Πόλεμος στην Ουκρανία: Ένας ολοένα και πιο θολός στρατηγικός ορίζοντας

Η εμπλοκή πολλών κρατών δημιουργεί ένας εξαιρετικά θολό ορίζοντα όσον αφορά τις στρατηγικές σχέσεις των επόμενων ετών και ίσως των επόμενων δεκαετιών.
via Associated Press

Ερωτάται: Ισχύει η γνωστή και κοινώς αποδεκτή ρήση του Clausewitz ότι «ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα» και ότι «δεν έχει δική του ανεξάρτητη γραμματική αλλά υπακούει και περιορίζεται από τους πολιτικούς σκοπούς;». Αυτή η πολυσυζητημένη πτυχή βρέθηκε στο επίκεντρο της στρατηγικής ανάλυσης όταν έγιναν μελέτες για τις συνέπειες ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο πιθανότατα θα προκαλέσει το τέλος της ζωής της Γης όπως την γνωρίζουμε, γεγονός που επηρέασε δραστικά τις στρατηγικές αποφάσεις των υπερδυνάμεων. Την δεκαετία του 1970 συμφωνήθηκε ο περιορισμός των διηπειρωτικών πυραύλων και διατήρηση αντί-πυραυλικών συστημάτων μόνο γύρω από τις δύο πρωτεύουσες. Είχαμε MAD (Mutual Assured Destruction), αμοιβαία καταστροφή κάτι που ουσιαστικά καθιστούσε έναρξη πυρηνικού πολέμου απαγορευτική.

Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι, ανεξαρτήτως άλλων κριτηρίων και παραγόντων και εκατέρωθεν επιχειρημάτων που συζητούνται για τον πόλεμο στην Ουκρανία πολλές εκατέρωθεν δηλώσεις θόλωσαν τις καθιερωμένες στρατηγικές όσον αφορά την χρήση πυρηνικών όπλων και δημιούργησαν προϋποθέσεις για ένα άκρως επικίνδυνο ενδεχόμενο έναρξης πυρηνικών ανταλλαγών για τις οποίες η κυρίαρχη άποψη είναι ότι θα κλιμακωθούν σε γενικευμένο πυρηνικό πόλεμο.

Ανεξαρτήτως αιτίων του πολέμου στην Ουκρανία πριν ένα χρόνο όπως εξελίσσεται και όπως διαρκώς κλιμακώνεται, η εμπλοκή πολλών κρατών δημιουργεί ένας εξαιρετικά θολό ορίζοντα όσον αφορά τις στρατηγικές σχέσεις των επόμενων ετών και ίσως των επόμενων δεκαετιών.

Θολός είναι επίσης ο ορίζοντας όσον αφορά το μέλλον των διεθνών θεσμών που δημιουργήθηκαν Μεταπολεμικά και που άντεξαν παρά την αντιπαράθεση του Ψυχρού Πολέμου.

Ενώ η Μόσχα δεν κρύβει τον σκοπό της για έλεγχο της Ουκρανίας και αποφυγή ένταξής της στην Ατλαντική Συμμαχία, οι ΗΠΑ και πλέον και η Γαλλία, απερίφραστα δηλώνουν ως σκοπό την επίτευξη μεγάλων αλλαγών στην Ρωσία. Ενώ το κατά πόσο αυτό είναι εφικτό δεν μπορεί να απαντηθεί εύκολα. Επιπλέον, η κλιμάκωση για να το επιτύχουν δημιουργεί πολλά ερωτηματικά για το πώς -ανεξαρτήτως Πούτιν- θα εξελιχθεί η ίδια η Ρωσική πολιτική. Ως προς αυτό απαιτείται να συνεκτιμάται δεόντως αφενός ότι η Ρωσία για γεωπολιτικούς και πολλούς άλλους λόγους ιστορικά αποδείχθηκε ανθεκτική σε μακροχρόνιους πολέμους, και αφετέρου, ότι δεν είναι σίγουρο τι όπλα θα χρησιμοποιήσει στο μέλλον εάν η Μόσχα εκτιμήσει ότι επίκειται η συντριβή της.

