Προδημοσίευση: «The Tipping Point, Σημείο Καμπής» του Μάλκολμ Γκλάντγουελ

Ο συγγραφέας έχει ανακηρυχθεί ένα από τα «100 επιδραστικότερα άτομα» από το περιοδικό Time.
Lee Chun Kit / EyeEm via Getty Images

Το «Σημείο Καμπής» είναι η μαγική στιγμή που μια ιδέα, μια τάση ή μια κοινωνική συμπεριφορά περνά ένα κατώφλι, αλλάζει κατεύθυνση και εξαπλώνεται όπως μια πυρκαγιά. Με τον ίδιο τρόπο που ένας ασθενής μπορεί να μεταδώσει έναν ιό που θα λάβει διαστάσεις πανδημίας, έτσι και μια μικρή αλλά στοχευμένη ώθηση μπορεί να δημιουργήσει μια νέα τάση μόδας, να κάνει ένα προϊόν δημοφιλές ή να μεταβάλει κοινωνικές συμπεριφορές, όπως η εγκληματικότητα.

Το σημείο καμπής παρατηρείται στη διάδοση ιδεών, εμπορικών προϊόντων, κοινωνικών φαινομένων, τηλεοπτικών σειρών, πολιτικών κινημάτων -ακόμα και ασθενειών.

Πρόκειται για το πρώτο βιβλίο του Μάλκολμ Γκλάντγουελ όταν ο συγγραφέας αποφάσισε το 2000 να πάρει τη φράση «Tipping Point» που χρησιμοποιούνταν ως τότε για να περιγράψει επιδημιολογικά φαινόμενα, και να τη χρησιμοποιήσει για την περιγραφή κοινωνικών φαινομένων.

Έκτοτε αποτελεί ένα επιδραστικότατο μπεστ σέλερ και long seller και παράλληλα ένα ορόσημο για την κατηγορία βιβλίων εκλαϊκευμένης κοινωνιολογίας (pop sociology), στο οποίο ανατρέχουν και αναφέρονται διαχρονικά συγγραφείς σε παγκόσμιο επίπεδο.

Το βιβλίο «The Tipping Point - Σημείο Καμπής» (εκδόσεις Κλειδάριθμος, μετάφραση Χριστόδουλος Λιθαρής) κυκλοφορεί για πρώτη φορά στα ελληνικά στις 16 Μαρτίου.

Η HuffPost προδημοσιεύει απόσπασμα.

«Ο Νόμος των Λίγων

Συνδετιστές, Ειδήμονες και Πωλητές

Το απόγευμα της 18ης Απριλίου 1775 ένα αγοράκι που δούλευε σε έναν δημόσιο στάβλο της Βοστόνης άκουσε έναν Βρετανό αξιωματικό του στρατού να λέει σε έναν άλλο ότι «αύριο θα γίνει κόλαση». Ο μικρός εργάτης έτρεξε με τα νέα στο Νορθ Εντ της Βοστόνης, στο σπίτι ενός αργυροχόου ονόματι Πολ Ρεβίρ (Paul Revere). Ο Ρεβίρ τον άκουσε με προσοχή· δεν ήταν οι πρώτες φήμες που έφταναν στ’ αυτιά του εκείνη τη μέρα. Νωρίτερα είχε μάθει για τον πρωτοφανή αριθμό Βρετανών αξιωματικών που είχαν συγκεντρωθεί στη Μακρά Αποβάθρα της Βοστόνης και μιλούσαν χαμηλόφωνα. Βρετανοί ναύτες είχαν εντοπιστεί να πηγαινοέρχονται νευρικά στις βάρκες που ήταν δεμένες κάτω από τα πλοία Σόμερσετ και Μπόιν του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού στον Λιμένα της Βοστόνης. Αρκετοί άλλοι ναύτες είχαν εμφανιστεί στη στεριά εκείνο το πρωί, κάνοντας απ’ ό,τι φαινόταν δουλειές της τελευταίας στιγμής. Καθώς περνούσε το απόγευμα, ο Ρεβίρ και ο στενός του φίλος Τζόζεφ Γουόρεν (Joseph Warren) πείθονταν όλο και περισσότερο ότι οι Βρετανοί επρόκειτο να κάνουν τη μεγάλη κίνηση που φημολογείτο εδώ και καιρό –θα προήλαυναν στην πόλη του Λέξινγκτον, βορειοδυτικά της Βοστόνης, για να συλλάβουν τους ηγέτες των αποίκων Τζον Χάνκοκ (John Hancock) και Σάμιουελ Άνταμς (Samuel Adams) και ύστερα θα πήγαιναν στην πόλη του Κόνκορντ για να καταλάβουν τα αποθέματα όπλων και πολεμοφοδίων που είχαν αποθηκεύσει εκεί κάποιες τοπικές πολιτοφυλακές των αποίκων.

