικό χαμηλό. Μεσούσης της ενεργειακής κρίσης και της συζήτησης για κυριαρχία των ορυκτών καυσίμων στο ενεργειακό μείγμα, το ελληνικό κοινοβούλιο ψήφισε, τον περασμένο Ιούλιο, τον νόμο 4964/2022 σχετικά με τη χωροθέτηση υπεράκτιων αιολικών πάρκων ανοίγοντας το δρόμο για την εγκατάσταση και λειτουργία τους στις ελληνικές θάλασσες.

Με αφορμή το κείμενο πολιτικής της Έδρας UNESCO για την Κλιματική Διπλωματία και του The Green Tank, σχετικά με τις εξορύξεις υδρογονανθράκων και τα υπεράκτια αιολικά η διευθύντρια της Έδρας και Καθηγήτρια Διεθνών Θεσμών του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης-ΕΚΠΑ, κα. Εμμανουέλα Δούση, μας μιλάει για το αδιέξοδο των εξορύξεων και το μέλλον της υπεράκτιας πράσινης ανάπτυξης.

.
.
.

- Κα. Δούση, ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης έχει δηλώσει ότι η αξιοποίηση των εθνικών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων με οικονομικό ενδιαφέρον (εφόσον βεβαίως αυτά εντοπιστούν) αποτελεί μια βιώσιμη προοπτική που αναβαθμίζει τη γεωστρατηγική σημασία της χώρας μας σε μια πολύ «ευαίσθητη» γειτονιά. Ποια είναι η άποψη σας;

Από την επανεκκίνηση των σεισμικών ερευνών για τον εντοπισμό εγχώριων υδρογονανθράκων παρατηρείται ένας διακομματικός ανταγωνισμός για την «πατρότητα/μητρότητα» του εγχειρήματος. Όποιος κι αν είχε την πρωτοβουλία, είναι γεγονός ότι η αρχική απόφαση για την παραχώρηση του δικαιώματος έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων είχε ληφθεί πριν από μια δεκαετία, σε μια άλλη, παρωχημένη εποχή. Τότε δεν υπήρχε ακόμα η Συμφωνία του Παρισιού ούτε η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία που έθεσαν νέους κλιματικούς στόχους.

Είναι συνεπώς ένα σχέδιο που έχει ξεπεραστεί από τις εξελίξεις. Η δε επιστήμη υποδεικνύει εμφατικά ότι η λύση για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης είναι η επίσπευση της απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα και η αντικατάσταση με ενεργειακές πηγές μηδενικών εκπομπών προκειμένου να συγκρατηθεί η υπερθέρμανση σε ανεκτά όρια.

Υπάρχουν ωστόσο ορισμένες φωνές που συνδέουν την εξόρυξη υδρογονανθράκων με την ενίσχυση της γεωπολιτικής θέσης της χώρας. Είναι πράγματι έτσι; Μήπως υπάρχει άλλος, καλύτερος τρόπος που θα μας βοηθήσει να παραμείνουμε συνεπείς στην πορεία της πράσινης μετάβασης, ενισχύοντας ταυτόχρονα τον γεωπολιτικό ρόλο της χώρας στην ευρύτερη περιοχή; Ναι, υπάρχει, και αυτός είναι η ανάπτυξη υπεράκτιων αιολικών πάρκων.

Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει η μελέτη μας, η οποία εξετάζει δύο βασικά ερωτήματα: πρώτον, αν η εξόρυξη υδρογονανθράκων αποτελεί βιώσιμη επιλογή σε σχέση με τους κλιματικούς στόχους που έχουν τεθεί σε διεθνές, ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο και αν έχει προστιθέμενη αξία από γεωπολιτική άποψη. Το δεύτερο ερώτημα είναι αν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις που μπορούν να αντικαταστήσουν το πρόγραμμα των εξορύξεων και ταυτόχρονα να κατευνάσουν τις γεωπολιτικές ανησυχίες.

