Θα γίνουμε η Δανία του Νότου; Η παιδαγωγική διάσταση του #metoo

Το κύμα του #metoo ήρθε στην Ελλάδα. Αν φέρει όμως ή όχι κάτι θετικό, θα εξαρτηθεί από τη χρήση του.
Motortion via Getty Images

Από τον Αύγουστο του 2020 η Δανία, μια χώρα πρότυπο για τις κοινωνικές κατακτήσεις και την προώθηση της ισότητας των δύο φύλων σε πολλούς τομείς, συνταράσσεται από σκάνδαλα σχετιζόμενα με κατάχρηση εξουσίας στον τομέα της σεξουαλικής συμπεριφοράς ισχυρών ανδρών εναντίον υφισταμένων τους που είναι γυναίκες και εξαρτώνται από τους πρώτους οικονομικά και επαγγελματικά.

Τα σκάνδαλα είχαν την ίδια δομή με τα αντίστοιχα στις ΗΠΑ, όπου ισχυροί παράγοντες του Χόλιγουντ, της πολιτικής, της μουσικής, ακόμη και ανώτατοι εισαγγελικοί λειτουργοί, κατηγορήθηκαν δημόσια από γυναίκες για ανάρμοστες σχέσεις και επιθετική συμπεριφορά στον σεξουαλικό τομέα που βίωσαν στα χέρια τους. Το εναρκτήριο λάκτισμα έδωσε η τηλεπαρουσιάστρια Sofie Linde σε μια τηλεοπτική εκπομπή στα τέλη Αυγούστου του 2020 όπου, εκτός κειμένου, μίλησε για μια απόπειρα σεξουαλικής παρενόχλησης που είχε υποστεί από παράγοντα του τηλεοπτικού τοπίου ο οποίος πριν από χρόνια της είχε ζητήσει έναν συγκεκριμένο τύπο ερωτικής επαφής απειλώντας την παράλληλα ότι αν απέρριπτε την πρόταση, η καριέρα της θα καταστρεφόταν. Η παρουσιάστρια δεν ανέφερε το όνομά του, αλλά κοιτώντας την κάμερα είπε: «Είμαι σίγουρη ότι μας παρακολουθείς. Ξέρεις ποιον εννοώ».

Αμέσως μετά την καταγγελία της δημοσιογράφου ένα κύμα παρόμοιων δημόσιων καταγγελιών αλλά και συμπαράστασης εκδηλώθηκε στη χώρα, ενώ παράλληλα εν μέσω κορωνοϊού, ξεκίνησε μια εντονότατη δημόσια συζήτηση γύρω από το ζήτημα της κατάχρησης εξουσίας σε σχέση με την επιθετική συμπεριφορά ανδρών εναντίον γυναικών στον τομέα της σεξουαλικότητας, ειδικά όταν η σχέση ισχύος μεταξύ τους είναι ασύμμετρη. Ο Morten Østergaard, αρχηγός του κόμματος των Κοινωνιο-Φιλελευθέρων (Sozialliberalen) αναγκάστηκε σε παραίτηση μετά από καταγγελίες για ανάρμοστη συμπεριφορά, το ίδιο και ο παντοδύναμος σοσιαλδημοκράτης δήμαρχος της Κοπεγχάγης Frank Jensen. Και οι καταγγελίες συνεχίζονται.

Το κύμα του #metoo, ένα κύμα συντονισμένων δημόσιων καταγγελιών για σεξουαλική επιθετικότητα με θύματα γυναίκες που ξεκίνησε στις ΗΠΑ στις 7.10.2017, είχε φτάσει στη Δανία ήδη μέσα στο ίδιο έτος, αλλά πραγματική απήχηση φαίνεται να είχε το τελευταίο εξάμηνο.

Στην Ελλάδα ήρθε μόλις πριν από λίγες εβδομάδες. Πρόκειται για μια επικοινωνιακή στρατηγική η οποία επιχειρεί – μέχρι σήμερα αρκετά αποτελεσματικά παρά τις κάποιες αστοχίες της και τις αντίστοιχες «παράπλευρες απώλειες» - να αφαιρέσει το πέπλο προστασίας που από την ίδια τη φύση της καταγγελλόμενης ανάρμοστης συμπεριφοράς (με την όποια κλιμάκωσή της, από λεκτική σεξουαλική παρενόχληση μέχρι κλασικό βιασμό), διαθέτει ο δράστης μιας σεξουαλικής επίθεσης. Ιδιαίτερα όταν αυτός είναι πρόσωπο με ασύμμετρη ισχύ απέναντι στο θύμα που κατά κανόνα είναι γυναίκα, βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης από τον επιτιθέμενο και δέχεται χωρίς τη συναίνεσή της ή και παρά την άρνησή της πρωτοβουλίες του ισχυρότερου αρσενικού στο πεδίο της σεξουαλικής συμπεριφοράς. Διότι δεν μιλάμε για τις περιπτώσεις όπου ο υφιστάμενος, για τους δικούς του λόγους, μπαίνει στο παιχνίδι της συναλλαγής με τον ισχυρότερο στη σχέση, και όπου η πρόσβαση του δεύτερου στο ερωτικό κεφάλαιο του πρώτου ανταλλάσσεται με αγαθά τα οποία έχει ανάγκη ο πρώτος και διαχειρίζεται ο δεύτερος. Αυτό είναι επίσης κατάχρηση εξουσίας και παραβατική συμπεριφορά, αλλά είναι άλλης τάξεως ζήτημα.