Αυτό που συνέβη στη συνέχεια έγινε μέρος του ιστορικού θρύλου, μια ιστορία που μαθαίνει κάθε Αμερικανόπουλο στο σχολείο. Στις δέκα το βράδυ εκείνης της νύχτας, ο Γουόρεν και ο Ρεβίρ συναντήθηκαν. Αποφάσισαν ότι έπρεπε να προειδοποιήσουν τις κοινότητες γύρω από τη Βοστόνη ότι οι Βρετανοί ήταν καθ’ οδόν, έτσι ώστε η τοπική πολιτοφυλακή να ετοιμαστεί και να τους περιμένει. Ο Ρεβίρ διέσχισε τον Λιμένα της Βοστόνης και έφτασε στην προβλήτα του πορθμείου του Τσάρλσταουν. Πήδηξε σε ένα άλογο και άρχισε τη «μεσονύκτια διαδρομή» του για το Λέξινγκτον. Σε δύο ώρες διήνυσε είκοσι ένα χιλιόμετρα. Σε κάθε πόλη που περνούσε –το Τσάρλσταουν, το Μέντφορντ, το Νορθ Κέμπριτζ, το Μενότομι– χτυπούσε πόρτες και διέδιδε την είδηση, ειδοποιώντας τους τοπικούς ηγέτες των αποίκων για τους Βρετανούς που έρχονταν και λέγοντάς τους να διαδώσουν το νέο σε άλλους. Οι καμπάνες των εκκλησιών άρχισαν να χτυπούν. Τα τύμπανα ηχούσαν. Η είδηση εξαπλώθηκε σαν ιός καθώς όσοι ειδοποιούνταν από τον Πολ Ρεβίρ έστελναν κι εκείνοι καβαλάρηδες, ώσπου σήμανε συναγερμός σε όλη την περιοχή. Το νέο έφτασε στο Λίνκολν της Μασαχουσέτης στη μία μετά τα μεσάνυχτα, στο Σάντμπερι στις τρεις, στο Άντοβερ, 64 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Βοστόνης, στις πέντε και στις εννιά το πρωί είχε φτάσει προς τα δυτικά ως το Άσμπι, κοντά στο Γούστερ. Όταν τελικά οι Βρετανοί ξεκίνησαν την προέλασή τους προς το Λέξινγκτον το πρωί της 19ης, η εξόρμησή τους στην ενδοχώρα συνάντησε –προς απόλυτη κατάπληξή τους– οργανωμένη και άγρια αντίσταση. Εκείνη τη μέρα στο Κόνκορντ οι Βρετανοί αντιμετώπισαν τις αποικιακές δυνάμεις και συνετρίβησαν και από εκείνη τη σύγκρουση ξεκίνησε ο πόλεμος που έγινε γνωστός ως Αμερικανική Επανάσταση.