Η μελέτη διαπιστώνει, μεταξύ άλλων, ότι η εξόρυξη ορυκτών καυσίμων είναι μία δραστηριότητα που δεν συνάδει πλέον με τον γενικότερο ευρωπαϊκό αλλά και τον ελληνικό σχεδιασμό για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και ιδίως με τον στόχο της κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050. Tόσο η επιστήμη όσο και το νέο διεθνές και ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο δεν επιτρέπουν την είσοδο σε νέο κύκλο αναζήτησης, παραγωγής και κατανάλωσης ορυκτών καυσίμων.

Η επίσπευση της απεξάρτησης από το ορυκτό αέριο στην ΕΕ-27 και της ευθυγράμμισης με τις επιταγές της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας θέτει εκ νέου και σε διαφορετική βάση το ερώτημα κατά πόσον οι προγραμματισμένες έρευνες για εξορύξεις υδρογονανθράκων στις ελληνικές θάλασσες φέρουν, ειδικά στη συγκεκριμένη συγκυρία, προστιθέμενη αξία. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω και ιδίως τους χρονικούς περιορισμούς που επιβάλλουν οι δεσμεύσεις της χώρας ως προς τη μετάβαση σε μια οικονομία μηδενικών εκπομπών, γεννώνται σοβαρά ερωτηματικά σχετικά με τη βιωσιμότητα μιας νέας επένδυσης σε ορυκτά καύσιμα.

Πρέπει να σημειωθεί ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ενεργειακή κρίση δεν αύξησαν το ενδιαφέρον για νέες επενδύσεις εξόρυξης ορυκτών καυσίμων. Αντίθετα, παρατηρείται μια στροφή από κράτη και μεγάλες εταιρείες σε πράσινες επενδύσεις, αλλάζοντας την πολιτική τους με γρηγορότερους από τον αρχικό σχεδιασμό ρυθμούς. Οι τάσεις δείχνουν ότι η πορεία της πράσινης ενεργειακής μετάβασης δεν περιλαμβάνει νέες επενδύσεις σε εξορύξεις υδρογονανθράκων, ιδιαίτερα σε θάλασσες με δύσκολη πρόσβαση και γεωπολιτικές εντάσεις.

Οι άνεμοι είναι περισσότερο ευνοϊκοί προς την κατεύθυνση της περαιτέρω ανάπτυξης των ΑΠΕ στις οποίες πρέπει πλέον να συμπεριληφθεί και η υπεράκτια αιολική ενέργεια. Η αιολική ενέργεια είναι ένας ανεξάντλητος ενεργειακός πόρος, ο οποίος εκτός από τα οικονομικά οφέλη της επένδυσης στη συγκεκριμένη επιλογή, θα αμβλύνει τον ανταγωνισμό μεταξύ των κρατών για τον αποκλειστικό έλεγχο των ενεργειακών πόρων, σε αντίθεση με τη λογική των εξορύξεων, η οποία συμβάλλει στην αποσταθεροποίηση στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.

- Τι δυνατότητες προσφέρουν οι ελληνικές θάλασσες για τη χωροθέτηση υπεράκτιων αιολικών πάρκων τόσο από άποψης αιολικής δυναμικής όσο από άποψης διεθνούς νομικής κάλυψης; Μια υπαναχώρηση της Ελλάδας από τις εξορύξεις υδρογονανθράκων στη θάλασσα θα μπορούσε να σημάνει απεμπόληση δικαιωμάτων ζωτικής σημασίας;

Το καθεστώς της υφαλοκρηπίδας (στην Ελλάδα εντός των οριοθετημένων περιοχών ή εντός της μέσης γραμμής) παρέχει τη δυνατότητα και νομική κάλυψη για την τοποθέτηση και λειτουργία υπεράκτιων αιολικών πάρκων σταθερής έδρασης, προσφέροντας την ίδια κατοχύρωση συμφερόντων όπως και στην περίπτωση εξόρυξης υδρογοναθράκων.

