Μόνη πατρίδα, τα παιδικά μας χρόνια

Έκθεση αφιερωμένη στον ζωγράφο Γιάννη Μιχαηλίδη συνεχίζεται και τον Σεπτέμβριο στο Μουσείο Ναυτικής και Πολιτιστικής Παράδοσης Σκιάθου.
Εξωτερική όψη του παλιού σχολείου. Στα παράθυρα προβάλλεται η θάλασσα του ζωγράφου, λίγα μέτρα από τα νερά της Σκιάθου.
Εξωτερική όψη του παλιού σχολείου. Στα παράθυρα προβάλλεται η θάλασσα του ζωγράφου, λίγα μέτρα από τα νερά της Σκιάθου.
Picasa

Γραμμένος το 1991 από τον Νίκο Χουλιαρά για τον φίλο του Γιάννη Μιχαηλίδη, ο τίτλος του σημειώματος μοιράστηκε σε τόσες σελίδες ώσπου πέρασε στο σώμα της πόλης και τελικά, έγινε «μνήμα» κοινό, σύνθημα στους τοίχους της εγχώριας αστικής μυθολογίας. Κάτι τέτοια πρέπει να διασκέδαζαν τον Μιχαηλίδη που πρωτοείδε στις σκισμένες αφίσες και στα φθαρμένα γκράφιτι του αθηναϊκού κέντρου, αξία εικαστική, μια γλώσσα που μπορούσε να μοιραστεί εκ νέου με τον κόσμο.

Περισσότερο από κάθε αναφορά βιογραφικού ή τεχνοκριτικού χαρακτήρα, το σύνθημα αυτό ξαναβρίσκει το πρόσωπο που το ενέπνευσε για να αποδώσει το πνεύμα της πρώτης μετά τον θάνατο του Μιχαηλίδη έκθεσης, στο Μπούρτζι της γενέτειρας Σκιάθου. Στο ιστορικό σχολείο του νησιού, επάνω σε μια νησίδα απόδρασης που παραπέμπει στον Τομ Σόγιερ, ο ζωγράφος πρωτοέμαθε γραφή.

Εξωτερική όψη του παλιού σχολείου. Στα παράθυρα προβάλλεται η θάλασσα του ζωγράφου, λίγα μέτρα από τα νερά της Σκιάθου.
Εξωτερική όψη του παλιού σχολείου. Στα παράθυρα προβάλλεται η θάλασσα του ζωγράφου, λίγα μέτρα από τα νερά της Σκιάθου.
Picasa

Ως μια εισαγωγή, λοιπόν, στο ιδίωμα του καλλιτέχνη στήθηκε το εικαστικό αφιέρωμα, φέρνοντας τα έργα του – τις «θάλασσες» και τις «σκουριές» - σε διάλογο με το Ναυτικό Μουσείο που δημιούργησε ο καπετάνιος Γιάννης Παρίσης, «ο παιδιόθεν», όπως αποκαλούσε ο Μιχαηλίδης, φίλος από τα σχολικά έδρανα.

Εκεί, μπορεί ο επισκέπτης να εντοπίσει το αλφαβητάρι του δημιουργού. Ανάμεσα στα σύνεργα της τέχνης των ξυλομαραγκών στα παλιά ναυπηγεία του νησιού, σώζεται σε φωτογραφία ο μάστορας - παππούς του Μιχαηλίδη. Πέρα από τη φυσική τους ομοιότητα, ο ζωγράφος ξανοίχτηκε κι αυτός στη θάλασσα της δημιουργίας και υπήρξε με τον τρόπο του ένας χειρώνακτας δημιουργός που απολάμβανε ως το τέλος, τις μυρωδιές από τα υλικά, την ανακάλυψη των τεχνικών και το παιχνίδι των χρωμάτων επάνω στον πάγκο.

