Ντοκιμαντέρ, χειραγώγηση και προπαγάνδα

Μια σύντομη ανάλυση για τα ντοκιμαντέρ, ιδίως όταν αυτά σχετίζονται με το μεταναστευτικό.
Φωτογραφία αρχείου
Φωτογραφία αρχείου
Joel Carillet via Getty Images

Με αφορμή το 25ο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης τον Μάρτιο 2023, θα ήθελα να παρουσιάσω μια ανάλυση όσον αφορά το είδος των ταινιών που ονομάζουμε ντοκιμαντέρ.

Σύμφωνα με τον Siegfried Kraucer στο βιβλίου του “Θεωρία του κινηματογράφου. Η απελευθέρωση της φυσικής πραγματικότητας”, ένα ντοκιμαντέρ θα πρέπει να ανταποκρίνεται στην αλήθεια, και δεν είναι η αλήθεια το καλύτερο όπλο προπαγάνδας;

Η εξέλιξη των μέσων επικοινωνίας κατά τον 18ο και19ο αιώνα είχε αποτέλεσμα και την αλλαγή στον τρόπο που επικοινωνούσε η κοινωνία όσον αφορά θέματα κειμένου και εικόνας.

Ταυτόχρονα, μια πνευματική και πολιτισμική αλλαγή έλαβε χώρα μέσα στην κοινωνία τον 20ο αιώνα, η οποία συνδέθηκε άμεσα με την ανακάλυψη της φωτογραφίας και των κινούμενων εικόνων (ταινία).

Το σύνθημα του 25ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης ήταν: «To perceive and register as being significant, and watch carefully and attentively.(Να αντιλαμβάνομαι και να καταγράφω την πραγματικότητα ως κάτι σημαντικό, και να την παρακολουθώ με προσοχή και προσήλωση)». Ο Σουηδός καλλιτέχνης Daniel Engeus σχεδίασε γι’ αυτό το λόγο μια ανθρώπινη καρδιά με ορθάνοιχτο μάτι. Εννοούσε, φυσικά, ότι η πραγματικότητα και οτιδήποτε αόρατο γίνονται ορατά μέσω του ματιού αυτού που τα παρατηρεί. Ταινίες που συνδέονται με το πνεύμα της παρατήρησης και το πνεύμα του κινηματογραφιστή μετέφεραν τον θεατή στους χώρους των γυρισμάτων και τον συνεπήραν.

Δημιουργήθηκε ένας κοινός τόπος όπου συναντήθηκαν αυτοί οι δύο. Τέτοιες ταινίες ήταν επί παραδείγματι η «Ζάκρος» του Φίλιππου Κουτσάφη ή οι ταινίες του Σταύρου Ψυλλάκη. (Υπήρξε ειδικό αφιέρωμα στον Σταύρο Ψυλλάκη κατά την διάρκεια του Φεστιβάλ). Τα ντοκιμαντέρ ανήκουν στο είδος ταινιών που αναφέρονται σε αληθινά γεγονότα. Μεταφέρουν επομένως άμεσα ένα μη φανταστικό γεγονός και παρουσιάζουν στο θεατή έναν πραγματικό κόσμο μέσα από το μάτι της κάμερας και του κινηματογραφιστή.

Στη σημερινή εποχή, όπου η τεχνολογία έχει κάνει μεγάλες προόδους, οι κινούμενες εικόνες που αποτυπώνουν μια πραγματικότητα μπορούν να καταλήξουν σε μια υπέροχη σύνθεση μέσω της εικόνας, της επεξεργασίας, των σχεδίων, της φωνής, της μουσικής και της ερμηνείας. Ο θεατής μπορεί να ταυτιστεί με τον πρωταγωνιστή και να νιώσει συμπάθεια, ενσυναίσθηση και θαυμασμό, αλλά και απέχθεια ή θυμό.