Το καθεστώς της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) -στην Ελλάδα εντός της κηρυχθείσας ΑΟΖ στην μερικώς οριοθετημένη με την Αίγυπτο περιοχή νοτίως της Κρήτης και της Ρόδου και εντός της ΑΟΖ που επίκειται να κηρυχθεί στην οριοθετημένη με την Ιταλία περιοχή του Ιονίου- παρέχει πλήρη προστασία των συμφερόντων της χώρας μας και των επενδυτών δεδομένου ότι καλύπτει πέρα από τα αιολικά πάρκα σταθερής έδρασης και την εγκατάσταση πλωτών αιολικών στα υπερκείμενα ύδατα. Οι εξορύξεις υδρογονανθράκων περιορίζονται μόνο στην αξιοποίηση του καθεστώτος της υφαλοκρηπίδας. Η εγκατάσταση υπεράκτιων αιολικών –είτε σταθερής έδρασης είτε πλωτών- μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα ώστε η Ελλάδα να επεκτείνει την άσκηση δικαιοδοσίας της επί των παρακείμενων υδάτων της με την κήρυξη ΑΟΖ και σε άλλες περιοχές.

Βεβαίως, η διαδικασία ανάπτυξης υπεράκτιων αιολικών σταθμών θα πρέπει να κινηθεί παράλληλα με την ανάπτυξη ενός πλήρους χωροταξικού σχεδιασμού που θα λαμβάνει υπόψη τις τεχνικές ανάγκες των θαλάσσιων ΑΠΕ, διασφαλίζοντας παράλληλα την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος και την αρμονική συνύπαρξη με άλλες δραστηριότητες, όπως η αλιεία, ο τουρισμός και η ναυσιπλοΐα.

Επίσης, στο πλαίσιο αυτό βαρύνουσα σημασία θα πρέπει να δοθεί και στον καθορισμό των διαδικασιών διασύνδεσης με το δίκτυο του Ελληνικού Συστήματος Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας, γεγονός που ενέχει δυσκολίες, ειδικά σε ό,τι αφορά τα μη διασυνδεδεμένα νησιά αλλά και το ζήτημα των υποθαλάσσιων καλωδίων, τα οποία αφενός είναι αναγκαία για την εγκατάσταση και λειτουργία των πλωτών αιολικών και αφετέρου αυξάνουν σημαντικά το κόστος.

Αναφορικά με το αιολικό δυναμικό των ελληνικών θαλασσών θα ήθελα να σημειώσω ότι, σύμφωνα με μελέτη που εκπονήθηκε από ερευνητές του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και η οποία λαμβάνει υπόψη στοιχεία του αιολικού δυναμικού από τις σχετικές έρευνες του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών, υπάρχει ευοίωνη προοπτική για την ανάπτυξη αιολικών πάρκων σε συγκεκριμένες περιοχές, λαμβάνοντας υπόψη μια σειρά κριτηρίων, όπως το αιολικό δυναμικό, το βάθος των υδάτων, τη σύνδεση με δίκτυο υψηλής τάσεως, τους περιορισμούς σε ότι αφορά άλλες χρήσεις και την οικονομική βιωσιμότητα του εγχειρήματος.

Τα μεγάλα βάθη των ελληνικών θαλασσών δεν φαίνεται να αποτελούν πλέον μεγάλο πρόβλημα λόγω των βελτιώσεων στην τεχνολογία των πλωτών ανεμογεννητριών και της μείωσης του κόστους τους, τόσο ως προς το τεχνολογικό κόστος όσο και σε ότι αφορά στη βελτίωση της ονομαστικής απόδοσης των συστημάτων. Πρέπει να σημειωθεί ότι σε αντίθεση με τους υδρογονάνθρακες, το θαλάσσιο αιολικό δυναμικό της χώρας, ειδικά στο Αιγαίο, είναι βεβαιωμένος ενεργειακός πόρος και όχι πιθανολογούμενος.