Σε μια συζήτηση που είχε με την εμβληματική οικοδέσποινα της ελληνικής Τέχνης, Τζούλια Δημακοπούλου, ο Μιχαηλίδης δείχνει με αστραφτερή σαφήνεια τις τεχνοτροπικές του συγγένειες με τους παλιούς ναυπηγούς:

«Ας πούμε ότι βρίσκεσαι σ’ ένα ταρσανά. Από τη μια μεριά βλέπεις ότι η φύση διαμορφώνει το περιβάλλον, τη φθορά, κι από την άλλη ό άνθρωπος με τυχαίες χειρονομίες έχει φτιάξει πράγματα τα όποια εσύ έρχεσαι μετά να αποδεχτείς μέσα στο έργο σου. Δηλαδή μια τυχαία πινελιά που ’χει κάνει ένας μάστορας για να δοκιμάσει ένα χρώμα ή να στεγνώσει το πινέλο του, είναι μια φόρμα καταξιωμένη και αποδεκτή από εμάς. Λοιπόν εγώ όταν δουλεύω, δεν έχω τη δουλειά άλλων ζωγράφων σαν πρότυπο. Μπορεί να θαυμάζω τη δουλειά άλλων καλλιτεχνών, αλλά σαν πρότυπο έχω μια χειρονομία που έκανε κάποιος τεχνίτης την ώρα της δουλειάς».

Στο ίδιο κείμενο εξηγεί τις εικονογραφικές του καταβολές που άφησαν το ίχνος τους βαθύ σε μια καλλιτεχνική παραγωγή 50 χρόνων:

«Από την αρχή με απασχολούσαν, έρημοι και εγκαταλελειμμένοι χώροι, πεταμένα αντικείμενα. Θυμάσαι τη σειρά από τις πόρτες και τα παράθυρα των παλιών σπιτιών της Σκιάθου, ή τα εγκαταλελειμμένα καΐκια στους ταρσανάδες · πάντα είχα σαν πρότυπα αντικείμενα που είχαν τα ίχνη μιας περασμένης ζωής. Αυτό για μένα είναι το πιο συγκινητικό μέρος γιατί παρόλο που μέσα στα έργα μου δεν υπάρχει η ζωντανή παρουσία του ανθρώπου να κινείται και να δρα, εγώ έχω τα ίχνη ζωής που αυτός ο άνθρωπος άφησε. Στη δική μου δουλειά λείπει η φιγούρα, αλλά αφήνει τα ίχνη της. Παρά την απουσία της φιγούρας, είναι έντονη η παρουσία του ανθρώπου μ’ έναν άλλο τρόπο».

Ο Μιχαηλίδης γεννήθηκε στη Σκιάθο το 1940 και πολύ νέος ορφάνεψε από πατέρα. Έτσι, η οικογένεια σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής άφησε το νησί αρχικά για τον Βόλο ως το 1958, οπότε και εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα.

Πολύ πριν την ενηλικίωση είχε ήδη ξεκινήσει να ζωγραφίζει, αναζητώντας την προσωπική του έκφραση με κύριο ερέθισμα τις μνήμες του από τη Σκιάθο. Είναι εντυπωσιακό πως από τα 16 του χρόνια δήλωσε στην αστυνομική του ταυτότητα «επάγγελμα ζωγράφος», ενώ υπήρξε αυτοδίδακτος και ανεξάρτητος από μαθητείες σε καθιερωμένα εργαστήρια. Τα πρώτα του θέματα, η θάλασσα και ο χώρος του ταρσανά που του ήταν οικείος, επανέρχονται και στη μετέπειτα πορεία της ζωγραφικής του, ως άμεσες ή έμμεσες αναφορές στο τοπίο του Αιγαίου.

Βότσαλα 2019 Μικτή τεχνική σε χαρτί, επικολλημένο σε MDF, 14x13x1,5 εκ.
Βότσαλα 2019 Μικτή τεχνική σε χαρτί, επικολλημένο σε MDF, 14x13x1,5 εκ.
.