Ο πλανητικός στρατηγικός ορίζοντας καθίσταται ακόμη πιο θολός εάν κανείς συνεκτιμήσει εξελίξεις που κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί πριν μερικά χρόνια. Πιο συγκεκριμένα, ενώ η Κίνα επί δεκαετίες θεωρείται στις ΗΠΑ ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την ασφάλειά της και την οικονομία της η κλιμάκωση στην Ουκρανία και ταυτόχρονα διάφορα γεγονότα που επιδεινώνουν τις σχέσεις Πεκίνου-Ουάσιγκτον οδηγεί σε συγκλίσεις Ρωσίας-Κίνας οι οποίες εάν πυκνώσουν θα είναι βαθύτατων στρατηγικών προεκτάσεων. Να υπενθυμίσουμε στο σημείο αυτό ότι στο παρελθόν πολλοί στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη θεωρούσαν δεδομένο ότι η στρατηγική προσέγγιση της Ρωσίας ήταν αναγκαία για να υπάρχει πλανητική στρατηγική ισορροπία.

Ο στρατηγικός ορίζοντας καθίσταται ακόμη πιο θολός εάν κανείς λάβει υπόψη ότι αυτά τα στρατηγικά παίγνια έγιναν ακόμη εντονότερα λόγω διαδοχικών κρίσεων στις σχέσεις ΗΠΑ – Κίνας τους τελευταίους μήνες. Ένα είναι σίγουρο, ότι όλα είναι ρευστά και ότι η στρατηγική το Πεκίνου δεν έχει ακόμη σταθεροποιηθεί ξεκάθαρα.

Ανεξαρτήτως λοιπόν εκατέρωθεν επιχειρημάτων για τις ευθύνες και τα λάθη στον πόλεμο της Ουκρανίας, κανείς διερωτάται για το ποια είναι η στρατηγική των ΗΠΑ και των άλλων μεγάλων δυνάμεων σε ένα εν εξελίξει σύστημα πλανητικών εξισορροπητικών παιγνίων που καθίσταται ολοένα και πιο περίπλοκο.

Τα ερωτήματα είναι πολύ περισσότερα και οι απορίες πολλές για το ποια είναι η πολιτική των ΗΠΑ (και της Μεγάλης Βρετανίας) όσον αφορά την Ευρώπη. Θα διατηρηθεί η Ατλαντική Συμμαχία και σε σύγκριση με το τι ίσχυε τον Ψυχρό Πόλεμο ποιος θα είναι ο προσανατολισμός των Ευρωατλαντικών σχέσεων; Ποιος ο ρόλος της Μεγάλης Βρετανίας της οποίας την έξοδο από την ΕΕ τόσο έντονα ευνόησε η Ουάσιγκτον; Πως θα εξελιχθεί η ίδια η ΕΕ εν μέσω μιας σπασμωδικής και συχνά απρόθυμης συσπείρωσης υπό τις ΗΠΑ, συσπείρωση που μπορεί να αποδειχθεί προσωρινή ενόσω εντείνονται τα οικονομικά προβλήματα και όχι μόνο.

Το πιο σοβαρό ζήτημα που τίθεται, όμως, είναι η θέση, ο ρόλος και οι σχέσεις της Γερμανίας με τους υπολοίπους. Για όσους είναι έστω και κατ’ ελάχιστο υποψιασμένοι για το πώς εξελίχθηκαν οι Ευρωατλαντικές σχέσεις μετά το 1945 -και ποια ήταν τα κύρια αίτια των δύο παγκοσμίων πολέμων- γνωρίζουν ότι το κύριο ζήτημα (και κατ’ άλλους πρόβλημα) είναι η θέση και ο ρόλος της Γερμανίας στην Ευρασία. Ενώ ως προς αυτό ακόμη μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν για το πώς εξελίσσονται οι σκοποί των ΗΠΑ της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας, θα ήταν παράλειψη εάν δεν υπογραμμιστεί ότι ο Ουκρανικός πόλεμος επηρέασε βαθιά και έντονα τις σχέσεις Γερμανίας – Ρωσίας που εξελίσσονταν δυναμικά συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας ενεργειακών υποδομών.