- Η τρέχουσα ενεργειακή κρίση ώθησε τα ευρωπαϊκά κράτη σε αγώνα δρόμου για αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων προς αντικατάσταση του ρώσικου φυσικού αερίου χωρίς, ωστόσο, να σημειωθεί ταυτόχρονα αύξηση του ενδιαφέροντος για νέες εξορύξεις υδρογονανθράκων. Γιατί εκτιμάτε ότι συνέβη αυτό;

Προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι τεράστιες προκλήσεις που δημιούργησε η κατάσταση στον ενεργειακό εφοδιασμό της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε την γρήγορη απεξάρτηση από τον ρωσικό παράγοντα σε συνδυασμό με την επίσπευση της πράσινης ενεργειακής μετάβασης, όπως αυτή έχει προγραμματιστεί στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας.

Ειδικότερα, ο στόχος του Σχεδίου REPowerEU, είναι να μειωθεί η εξάρτηση της ΕΕ-27 από το ρωσικό αέριο έως το τέλος του 2022 κατά τα δυο τρίτα (ήτοι κατά 100 δις κυβικά μέτρα). Το 60% της μείωσης θα προέλθει από την προμήθεια αερίου από άλλες πηγές( πχ. Αύξηση της εισαγωγής υγροποιημένου αερίου LNG και από άλλους αγωγούς εκτός Ρωσίας) ενώ το υπόλοιπο από την επίσπευση της ανάπτυξης των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή, της μείωσης της χρήσης ορυκτών καυσίμων, της παραγωγής βιομεθανίου και πράσινου υδρογόνου κ.α.

Οι ενέργειες αυτές σε συνδυασμό με την εφαρμογή των μέτρων “Fit for 55” σχετικά με την επίτευξη των κλιματικών στόχων αναμένεται ότι θα μειώσουν την ετήσια κατανάλωση αερίου κατά 30% έως το 2030.

Η Ελλάδα έχει ήδη μειώσει στο -19% την κατανάλωση αερίου (συνολικά για όλες τις χρήσεις) κατά το τρίμηνο Αυγούστου-Οκτωβρίου σε σχέση με τον μέσο όρο πενταετίας, υπερβαίνοντας κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες τον στόχο του -15% που έθεσε η ΕΕ για την περίοδο Αυγούστου 2022-Μαρτίου 2023. Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μαζί με τα μεγάλα υδροηλεκτρικά ξεπέρασαν για πρώτη φορά τα ορυκτά καύσιμα (ορυκτό αέριο και λιγνίτης) αθροιστικά τους πρώτους δέκα μήνες του έτους στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στο διασυνδεδεμένο σύστημα της χώρας (20186 GWh έναντι 19859 GWh). Στο διάστημα αυτό, ΑΠΕ μαζί με τα μεγάλα υδροηλεκτρικά κάλυψαν το 47.1% της ζήτησης αυξάνοντας το μερίδιο τους μέσα στη διάρκεια του τελευταίου έτους κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες. Το ορυκτό αέριο κάλυψε το 35.4% της ζήτησης – ποσοστό σημαντικά μικρότερο από αυτό της προηγούμενης χρονιάς – ενώ ο λιγνίτης παρέμεινε στα επίπεδα των δύο προηγούμενων ετών. Τέλος, οι καθαρές εισαγωγές κάλυψαν μόλις το 6.6% της ζήτησης της χώρας – το μικρότερο μερίδιο από το 2013.

Τα στοιχεία αυτά είναι ενθαρρυντικά και δείχνουν ότι μπορούμε να απεξαρτηθούμε από τα ορυκτά καύσιμα και να προχωρήσουμε την πράσινη ενεργειακή μετάβαση.