Από το 1964 και για μία δεκαετία εργάστηκε στον Τύπο και η σπουδή αυτή τον εξοικείωσε με το χαρτί και τις τεχνικές του. Τα κομμένα, επιζωγραφισμένα σπατουλαρισμένα κομμάτια χαρτί, πέρασαν στην τέχνη του με τρόπο φυσικό. Εκτός από το χαρτί, τα μελάνια και οι τέμπερες έγιναν τα προσφιλή του υλικά, τα οποία χρησιμοποίησε ποικιλοτρόπως. Πότε με μεγάλες ελεύθερες χειρονομίες πότε με ψιλοκέντημα, πειραματιζόταν αδιάκοπα μέχρι να γίνει απόλυτος κύριος των μέσων του, γνώστης των υλικών και της συμπεριφοράς τους, να τα καθοδηγήσει ώστε να αποδώσουν τις εικόνες που του αποκαλύπτονταν.

Μαύρη θάλασσα, Μνήμη 1974, Σκκιάθος, 2008-10, ακρυλικό, 186Χ150
Μαύρη θάλασσα, Μνήμη 1974, Σκκιάθος, 2008-10, ακρυλικό, 186Χ150
.

Με την επικόλληση ζωγραφισμένων κομματιών χαρτιού, με εμφανή σκισίματα και επικαλύψεις, δημιούργησε παλλόμενες χρωματικές επιφάνειες, που αναδεικνύουν τα οπτικά στοιχεία μέσα από την υφή του υλικού. Τα θέματά του, τόσο τα θαλασσινά τοπία όσο και οι εικόνες αντικειμένων ή οι σκηνές από τον αστικό χώρο, συνδέονται με προσωπικές βιωμένες εμπειρίες, που μερικές φορές καταγράφονται φωτογραφικά και αποδίδονται συνήθως υπαινικτικά ή αφαιρετικά, παραμένοντας σε μεγάλο βαθμό αναγνωρίσιμα.

Στην τελευταία χρονολογικά σειρά των έργων με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Scrap», ο Μιχαηλίδης εστίασε στην σκουριασμένη επιφάνεια ενός αχρηστευμένου μηχανήματος, που κάποτε ήταν χρήσιμο στην παραγωγή, ώστε να μεταφέρει αυτή τη μνήμη και την οξείδωσή του πάνω στο ζωγραφισμένο χαρτί.

Scrap 2012 ακρυλικό σε χαρτί 140x90 εκ. (2)
Scrap 2012 ακρυλικό σε χαρτί 140x90 εκ. (2)
NEREUS PUBLISHERS

Την έννοια της ανακύκλωσης ο Μιχαηλίδης δεν χρησιμοποίησε ως έννοια του συρμού, αλλά τη μετέφερε στο έργο του οργανικά σε άμεση σχέση με το εργαστήριο.

«Τη νεκρή φύση οι ζωγράφοι την αναπαριστούμε σαν μια σύνθεση φρούτων σε ένα τραπέζι λογου χάρη, με τρόπο που δηλώνουμε πως όλα στη ζωή έχουν ένα τέλος. Σκέφτηκα πως όταν μιλάμε για νεκρή φύση όμως, μπορούμε να επεκταθούμε και στα βιομηχανικά προϊόντα. Έχουμε μια λαμαρίνα που έχει ολοκληρώσει τον κύκλο της, έχει οξειδωθεί και οδηγείται στην διάλυση», εξηγούσε ο ίδιος.

Ο Γιάννης Μιχαηλίδης είδε την Τέχνη προτού μάθει για την Τέχνη. Δεν έγινε εραστής εκ του εγχειριδίου, ούτε προχώρησε σε ερωτικές σχέσεις με την Τέχνη έχοντας γνώσεις. Ακόμη και όταν πέρασαν τα χρόνια και τα μάτια του έγιναν μικρά καβούρια πάνω στην άμμο της Τέχνης, απολάμβανε να ψηλαφίζει το κορμί του έργου, να χαϊδεύει τα μέλη του, ανακαλύπτοντας με τα ίδια του τα χέρια την απήχησή του εντός του. Ο ομότεχνος Νίκος Χουλιαράς είχε επισημάνει σωστά την αξία του εργαστηρίου στη ζωγραφική πράξη του φίλου του, ονομάζοντάς το «βαθυσκάφος, που με αυτό ταξιδεύει τις νύχτες».

