Περί διεθνούς οικονομίας: Απληστία τέχνας κατεργάζεται

Η παγκόσμια πολιτική και οικονομική συγκυρία δεν είναι κατάλληλη για χρηματοοικονομικούς ακτιβισμούς και άλλα παίγνια.
picture alliance via Getty Images

Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, η σταθερότητα και η πρόοδος των κοινωνιών, απαιτεί τέτοιου είδους Νομοθεσία, ώστε η εφαρμογή της να εξασφαλίζει την Ελευθερία τους, τη Χρηστή τους Διοίκηση και την εσωτερική τους Συνοχή. Η επιτυχία των τριών αυτών στόχων, αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για την ομαλότητα και την ευημερία των πολιτών τους.

«Προς ταύτα δει νομοθετείν βλέποντα τον Νομοθέτην: Πόλιν ελευθέρα τε είναι δει και έμφρονα και εαυτή φίλη» ( Νόμοι, 693b)

Τι γίνεται όμως στις μέρες μας και πως ρυθμίζονται βασικές κοινωνικές λειτουργίες, όπως η Οικονομία, βασικός πυλώνας της οποίας είναι το Χρηματοπιστωτικό σύστημα;

Στο σημερινό άρθρο, θα παρουσιάσω, πολύ συνοπτικά, σχεδόν τηλεγραφικά, τη νομική και ρυθμιστική αντιμετώπιση της Χρηματοπιστωτικής πολιτικής στις ΗΠΑ και τις προκληθείσες εξ’ αυτών συνέπειες, όχι μόνο στη μητρόπολη της σύγχρονης Τραπεζικής, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο, κατά τις τελευταίες κρίσιμες δεκαετίες.

24 Οκτωβρίου 1929. (Photo by FPG/Hulton Archive/Getty Images)
24 Οκτωβρίου 1929. (Photo by FPG/Hulton Archive/Getty Images)
Icon Communications via Getty Images

Μετά το χρηματιστηριακό κραχ του 1929, τα απόνερα του οποίου απετέλεσαν πραγματικό τσουνάμι για την παγκόσμια οικονομία, οι πολιτικές και εποπτικές αρχές των ΗΠΑ, απεφάσισαν να εξαλείψουν τις γενεσιουργές αιτίες αυτού του είδους των οικονομικών καταστροφών και των βίαιων ανακατανομών του πλούτου.

Για το λόγο αυτό το 1933, ψηφίστηκε ο νόμος «Banking Act of 1933», γνωστότερος ως Glass-Steagall Act, ο οποίος όφειλε την ονομασία του στα ονόματα των εισηγητών του, του γερουσιαστή Carter Glass και του βουλευτή Henry Steagall.

Η βασικότερη ρύθμιση αυτού του νομοθετήματος, προέβλεπε το σαφή διαχωρισμό των δραστηριοτήτων των επενδυτικών τραπεζών από εκείνες των εμπορικών, έτσι ώστε να μην κινδυνεύουν οι μικροαποταμιευτές από ενδεχόμενες, και χωρίς τη συναίνεσή τους, τοποθετήσεις των αποταμιεύσεών τους σε χρηματιστηριακά παίγνια υψηλού ρίσκου.

Η πρόβλεψη αυτή θεωρήθηκε απολύτως αναγκαία , δεδομένου, ότι η «φούσκα» του 1929, τροφοδοτήθηκε, σε πολύ μεγάλο βαθμό από το φθηνό χρήμα των αποταμιευτικών λογαριασμών των εμπορικών τραπεζών, εν αγνοία των πελατών τους και ελλείψει ενός αξιόπιστου προστατευτικού ρυθμιστικού πλαισίου, βάσει του οποίου, οι ενημερωμένοι πολίτες θα επέλεγαν, υπεύθυνα, σε πιο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα και για ποιο σκοπό, επενδυτικό ή αποταμιευτικό, θα εμπιστεύονταν το «κομπόδεμά τους».

1933 - Ο πρόεδρος Ρούσβελτ υπογράφει τη νομοθετική πράξη «Banking Act of 1933»
1933 - Ο πρόεδρος Ρούσβελτ υπογράφει τη νομοθετική πράξη «Banking Act of 1933»
HUM Images via Getty Images

Θα μπορούσε, χωρίς δυσκολία, κανείς να ισχυρισθεί, ότι το ρυθμιστικό πλαίσιο των Glass-Steagall, εκπλήρωσε το σκοπό του σε πολύ μεγάλο βαθμό και εφαρμόσθηκε αδιατάρακτα, έως την εποχή της λεγόμενης χρηματοπιστωτικής «απορρύθμισης», (deregulation).