Η παρατήρηση και η αξιολόγηση της πραγματικότητας στον κινηματογράφο, ειδικά σε μέρη όπου επικρατούν εμπόλεμες καταστάσεις, θέματα που έχουν ένα συνταρακτικό πολιτικό φόντο και προβάλλονται σε κινηματογραφικά φεστιβάλ με διεθνή χαρακτήρα, πρέπει να εξεταστούν από ειδική οπτική γωνία. Ο λόγος; Διότι υπόκεινται στην προσπάθεια προπαγάνδας και χειραγώγησης.

Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο κινηματογραφιστής μπορεί να επιλέξει και να παρουσιάσει αυτό που έχει επιλέξει σύμφωνα με τη δική του οπτική γωνία. Μπορεί να επεξεργαστεί, να ρετουσάρει και να μοντάρει το υλικό έτσι ώστε να κατευθύνει και να χειραγωγήσει τον θεατή. Η τεχνική μπορεί να υποδείξει με πειστικότητα ότι η μεταφορά της πραγματικότητας έγινε με ειλικρίνεια και αντικειμενικότητα, ακόμη και όταν αυτό δεν ισχύει. Η ταινία «Οn Displacement» του Khaled Jarrar, η οποία προβλήθηκε επίσης στο πλαίσιο του φεστιβάλ, κινήθηκε προς αυτή την κατεύθυνση. Γιατί; Ιδού οι πληροφορίες σχετικά με την ταινία από το υλικό του φεστιβάλ:

Οι ειδήσεις κατακλύζουν τα μέσα ενημέρωσης για σκάφη γεμάτα με κόσμο που τρέπεται σε φυγή και για τους καταυλισμούς στους οποίους φιλοξενούνται. Αλλά ποιος γνωρίζει πραγματικά την κατάσταση αυτών των ανθρώπων; Ο Khaled ακολουθεί μια οικογένεια από την Παλαιστίνη στη Γερμανία και καταγράφει την οδύσσεια τους.

Πρώτον, ο σκηνοθέτης και κινηματογραφιστής ήταν άνθρωπος ασφαλείας από το στενό περιβάλλον του Jassin Arafat και μπορούμε να συμπεράνουμε ότι είναι πολύ γνωστός στον αραβικό κόσμο και ότι γνωρίζει καλά τους μοχλούς που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την επίτευξη του στόχου του.

Δεύτερον, η χρηματοδότηση της ταινίας έγινε κυρίως από αραβικές χώρες και ιδρύματα, συγκεκριμένα από το κράτος του Κατάρ.

Ο σκηνοθέτης παρουσιάζει μια ομάδα ανθρώπων που ήρθαν από τη Συρία μέσω Τουρκίας στην Ελλάδα και μέσω των Βαλκανίων στη Γερμανία. Πρόκειται για μια ηλικιωμένη γυναίκα, ένα ζευγάρι και παιδιά. Οι θεατές ακούνε μια γυναικεία φωνή που καλεί σε βοήθεια (στο τηλέφωνο) γιατί φέρεται να έχει τρυπήσει το σκάφος τους η ελληνική συνοριακή αστυνομία και το σκάφος είναι έτοιμο να βυθιστεί. «Βυθιζόμαστε...» ουρλιάζει η γυναίκα.

Το πώς προέκυψαν οι ηχογραφήσεις, με ένα σκάφος που βυθίζεται και αν είναι σωστές οι κατηγορίες σε βάρος των Ελλήνων συνοριοφυλάκων, δεν μπορεί να επαληθευτεί, ειδικά από τη στιγμή που η ίδια γυναίκα προσπάθησε να δραπετεύσει ξανά και αυτή τη φορά έφτασε με επιτυχία στη Μυτιλήνη.

Ο σκηνοθέτης πληρώθηκε για το φιλμ και πιθανότατα και όλη η ομάδα την οποία συνόδευε με την κάμερα. Δεν ήταν μόνο σύνοδός αλλά ο ίδιος οδήγησε την ομάδα πέρα από τα σύνορα. Γνώριζε τη διαδρομή επί τουρκικού εδάφους, ήξερε την κατάσταση στη Μυτιλήνη και την Αθήνα. Ήξερε πώς ήταν οργανωμένη η διαδρομή με το λεωφορείο και τι πορεία θα ακολουθούσε η απόδραση πέρα από τα ελληνικά σύνορα. Δίνει ακριβείς οδηγίες στην ομάδα.