Από τη σειρά χάρτες του Γιάννη Μιχαηλίδη
Από τη σειρά χάρτες του Γιάννη Μιχαηλίδη
.

Στο βαθυσκάφος ο Μιχαηλίδης επέστρεφε στη Σκιάθο του, στον γενέθλιο τόπο. Ο τόπος της φαντασίας του είναι ο τόπος της τέχνης του, που δεν είναι ου-τοπικός, αλλά εν-τόπιος. Ένας τόπος που είναι φανταστικός και υπαρκτός ακριβώς επειδή κάθε στιγμή μπορεί να μεταμορφώνεται – με τα μάτια του και την τέχνη του – σε μια εκθαμβωτική μαγική εικόνα.

Στα έργα του Γιάννη Μιχαηλίδη υπάρχει με τρόπο μοναδικό αυτό το αδιαίρετο στοιχείο που συνδέει τον τοπογραφικό προσδιορισμό με την υπέρβασή του, την αίσθηση της εντοπιότητας με τη λυρική της διάχυση. Εκφραστικότητα και απλότητα, μάχη με το υλικό αλλά και νηφάλια, γερά δομημένη αισθητική ταυτότητα που οδηγεί σε έναν κόσμο λαμπρής χρωματικής αλχημείας. Ακριβής παρατήρηση και βαθιά γνώση του εαυτού, βαθιά σχέση οικειότητας και αγάπης με ό,τι τον περιβάλλει και στέρεη καλλιτεχνική συνείδηση και αυτογνωσία, είναι κάποια από τα εφόδια που κέρδισε ο ζωγράφος στην καλλιτεχνική του οικοσκευή από τα μακρινά ταξίδια στον τόπο του.

Εξωτερική όψη του παλιού σχολείου. Στα παράθυρα προβάλλεται η θάλασσα του ζωγράφου, λίγα μέτρα από τα νερά της Σκιάθου.
Εξωτερική όψη του παλιού σχολείου. Στα παράθυρα προβάλλεται η θάλασσα του ζωγράφου, λίγα μέτρα από τα νερά της Σκιάθου.
.

Ο Γιάννης Μιχαηλίδης είναι δημιούργημα της Σκιάθου. Έζησε πολύ λιγότερο από όσο θα ήθελε στο νησί, και μ΄ όλα ταύτα έζησε πολύ και σε βάθος, πράγματα πολλά και σπάνια. Οι αναμνήσεις είναι μια παραπλάνηση, μια απεμπόληση του αληθινού. Κι όμως η ένταση της στιγμής άφησε εκχυλίσματα που μας πείθουν για έναν κόσμο υπαρκτό· γι’ αυτό λέμε ότι τα έργα της Σκιάθου από τον Μιχαηλίδη παρουσιάζονται ενώπιόν μας ως χάρτες.

Ο Γιάννης Μιχαηλίδης
Ο Γιάννης Μιχαηλίδης
.

Παρόλο που τον γνώρισα μεγάλο στα χρόνια, θα ήθελα να βλέπω τον Γιάννη στη σχολική αίθουσα σαν ένα παιδί που ανακάλυψε ένα παρατημένο κουτί με κραγιόνια, και βάφει ότι βρει μπρος του. Ένα παιδί που δεν θέλει να κάνει πιο όμορφο τον κόσμο του, αλλά που νιώθει ευχαριστημένο να τον φτιάχνει. Αυτό με έκανε να αγαπήσω την τέχνη του Μιχαηλίδη: είδε τη θάλασσα, βουτήχτηκε η ψυχή του στο αίμα κοιτώντας την.

Η έκθεση «Σκιάθος» του Γιάννη Μιχαηλίδη διοργανώνεται από την ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΑΜΚΕ και τον Δήμο Σκιάθου / ΔΟΑΠΝ και διαρκεί έως το Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου 2023.

Δημοφιλή