Οι «σειρήνες» της μειωμένης εποπτείας και της απληστίας άρχισαν να ηχούν δυνατά, επί προεδρίας Μπιλ Κλίντον και του προέδρου της FED Αλαν Γκρίνσπαν. Έλαβαν δε τη σφραγίδα της νομιμοποίησης των προταγμάτων τους το 1999, οπότε υπερψηφίστηκε ο νόμος «Gramm-Leach-Bliley Act», που έλαβε το όνομά του από τα ονόματα των εισηγητών του, και στην ουσία καταργούσε τις προστατευτικές ρυθμίσεις υπέρ των μικροαποταμιευτών και μικροεπενδυτών του νόμου «Glass-Steagall Act».

Έτσι άνοιξε, με την έγκριση της νομοθετικής εξουσίας των ΗΠΑ και των ρυθμιστικών τους αρχών, διάπλατα ο δρόμος για μία ακόμη χρηματοοικονομική καταστροφή, αυτή του 2007-2008.

Οι τράπεζες ήταν πια ελεύθερες να διοχετεύουν τις καταθέσεις των αμερικανών αποταμιευτών, χωρίς την απαραίτητη συναίνεσή τους, σε επενδυτικά σχήματα υψηλής επικινδυνότητας και χαμηλής φερεγγυότητας, όπως τα ομόλογα μειωμένης εξασφάλισης (subprime bonds) και να χορηγούν μαζικά σε αναξιόχρεους, κατά το πλείστον, δανειολήπτες, χωρίς ουσιαστικό έλεγχο, φθηνά, κυρίως, στεγαστικά δάνεια, με σκοπό την γρήγορη, και με κάθε τρόπο, δημιουργία τραπεζικού ενεργητικού εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων.

via Associated Press

Αυτό, ακριβώς, το σαθρό ενεργητικό αποτέλεσε την πρώτη ύλη, για τη μετατροπή αυτών των δανείων σε ομόλογα μειωμένης εξασφάλισης, μέσω των επενδυτικών εταιρειών «ειδικού σκοπού», (special purpose vehicle), που ιδρύθηκαν από κερδοσκόπους γι’ αυτό το σκοπό.

Να δημιουργηθούν, δηλαδή, με σχετικά μικρό κόστος, δομημένα ομόλογα, ονομαστικής αξίας δισ δολαρίων, φαινομενικά ελκυστικά, στην πραγματικότητα όμως, εντελώς αναξιόπιστα, τα οποία θα πωλούνταν στις αγορές ομολόγων, εξασφαλίζοντας τεράστια κέρδη για ελάχιστους και αφήνοντας για το τέλος μια χρηματοοικονομική καταστροφή παγκοσμίων διαστάσεων.

Οι σκληρές μνήμες της Μεγάλης Ύφεσης του 1929 ξαναζωντάνεψαν, το 2007.

Πράγματι οι ομοιότητες και οι αναλογίες στη δημιουργία των δύο μεγαλύτερων, στην ιστορία, χρηματιστηριακών «κραχ», υπήρξαν καταπληκτικές.

Ο μόνος, ουσιαστικά, νέος παράγοντας, που υπεισήλθε στην κρίση του 2007, ήταν οι Οίκοι Αξιολόγησης (credit rating agencies).

Oι μεγαλύτεροι και πιο αξιόπιστοι οίκοι των ΗΠΑ, όπως οι Moody’s, Standard and Poor’s και Fitch, απέτυχαν παταγωδώς να διαγνώσουν εγκαίρως την επερχόμενη καταστροφή, αφού οι ίδιοι βαθμολόγησαν με άριστα την επενδυτική αξιοπιστία των σάπιων δομημένων ομολόγων μειωμένης εξασφάλισης (subprime bonds).

Τα καταστροφικά αποτελέσματα ανάγκασαν τις πολιτικές και ρυθμιστικές αρχές των ΗΠΑ να διακόψουν το καθεστώς της «απορρύθμισης» και να επαναφέρουν σε ισχύ κανόνες, που διέπονται από το πνεύμα του Glass-Steagall Act, προκειμένου να αποφευχθούν στο μέλλον παρόμοιες καταστροφές, αυξάνοντας, επίσης, το όριο της υποχρεωτικής διαθέσιμης ρευστότητας (reserve requirements) των τραπεζών και απαγορεύοντας αυτές να ρισκάρουν ίδια κεφάλαια σε χρηματιστηριακά παίγνια (proprietary trading).

Αυτό συνέβη στις 21-07-2010, επί προεδρίας Μπάρακ Ομπάμα και επί Πολ Βόλκερ στην προεδρία της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (FED), οπότε υπερψηφίστηκε το νομοσχέδιο, υπό τον πλήρη τίτλο «Dodd-Frank Wall Street Reform and Consumer Protection Act» και απέκτησε νομική ισχύ.