Η διαδρομή του Πολ Ρεβίρ είναι ίσως το πιο διάσημο ιστορικό παράδειγμα μιας επιδημίας από στόμα σε στόμα. Μια ασυνήθιστη είδηση ταξίδεψε σε μεγάλη απόσταση σε ελάχιστο χρόνο, κινητοποιώντας μια ολόκληρη περιοχή για να πάρει τα όπλα. Φυσικά, δεν είναι όλες οι επιδημίες από στόμα σε στόμα τόσο εντυπωσιακές. Όμως μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι το «από στόμα σε στόμα» –ακόμα και στην εποχή μας με τις μαζικές επικοινωνίες και τις διαφημιστικές εκστρατείες πολλών εκατομμυρίων δολαρίων– εξακολουθεί να είναι η σημαντικότερη μορφή ανθρώπινης επικοινωνίας. Σκεφτείτε, για μια στιγμή, το τελευταίο ακριβό εστιατόριο που πήγατε, το τελευταίο ακριβό ρούχο που αγοράσατε και την τελευταία ταινία που είδατε. Σε πόσες από αυτές τις περιπτώσεις η απόφασή σας για το πού να ξοδέψετε τα χρήματά σας επηρεάστηκε κυρίως από τη σύσταση ενός φίλου; Υπάρχουν αρκετά στελέχη διαφημιστικών εταιρειών που πιστεύουν ότι, ακριβώς επειδή οι διαφημίσεις είναι πανταχού παρούσες, η έκκληση από στόμα σε στόμα έχει γίνει η μόνη πειθώ στην οποία ανταποκρίνονται οι περισσότεροι από μας.

Παρ’ όλα αυτά, ωστόσο, το «από στόμα σε στόμα» παραμένει πολύ μυστηριώδες. Οι άνθρωποι συνεχώς μεταφέρουν ο ένας στον άλλον κάθε λογής πληροφορίες. Αλλά μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις μια τέτοια συνομιλία δίνει το έναυσμα σε μια επιδημία από στόμα σε στόμα. Στη γειτονιά μου υπάρχει ένα μικρό εστιατόριο που το αγαπώ και που το προτείνω στους φίλους μου εδώ και έξι μήνες. Ακόμα, όμως, είναι μισοάδειο. Προφανώς η υποστήριξή μου δεν είναι αρκετή για να αρχίσει μια επιδημία από στόμα σε στόμα, όμως υπάρχουν εστιατόρια που κατά τη γνώμη μου δεν είναι καλύτερα από εκείνο της γειτονιάς μου, αλλά, όταν άνοιξαν, μέσα σε λίγες εβδομάδες δεν έβρισκες τραπέζι. Γιατί μερικές ιδέες και τάσεις και μηνύματα «αλλάζουν κατεύθυνση» και άλλες όχι;

Στην περίπτωση της διαδρομής του Πολ Ρεβίρ, η απάντηση φαντάζει εύκολη. Ο Ρεβίρ μετέφερε μια εντυπωσιακή είδηση: έρχονταν οι Βρετανοί. Αλλά, αν κοιτάξετε προσεκτικά τα γεγονότα εκείνης της βραδιάς, ούτε αυτή η εξήγηση λύνει τον γρίφο. Την ίδια στιγμή που ο Ρεβίρ άρχιζε τη διαδρομή του στα βόρεια και τα δυτικά της Βοστόνης, ένας άλλος επαναστάτης –ένας βυρσοδέψης ονόματι Γουίλιαμ Ντόουζ (William Dawes)– ξεκίνησε για την ίδια βιαστική δουλειά, πηγαίνοντας στο Λέξινγκτον μέσω των πόλεων δυτικά της Βοστόνης. Όμως η διαδρομή του Ντόουζ δεν ξεσήκωσε την επαρχία. Οι τοπικοί ηγέτες των πολιτοφυλακών δεν ανησύχησαν. Και μάλιστα ήταν τόσο λίγοι οι άντρες από μια από τις μεγάλες πόλεις απ’ όπου πέρασε –από το Γουόλτχαμ– οι οποίοι πολέμησαν την επόμενη μέρα, ώστε κάποιοι κατοπινοί ιστορικοί συμπέραναν ότι θα πρέπει να ήταν μια κοινότητα με ισχυρά φιλοβρετανικά συναισθήματα. Αυτό δεν ίσχυε. Απλώς ο κόσμος στο Γουόλτχαμ δεν έμαθε ότι έρχονταν οι Βρετανοί παρά μόνο όταν ήταν πολύ αργά. Αν σε μια επιδημία από στόμα σε στόμα το μόνο που είχε σημασία ήταν αυτά καθαυτά τα νέα, ο Ντόουζ θα ήταν τώρα εξίσου διάσημος με τον Πολ Ρεβίρ. Δεν είναι. Γιατί, λοιπόν, πέτυχε ο Ρεβίρ εκεί που ο Ντόουζ απέτυχε;

