Ο συνταγματολόγος Νίκος Αλιβιζάτος εξηγεί τι επιτρέπεται να πράξει ο ΠτΔ στο θέμα της συμφωνίας για το Σκοπιανό, τι όχι και ποιες οι συνέπειες

Ο συνταγματολόγος Νίκος Αλιβιζάτος εξηγεί τι επιτρέπεται να πράξει ο ΠτΔ στο θέμα της συμφωνίας για το Σκοπιανό, τι όχι και ποιες οι συνέπειες
sooc

«Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν δικαιούται να έχει άποψη για ζητήματα που ανήκουν στην αρμοδιότητα της εξωτερικής πολιτικής, η οποία ανήκει στην κυβέρνηση» τονίζει σε συνέντευξή του στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Νίκος Αλιβιζάτος και εξηγεί ότι βέβαια κανείς δεν μπορεί να αξιώσει από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να βάλει την υπογραφή του κάτω από τον κυρωτικό νόμο που κυρώνει μια σύμβαση την οποία ο ίδιος θεωρεί προδοτική ή οτιδήποτε άλλο. «Και άρα τότε οφείλει να παραιτηθεί».

Για τη συμφωνία με την πΓΔΜ ο κ. Αλιβιζάτος δηλώνει ότι «ικανοποιεί το 80% περίπου των ελληνικών θέσεων». Υποστηρίζει ότι «υπάρχουν δύο σημεία στα οποία ενδεχομένως μπορεί κανείς να πει ότι δώσαμε κάτι παραπάνω από ό,τι είχαμε αρχικά υπολογίσει. Στο ζήτημα της γλώσσας και εμμέσως στο ζήτημα του έθνους μέσω της ιθαγένειας» και προσθέτει ότι βλέποντας την ιστορική διαδρομή της διαπραγμάτευσης «μπορεί να θεωρηθεί επιτυχία την ελληνική διπλωματία».

Για το ενδεχόμενο να βρεθεί η Ελλάδα μπροστά σε τετελεσμένα γεγονότα μετά από λίγους μήνες τονίζει ότι «αν μια κυβέρνηση πιστεύει ότι μια συγκεκριμένη Συμφωνία είναι τόσο βλαπτική για τα εθνικά συμφέροντα δεν υπάρχουν τετελεσμένα γεγονότα».

Τέλος ο Νίκος Αλιβιζάτος εκτιμά ότι οι διαφορετικές φωνές εντός του ΚΙΝΑΛ για το ζήτημα της Συμφωνίας με τα Σκόπια μπορεί να λειτουργήσει διαλυτικά. «Υπάρχει αυτός ο κίνδυνος. Είναι όντως πολύ σοβαρός» σημειώνει. Προσθέτει όμως ότι «μπορούν να αμβλυνθούν οι γωνίες και να βρεθεί η κοινή συνισταμένη».

Ακολουθεί η συνέντευξη του καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου Νίκου Αλιβιζάτου στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο και τη δημοσιογράφο Φωτεινή Γιαννούλη.

Με αφορμή και τις δηλώσεις του πρώην πρωθυπουργού «για ανιστόρητη σύμπλευση του Προέδρου της Δημοκρατίας με τον κ. Τσίπρα», υπάρχουν κ. καθηγητά περιθώρια και δυνατότητες αντίδρασης από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας όταν η κυβέρνηση φέρνει μια τέτοια συμφωνία;

Δεν είναι σοβαρά πράγμα αυτά. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν έχει τέτοια αρμοδιότητα. Κατά το Σύνταγμα, εφόσον πρόκειται για υπογραφή Σύμβασης απλοποιημένης μορφής, ούτε στο απώτερο μέλλον την υπογράφει ο ίδιος. Εάν κυρωθεί βέβαια από τη βουλή, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα υπογράψει τον κυρωτικό νόμο οψέποτε γίνει η κύρωση. Συνεπώς σε αυτό το στάδιο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ακολουθεί την υπεύθυνη κυβέρνηση η οποία είναι αρμόδια για την εξωτερική πολιτική της χώρας και για τη σύναψη αυτής της Σύμβασης.

Ακόμη και αν πρόκειται για μια κακή συμφωνία που απεμπολεί τα εθνικά δίκαια της χώρας ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν μπορεί να παρέμβει;

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν δικαιούται να έχει άποψη για ζητήματα που ανήκουν στην αρμοδιότητα της εξωτερικής πολιτικής, η οποία ανήκει στην κυβέρνηση. Τώρα σε κάποια οριακή στιγμή το να πεις στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να βάλει την υπογραφή του κάτω από έναν κυρωτικό νόμο, διότι εκεί υπογράφει όχι στην ίδια τη συμφωνία όταν έρθει στη βουλή, και ο οποίος κυρώνει μια σύμβαση που ο ίδιος τη θεωρεί προδοτική ή οτιδήποτε άλλο, είναι προφανές ότι δεν μπορεί κανείς να το αξιώσει. Και άρα τότε οφείλει να παραιτηθεί.

Πώς σχολιάζετε το αίτημα για παραίτηση του Προέδρου της Δημοκρατίας;

Είναι άκυρο. Ακόμη και αν οι υποστηρικτές της άποψης ότι η Συμφωνία παραχωρεί πολλά δικαιώματα, που δεν την συμμερίζομαι, είχαν δίκαιο, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας σε αυτή τη φάση δεν έχει κανένα περιθώριο να αντιταχθεί, ούτε μπορεί να εκφέρει γνώμη για το περιεχόμενο της συγκεκριμένης Συμφωνίας.