Στο παρελθόν η ρητή και δεδηλωμένη θέση ήταν ότι η στρατηγική παρουσία των ΗΠΑ και η Ατλαντική Συμμαχία κύριο σκοπό είχε να κρατήσει την Σοβιετική Ένωση εκτός και την Γερμανία υπό έλεγχο. Ενώ οι συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία καθίστανται ολοένα βαθύτερων προεκτάσεων και ανεξάρτητα του πως και πότε θα σταθεροποιηθούν οι στρατηγικές σχέσεις ευρύτερα, ο ρόλος και η θέση της Γερμανίας ενδέχεται σταδιακά να εξελιχθεί ως μείζον ζήτημα τόσο για τα υπόλοιπα κράτη όσο και για τους ίδιους τους Γερμανούς. Περί αυτού όμως, θα επανέλθουμε με ένα άλλο κείμενο.

Ολοκληρώνοντας, θα τονιστεί ότι η πιο επικίνδυνη εξέλιξη αφορά τα πυρηνικά όπλα και τις εκατέρωθεν δηλώσεις Πούτιν και Μπάιντεν με αφορμή την επέτειο ενός έτους από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Εν μέσω επιτάχυνσης της στρατιωτικής ενίσχυσης της Ουκρανίας ο Ρώσος πρόεδρος ανακοίνωσε ότι διακόπτει την συμμετοχή της στην συνθήκη New Start που έχει υπογράψει με τις ΗΠΑ για τον περιορισμό των στρατηγικών πυρηνικών οπλοστασίων. Δεν αποσύρεται από τη συνθήκη αλλά η μη συμμετοχή ροκανίζει τα θεμέλια της σημαντικότερου στρατηγικού ζητήματος του 20 και 21 αιώνα των δύο δυνάμεων που κατέχουν περίπου το 90% των πυρηνικών κεφαλών του κόσμου εκ των οποίων τον μεγαλύτερο αριθμό 6000 πυρηνικών κεφαλών είναι της Ρωσίας. Ταυτόχρονα έγιναν αναφορές για πιθανή δοκιμή πυρηνικών όπλων. Η New START ήταν συνέχεια των συμφωνιών της δεκαετίας του 1990, ανανεώθηκε το 210 και το 2021 παρατάθηκε μέχρι το 2026.

Σχεδόν ταυτόχρονα ο πρόεδρος Μπντεν που επισκέφθηκε το Κίεβο και την Πολωνία δήλωσε ότι «μας περιμένουν σκληρές και πολύ πικρές μέρες» και αφού πρόβλεψε ότι η Ουκρανία θα νικήσει προειδοποίησε ότι «Μια επίθεση εναντίον μίας χώρας-μέλους είναι μια επίθεση εναντίον όλων. Είναι ένας ιερός όρκος». Πρόσθεσε ότι κινδυνεύει το διεθνές θεσμικό σύστημα και οι αρχές που κυριαρχούσαν επί 75 χρόνια και που «αποτελούσαν τον ακρογωνιαίο λίθο της ειρήνης».

Ως προς αυτό δύο σύντομες υπογραμμίσεις. Πρώτον, πολλά κράτη και κυρίως οι ηγεμονικές δυνάμεις που διαθέτουν δικαίωμα βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας παραβίασαν συχνά αυτές τις αρχές και δεύτερον, ακρογωνιαίος λίθος της διεθνούς σταθερότητας ήταν οι συμφωνίες SALT/ABM οι οποίες, ακριβώς, εδράζονταν όχι σε συναισθηματισμούς και ιδεαλισμούς αλλά στην σκληρή πραγματικότητα ότι έναρξη μιας πυρηνικής σύγκρουσης ισοδυναμεί με αμοιβαία καταστροφή εξ ου και οι πυρηνικές δυνάμεις αυτοκτονούν εάν συγκρουστούν ευθέως ακόμη και συμβατικά με κίνδυνο να υπάρξει κλιμάκωση σε πυρηνική σύρραξη (εξ ου και το σχετικό «μυστικό» πρωτόκολλο Κίζιγκερ - Γκρομύκο).