Τη φορά αυτή, όμως, το καθεστώς της σώφρονος χρηματοπιστωτικής διαχείρισης, διήρκεσε πολύ μικρότερο χρονικό διάστημα, από όσο διήρκεσε η εφαρμογή του νόμου Glass-Steagall.

Οι πολιτικές και ρυθμιστικές αρχές των ΗΠΑ υπέκυψαν στις πιέσεις των μεγάλων επενδυτικών τραπεζών, οι οποίες επιθυμούσαν διακαώς, εάν όχι την πλήρη κατάργηση του νόμου «Dodd- Frank Act», την ουσιαστική χαλάρωση των βασικών του προβλέψεων, προκειμένου νόμιμα, και χωρίς ουσιαστικούς φραγμούς, να επαναλαμβάνουν τα κερδοσκοπικά τους «rally», τροφοδοτούμενα από το άφθονο και φθηνό τραπεζικό χρήμα.

Τα όνειρά τους άρχισαν να παίρνουν σάρκα και οστά από τη στιγμή που η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τράμπ, με την εισήγηση του υπουργού Οικονομικών Στίβεν Μνούτσιν, πρώην στελέχους της Goldman Sachs, πέτυχε, στις 24-05-2018, την ψήφιση νόμου υπό τον τίτλο «Economic Growth, Regulatory Relief and Consumer Protection Act», βάσει του οποίου ανέβηκε το όριο του τραπεζικού ενεργητικού των 50 δισ δολαρίων, σε 250 δισ δολάρια, πάνω από το οποίο οι τράπεζες θεωρούνται συστημικά κρίσιμες και θα είναι υποχρεωμένες να υφίστανται συστηματικούς ελέγχους (stress test).

Συνέπεια αυτής της ρύθμισης, υπήρξε η ενθάρρυνση της μόχλευσης πλήθους «μικρομεσαίων τραπεζών», με ενεργητικό μέχρι 250 δισ δολαρίων και η αύξηση της ανάληψης όλο και μεγαλύτερων πιστωτικών κινδύνων.

Για να κατανοηθεί το μέγεθος των αμερικανικών τραπεζών, που δεν υποχρεούνται να υφίστανται stress test, αρκεί να αναφέρουμε, ότι το ΑΕΠ της Ελλάδας ουδέποτε ξεπέρασε τα 240 δισεκατομμύρια δολάρια.

via Associated Press

Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων τραπεζών, απετέλεσαν οι τράπεζες, Silicon Valley, Signature Bank, First Republic, οι οποίες, εντελώς πρόσφατα, χρεοκόπησαν, προκαλώντας βάσιμες ανησυχίες για ένα γενικευμένο ντόμινο τραπεζικών πτωχεύσεων, με απρόβλεπτες συνέπειες.

Το «ηθικό δίδαγμα», που προκύπτει από την ανωτέρω αφήγηση είναι ξεκάθαρο: «Η απληστία είναι ασίγαστη, πολυμήχανη και προπαντός επιζήμια για το κοινωνικό σύνολο».

Δεν θα παραλείψω, βεβαίως, και μια παραίνεση, ως επιμύθιο.

Η παγκόσμια πολιτική και οικονομική συγκυρία δεν είναι κατάλληλη για χρηματοοικονομικούς ακτιβισμούς και παρόμοια παίγνια.

Τη στιγμή που η πρωτοκαθεδρία της Δύσης, ως του ισχυρότερου πόλου ισχύος, αμφισβητείται από τους ανταγωνιστές της ευθέως και έμπρακτα, η αποσταθεροποίηση του εσωτερικού της μετώπου, και το ενδεχόμενο μίας νέας οικονομικής κρίσης, εξαιτίας των παράλογων πολιτικών και οικονομικών επιλογών, όπως η αλόγιστη άνοδος των επιτοκίων και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού και η εντελώς «περίεργη» ενεργειακή πολιτική, αποτελεί τον «υπ’ αριθμόν ένα» κίνδυνο για την πολιτική και στρατιωτική της υποβάθμιση.

Ίσως, κάποιοι από τους ηγέτες της Δύσης να εκτιμούν, ότι είναι σε θέση να υπερισχύσουν σε έναν διμέτωπο αγώνα, εναντίον της Κίνας, της Ρωσίας και των συμμάχων τους.

Θα ήταν όμως, εκ προοιμίου, καταδικασμένος, εάν αυτός επιχειρούνταν με διασπασμένο το εσωτερικό μέτωπο και με διχασμένες τις Δυτικές κοινωνίες.

Μήπως, λοιπόν ήλθε η ώρα, να ξαναβάλουμε στην πολιτική σκέψη της Δύσης τις συμβουλές του Πλάτωνα;

Η Ιστορία, εξάλλου απέδειξε ότι η Νίκη συμβαδίζει πάντοτε με την Ομοθυμία και την Ομοψυχία και την Ενότητα.

Δημοφιλή