Κύριε καθηγητά, θα θέλατε να κάνετε ένα σχόλιο για τη Συμφωνία που έφερε η κυβέρνηση με την ΠΓΔΜ;

Παρά το ότι δεν είναι ειδικότητά μου, παρακολουθώ πολύ στενά την υπόθεση αυτή αφότου πρωτοτέθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’90, έχω την εντύπωση ότι η Συμφωνία έτσι όπως την διαβάσαμε εκφράζει, ικανοποιεί περίπου το 80% των ελληνικών θέσεων. Υπάρχουν δύο σημεία στα οποία ενδεχομένως μπορεί κανείς να πει ότι δώσαμε κάτι παραπάνω από ότι είχαμε αρχικά υπολογίσει. Στο ζήτημα της γλώσσας και εμμέσως στο ζήτημα του έθνους μέσω της ιθαγένειας. Αλλά δεν νομίζω ότι αυτά είναι τέτοια ζητήματα που να χαλούν τη συνολικά θετική εικόνα. Είναι μια Συμφωνία που αν δει κανείς την ιστορική διαδρομή της συγκεκριμένης διαπραγμάτευσης, μπορεί να θεωρηθεί επιτυχία την ελληνική διπλωματία.

Ο κ. Βενιζέλος υποστηρίζει ότι η Συμφωνία θα κυρωθεί από τη βουλή μετά την ολοκλήρωση πολιτικών και θεσμικών ενεργειών που θα κρατήσουν κάποιους μήνες. Ο συγχρονισμός αυτών των ενεργειών σε συνδυασμό με το εάν αυτό μπορεί να γυρίσει πίσω εγείρει κάποιες ανησυχίες. Εσείς τι πιστεύετε;

Η άποψη του κ. Βενιζέλου είναι μήπως δημιουργηθούν τέτοια τετελεσμένα γεγονότα που θα είναι πολύ δύσκολη η κύρωση. Αν μια κυβέρνηση πιστεύει ότι μια συγκεκριμένη Συμφωνία είναι τόσο βλαπτική για τα εθνικά συμφέροντα δεν υπάρχουν τετελεσμένα γεγονότα. Επίσης θα ήθελα να σχολιάσω την παρατήρηση του κ. Βενιζέλου για τον ορισμό της ιθαγένειας, που υπενθυμίζω ότι κατά τη Συμφωνία είναι Μακεδόνας /πολίτης της Βόρειας Μακεδονίας. Λέει ο κ. Βενιζέλος «τι θα πει ο Αλβανός;» που είναι η γνωστή μειονότητα στην ΠΓΔΜ. Νομίζω ότι σε αυτό το σημείο υπάρχει ένα πρόβλημα. Αλλά ξέρετε πώς το ονομάζουμε εμείς οι νομικοί αυτό; «προβάλλει έναν ισχυρισμό εκ συμφέροντος τρίτου». Εξ όσων γνωρίζω δεν είναι δικηγόρος της αλβανικής μειονότητας ο κ. Βενιζέλος.

Υπάρχει ενδεχόμενο οι διαφοροποιήσεις ως προς της Συμφωνία με τα Σκόπια, εντός του ΚΙΝΑΛ, να λειτουργήσουν διαλυτικά για τον νέο φορέα;

Υπάρχει αυτός ο κίνδυνος. Είναι όντως πολύ σοβαρός. Από την εποχή του Μεσοπολέμου η λεγόμενη Δημοκρατική Παράταξη αποτελείτο από δύο μεγάλα ρεύματα. Το λεγόμενο Κεντροαριστερό- Σοσιαλιστικό, εκφραστής αυτού του ρεύματος στο Μεσοπόλεμο ήταν ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, και το ρεύμα εκείνο που είναι πιο κοντά στον πολιτικό φιλελευθερισμό. Αυτό το ρεύμα από την εποχή του Μεσοπολέμου εξέφραζε ο Γεώργιος Παπανδρέου. Στη νεότερη εποχή θα έλεγε κανείς ότι στο πρώτο ρεύμα ανήκει ο Ανδρέας Παπανδρέου και στο δεύτερο ο Κώστας Σημίτης. Πάντοτε υπάρχει μια τριβή μεταξύ των δύο αυτών ρευμάτων η οποία υπερβαίνει την σύγκρουση προσώπων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν νομίζω ότι ο Σταύρος Θεοδωράκης είναι μόνο το συγκεκριμένο άτομο, εκφράζει μια γενικότερη τάση η οποία σε αυτό το θέμα έχει κατηγορηματικές θέσεις. Θέλω να πιστεύω, και η δουλειά που κάναμε πέρυσι το καλοκαίρι σε αυτό απέβλεπε, ότι με καλή προσπάθεια και σοβαρότητα αν καθίσουμε κάτω και συζητήσουμε μπορούν να αμβλυνθούν οι γωνίες και να βρεθεί η κοινή συνισταμένη. Πάντοτε η προσωπική χημεία μεταξύ ηγετών μετράει πολύ, αλλά έχω την εντύπωση ότι σε τελευταία ανάλυση είναι πολιτικό το ζήτημα και η μοίρα αυτού του χώρου είναι να κλονίζεται ιστορικά από την αντιπαράθεση αυτών των δύο τάσεων. Σας θυμίζω τη μη υποψηφιότητα του Κώστα Σημίτη στις εκλογές του 1981 ή κάποιους αντίστροφους αποκλεισμούς

Δημοφιλή