Η απάντηση είναι ότι η επιτυχία οποιουδήποτε είδους κοινωνικής επιδημίας εξαρτάται κατά πολύ από την ανάμειξη ανθρώπων με ένα ιδιαίτερο και σπάνιο σύνολο κοινωνικών χαρισμάτων. Η είδηση του Ρεβίρ άλλαξε κατεύθυνση, ενώ του Ντόουζ όχι εξαιτίας των διαφορών μεταξύ των δύο αντρών. Αυτός είναι ο Νόμος των Λίγων, που παρουσίασα εν συντομία στο προηγούμενο κεφάλαιο. Όμως εκεί απλώς έδωσα παραδείγματα του είδους των ανθρώπων –ακόλαστοι και σεξουαλικά επιθετικοί– που έχουν κρίσιμη σημασία για τις επιδημίες σεξουαλικά μεταδιδόμενων ασθενειών.

Αυτό το κεφάλαιο αφορά τουςανθρώπους που έχουν κρίσιμη σημασία για τις κοινωνικές επιδημίεςκαι τον λόγο για τον οποίο κάποιος σαν τον Πολ Ρεβίρ είναι διαφορετικός από κάποιον σαν τον Γουίλιαμ Ντόουζ. Οι άνθρωποι αυτού τουείδους είναι παντού γύρω μας. Κι όμως συχνά δεν τους αποδίδουμε τα εύσημα για τον ρόλο που παίζουν στηζωή μας.Τους ονομάζω Συνδετιστές, Ειδήμονες και Πωλητές.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 ο ψυχολόγος Στάνλεϊ Μίλγκραμ (Stanley Milgram) έκανε ένα πείραμα για να βρει απάντηση στο «πρό-βλημα του μικρού κόσμου», όπως είναι γνωστό. Το πρόβλημα έχει ως εξής: πώς συνδέονται τα ανθρώπινα όντα;...».

Συγγραφέας πέντε βιβλίων, που έχουν βρεθεί όλα στις λίστες μπεστ σέλερ των New York Times

Ο Μάλκολμ Γκλάντγουελ σπούδασε ιστορία στο Κολέγιο Τρίνιτι του Πανεπιστημίου του Τορόντο με. Είναι συγγραφέας πέντε βιβλίων, που έχουν βρεθεί όλα τους στις λίστες best seller των New York Times. Είναι ο οικοδεσπότης του podcast Revisionist History και διατηρεί μόνιμη στήλη στο περιοδικό The New Yorker.

Έχει ανακηρυχθεί ως ένα από τα «100 επιδραστικότερα άτομα» από το περιοδικό Time και ένας από τους «κορυφαίους παγκόσμιους διανοητές» από το περιοδικό Foreign Policy. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα Washington Post, όπου κάλυπτε επιχειρηματικά και επιστημονικά θέματα και, στη συνέχεια, ως συντάκτης της εφημερίδας στα γραφεία της Νέας Υόρκης. Γεννήθηκε στην Αγγλία και μεγάλωσε στο Οντάριο του Καναδά. Σήμερα ζει στη Νέα Υόρκη.

Δημοφιλή