Για να υπογραμμίσουμε τις προεκτάσεις στο διεθνές σύστημα εάν κυριαρχήσει στρατηγικός ανορθολογισμός παραθέτουμε αυτούσιο απόσπασμα του προέδρου Τζόν Κένεντι τον Ιούνιο 1963 μετά την κρίση της Κούβας η οποία μια δεκαετία μετά οδήγησε στις συμφωνίες SALT/ABM. Ο Κένεντι περιγράφοντας ευθέως και ξεκάθαρα τι σημαίνει στρατηγικός ορθολογισμός στις σχέσεις των υπερδυνάμεων και διαβάζοντας την δήλωσή του 40 ακριβώς χρόνια μετά, προσφέρει μια ακριβή περιγραφή για το πως οι ηγεμονικές δυνάμεις με το να κλιμακώνουν την πολεμική σύρραξη της Ουκρανίας προσανατολίζονται στρατηγικά ανορθολογικά:

«Η φύση του πολέμου έχει αλλάξει. Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε με τις μεγάλες δυνάμεις να έχουν τεράστια πυρηνικά οπλοστάσια και ενδεχομένως να καταφεύγουν στη χρήση τους: Ένα μόνο πυρηνικό όπλο περιέχει σχεδόν 10 φορές την εκρηκτική δύναμη που παραδόθηκε από όλες τις συμμαχικές αεροπορικές δυνάμεις στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μια μεγάλη πυρηνική ανταλλαγή θα μπορούσε να σβήσει τον κόσμο.

Το να πιστεύουμε ότι η ειρήνη είναι αδύνατη είναι σαν να πιστεύουμε ότι ο πόλεμος είναι αναπόφευκτος, και αν είναι έτσι τότε η ανθρωπότητα είναι καταδικασμένη. Δεν χρειάζεται να αποδεχτούμε αυτή την άποψη. Καμία κυβέρνηση δεν είναι τόσο κακή ώστε ο λαός της να θεωρείται ότι στερείται κάθε αρετής. Η Αμερική και η Σοβιετική Ένωση είναι σχεδόν μοναδικές μεταξύ των μεγάλων παγκόσμιων δυνάμεων στο ότι δεν ήμασταν ποτέ σε πόλεμο μεταξύ μας. Εάν δεν μπορούμε να επιλύσουμε όλες τις διαφορές μας, μπορούμε τουλάχιστον να στραφούμε σε κοινά συμφέροντα.

Γιατί, σε τελική ανάλυση, ο πιο βασικός κοινός μας κρίκος είναι ότι όλοι κατοικούμε σε αυτόν τον μικρό πλανήτη. Όλοι αναπνέουμε τον ίδιο αέρα. Όλοι αγαπάμε το μέλλον των παιδιών μας. Και είμαστε όλοι θνητοί. Πάνω απ’ όλα, ενώ υπερασπιζόμαστε τα δικά μας ζωτικά συμφέροντα, οι πυρηνικές δυνάμεις πρέπει να αποτρέψουν εκείνες τις αντιπαραθέσεις που φέρνουν έναν αντίπαλο σε μια επιλογή είτε μιας ταπεινωτικής υποχώρησης είτε ενός πυρηνικού πολέμου. Η επιλογή αυτού του δρόμου θα ήταν απόδειξη μιας συλλογικής επιθυμίας θανάτου για τον κόσμο.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις πειθαρχούν στην αυτοσυγκράτηση και οι διπλωμάτες μας έχουν εντολή να αποφεύγουν περιττούς ερεθισμούς και καθαρά ρητορική εχθρότητα».

Καταληκτικά, εάν κάτι είναι βέβαιο πλέον είναι ότι οι εμπλεκόμενες δυνάμεις στον πόλεμο της Ουκρανίας διολισθαίνουν ολοένα και περισσότερο σε μια διεύρυνση της αντιπαράθεσης χωρίς ορατή διέξοδο. Επιπλέον, τα διλήμματα ασφαλείας που προκαλεί αυτή η κλιμάκωση της σύρραξης επιταχύνει τις πλανητικές στρατηγικές ανακατατάξεις. Όπως πάντα ίσχυε όσον αφορά τις ηγεμονικές αντιπαραθέσεις και ιδιαίτερα όταν κλιμακώνονται, οι συνέπειες για τα περιφερειακά κράτη είναι βαθύτατων προεκτάσεων και ακραία επικίνδυνες για εκείνα τα κράτη μικρής και μεσαίας ισχύος τα οποία στερούνται αξιόπιστης εθνικής στρατηγικής.

Δημοφιλή