Η ηλικιωμένη γυναίκα της οικογένειας των Σύριων μεταφέρεται ακόμη και με αναπηρικό καροτσάκι στην περιοχή και ειδικά στην Ουγγαρία. Φυσικά, οι συνθήκες στους υπερπλήρεις καταυλισμούς παρουσιάζονται άθλιες και τα παράπονα για την κακή στέγαση και το κακό φαγητό ακούγονται έντονα στην ταινία.

Ένας νεαρός όμως λέει την ίδια στιγμή, «τα αδέρφια μας οι Άραβες δεν μας θέλουν, θέλουμε να πάμε στη Γερμανία». Η ηλικιωμένη γυναίκα το επιβεβαιώνει και λέει ”και μια μέρα θα πάμε πίσω στη Ναζαρέτ και αν θέλει ο Θεός στο Ελ Κουτς”. (Ιερουσαλήμ)». Η οικογένεια ζούσε στη Συρία από το 1974. Ήταν πρόσφυγες από την Παλαιστίνη. Όλοι λένε «θέλουμε να πάμε στη Γερμανία». Αυτό ήταν αποκλειστικά δική τους επιλογή. Η Γερμανία. Η ταινία τελειώνει με τους Γερμανούς να υποδέχονται τους φιλοξενούμενους στο σιδηροδρομικό σταθμό και με το χαρούμενο παιδί με τον οπερατέρ.

Αυτή η ταινία είναι μια ζωντανή μαρτυρία ότι οι μεταφορές και οι μετακινήσεις οργανώνονται και χρηματοδοτούνται από ανθρώπους. Τα μέλη της οικογένειας τόνισαν επανειλημμένα ότι ήταν επιλογή τους. Ήθελαν να πάνε στη Γερμανία. Όλες οι άλλες χώρες στις οποίες μπήκαν παράνομα ήταν κακές, ειδικά η Ουγγαρία απεικονίζεται ως άθλια. Η ταινία είναι απόδειξη του γεγονότος ότι το λαθρεμπόριο οργανώνεται και χρηματοδοτείται από ανθρώπους. Ο ανθρώπινος πόνος γίνεται όργανο προπαγάνδας εναντίον των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, με εξαίρεση τη Γερμανία.

Μια προπαγάνδα που χρηματοδοτείται από κονδύλια του Κατάρ και άλλων αραβικών κρατών. Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κάθε άτομο που διακινεί άτομα πέρα από τα σύνορα μιας χώρας χωρίς να υπάρχει άδεια διαμονής διαπράττει ποινικό αδίκημα.

Η κινηματογραφική αισθητική αυτής της ταινίας υπέβαλλε έμμεσες συναισθηματικές κατευθύνσεις στο θεατή, έτσι ώστε η πραγματική ιδεολογική στρέβλωση και οι στόχοι της ταινίας να απαλύνονται μέσω της εργαλειοποίησης του ανθρώπινου πόνου. Η συναισθηματική διέγερση μέσω των κινούμενων εικόνων είχε ως στόχο: «ο θεατής να γίνει αληθινό μέλος αυτής της οικογένειας», δηλαδή την ταύτιση του θεατή με την οικογένεια ώστε να νιώσει ψυχολογική συγγένεια.

Τα ντοκιμαντέρ έχουν άμεση σχέση με την ιδεολογία του κινηματογραφιστή. Ως εκ τούτου, οι ταινίες που προέρχονται από εμπόλεμες ζώνες πρέπει γενικά να αντιμετωπίζονται με κριτικό μάτι, διότι είναι πιθανό να υποκρύπτεται στο βάθος τους η διάθεση χειραγώγησης και προπαγάνδας.

Δημοφιλή