- Θεωρείτε ότι στην Ελλάδα είναι ευνοϊκό το τοπίο για τη χωροθέτηση υπεράκτιων αιολικών πάρκων; Εκτιμάτε ότι η κοινή γνώμη θα τα αποδεχτεί;

Η υπεράκτια αιολική ενέργεια θα είναι η σημαντικότερη πηγή ενέργειας στην Ευρώπη το 2040 αλλά και σε άλλες περιοχές του πλανήτη. Το γεγονός αυτό θα επηρεάσει τις τρέχουσες γεωπολιτικές ισορροπίες. Η ισχύς των κρατών θα αποσυνδεθεί από την πρόσβαση στα ορυκτά καύσιμα, ενώ κράτη που έχουν επενδύσει στις ΑΠΕ θα αναβαθμιστούν γεωπολιτικά λόγω της απεξάρτησης της οικονομίας τους από τις εισαγωγές ορυκτών καυσίμων. Η Ελλάδα μπορεί να καταστεί πρωτοπόρος σε μια νέα ενεργειακή αγορά η οποία φαίνεται ότι αναπτύσσεται ραγδαία. Ταυτόχρονα θα εξασφαλίσει πράσινη ενεργειακή αυτάρκεια ώστε να προλάβει την επόμενη κρίση.

Στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού στόχου αύξησης της θαλάσσιας αιολικής ισχύος, η Ελλάδα θα πρέπει να επιταχύνει τις διαδικασίες. Μέχρι στιγμής, μολονότι η χωροθέτηση υπεράκτιων αιολικών πάρκων προβλέπεται από την ελληνική νομοθεσία από το 2008, δεν έχει πραγματοποιηθεί καμία τέτοιου είδους επένδυση. Και αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι οι ανεμογεννήτριες έχουν τεθεί υπό διωγμό, επικρατεί μια τρόπον τινα δαιμονοποίησή τους. Σύμφωνα με έρευνα κοινής γνώμης που πραγματοποιήθηκε πριν από μερικούς μήνες, οι Έλληνες ανησυχούν μεν αλλά αδυνατούν να κατανοήσουν ή νομίζουν ότι κατανοούν την κλιματική αλλαγή και τις πολιτικές για τον μετριασμό και την προσαρμογή σε αυτήν. Και τούτο αναδεικνύει ένα έλλειμμα ουσιαστικής επικοινωνίας ανάμεσα στην επιστήμη, την πολιτεία και την κοινωνία.

Παρ’ όλων των τιθέμενων στόχων και του υψηλού δυναμικού που παρουσιάζουν οι ελληνικές θάλασσες, η ρύθμιση των υπεράκτιων αιολικών πάρκων έλαβε χώρα πολύ πρόσφατα με την ψήφιση του νόμου Ν. 4964/2022 στις 28 Ιουλίου 2022. Η ανάγκη θέσπισης ενός ολοκληρωμένου νομοθετικού πλαισίου στην Ελλάδα ήταν επιτακτική καθότι οι όποιες απόπειρες είχαν γίνει κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών όταν διάσπαρτες, ασαφείς και ελλιπείς, ενώ το μέχρι πρότινος υφιστάμενο πλαίσιο ιδιαιτέρως προβληματικό και χρονοβόρο. Με την εφαρμογή του νέου πλαισίου καθίσταται εφικτή η εγκατάσταση και λειτουργία υπεράκτιων αιολικών σταθμών.

Ο πρόσφατος νόμος φιλοδοξεί να καλύψει το κενό και να αποτελέσει το απαραίτητο βήμα για την ανάπτυξη υπεράκτιων αιολικών πάρκων. Χρειάζεται όμως παράλληλα να ενημερωθεί η κοινή γνώμη για τα πλεονεκτήματα αυτής της λύσης έναντι της αναζήτησης νέων πηγών ορυκτών καυσίμων.

Δημοφιλή