Πριν δούμε, όμως, πώς εξελίσσεται αυτή τη στιγμή και πριν εκτιμήσουμε πώς θα μπορούσε να εξελιχθεί στην ελληνική κοινωνία το φαινόμενο #metoo, είναι αναγκαίες ορισμένες προκαταρκτικές παρατηρήσεις.

Η πρώτη αφορά ένα υπαρκτό, όχι και τόσο περιθωριακό ως προς την έκταση, γεγονός σε όλες τις κοινωνίες: του πρώτου και του τρίτου κόσμου, καπιταλιστικές και σοσιαλιστικές, ανατολικές και δυτικές, μουσουλμανικές, χριστιανικές και άλλες. Πρόκειται για μια επιθετική συμπεριφορά στον σεξουαλικό τομέα από την πλευρά τμήματος του ανδρικού πληθυσμού σε γυναίκες, η οποία ξεκινά από ενοχλητικές και ανεπιθύμητες ερωτικές προσεγγίσεις (λεκτικές και σωματικές) και καταλήγει σε βιασμούς ή και δολοφονίες. Οι συμπεριφορές αυτές μπορεί να συμβαίνουν στο χώρο εργασίας, σε χώρους διασκέδασης και αναψυχής, ενδο-οικογενειακά, στα πλαίσια μιας σταθερής ή σύντομης και χαλαρής σχέσης και αλλού. Ένα από τα συνηθισμένα περιβάλλοντα όπου αναπτύσσονται οι επιθετικές αυτές συμπεριφορές είναι το εργασιακό, και συγκεκριμένα όταν ο άντρας βρίσκεται σε θέση ισχύος απέναντι στην εργαζόμενη γυναίκα που βρίσκεται σε θέση εξάρτησης.

Η δεύτερη παρατήρηση αφορά το γεγονός ότι η ανδρική αυτή επιθετικότητα εκδηλώνεται κατά κανόνα μέσα σε ένα πλαίσιο που – με εξαίρεση τυχόν επιτήρηση ή παγίδευση του χώρου - δεν επιτρέπει την παρουσία μαρτύρων και στις περισσότερες περιπτώσεις δεν αφήνει ίχνη. Αυτό σημαίνει ότι αν το θύμα δεν καταφέρει μέσω της λεκτικής ή έμπρακτης άρνησής του να μετατρέψει την εξελισσόμενη πράξη του επιτιθέμενου σε απόπειρα παρενόχλησης ή βιασμού, αυτή θα καταλήξει σε συντελεσμένη παρενόχληση ή βιασμό και σε περίπτωση που η γυναίκα θελήσει να καταγγείλει το επεισόδιο σε τρίτον, θα βρεθεί στη δυσάρεστη θέση να ισχυρίζεται ότι συνέβη κάτι (η δική της αφήγηση) το οποίο ο επιτιθέμενος θα αρνηθεί (η δική του αφήγηση). Όπως δείχνει η διεθνής εμπειρία, η τυπική απάντηση του καταγγελλόμενου σε αυτές τις περιπτώσεις είναι είτε η άρνηση του συμβάντος, είτε η παραδοχή του, αλλά με την προσθήκη ότι η σεξουαλική αλληλεπίδραση υπήρξε συναινετική. Βεβαίως όταν η πίεση είναι πολύ μεγάλη, δεν αποκλείεται ο δράστης, «συντετριμμένος», να προβεί σε μια θεαματική δημόσια κίνηση συγγνώμης από το θύμα.

Η τρίτη παρατήρηση αφορά τη δυνατότητα που έχει ο δράστης σε τέτοιες περιπτώσεις να επιβάλει «κυρώσεις» στο θύμα σε περίπτωση που αυτό αρνηθεί και αποκρούσει την επιθυμία του. Γνωρίζοντας ότι το θύμα γνωρίζει ότι θα υποστεί τις συνέπειες της άρνησής του να ικανοποιήσει την επιθυμία του, υπολογίζει ότι ο φόβος θα κάμψει τις αντιστάσεις και το θύμα θα ενδώσει. Αισθάνεται, επομένως, ασφαλής. Ιδιαίτερα όταν γνωρίζει επίσης ότι αν πάει κάτι στραβά, υπάρχει ένα δίχτυ ασφαλείας του περιβάλλοντός του (π.χ. διοίκηση του οργανισμού, επιτροπές ελέγχου, συνάδελφοι κλπ.) που θα υιοθετήσουν το δικό του αφήγημα για το επεισόδιο και θα ακυρώσουν το αφήγημα του θύματος. Η ολοκληρωτική αυτή δομή ισχύος μέσω της οποίας ο δράστης είναι σε θέση να επιβάλει τη βούλησή του είναι κοινή για όλες τις περιπτώσεις όπου ένα ισχυρό υποκείμενο επιχειρεί και καταφέρει να κινηθεί εκτός νόμου και να πετύχει στόχους καταφανώς έκνομους, χωρίς να κινδυνεύει να αποκαλυφθεί. Οι άπειρες περιπτώσεις συγκάλυψης ανομικών συμπεριφορών σε μια σειρά από κοινωνικά περιβάλλοντα, ακόμη και μέσα στον ίδιο το χώρο της δικαιοσύνης, αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Η αποκάλυψη ενός βιαστή είναι εξίσου δύσκολη με την αποκάλυψη ενός εκβιαστή, αν και στην περίπτωση της σεξουαλικής επιθετικότητας οι δύο ρόλοι συμπίπτουν. Η περίπτωση της σεξουαλικά προσανατολισμένης ανδρικής επιθετικότητας κατά γυναικών, όμως, δεν είναι η μόνη για την οποία αναπτύσσεται συχνά σιωπή εκ μέρους εκείνων που την υφίστανται. Η σιωπή είναι κοινή «ρεαλιστική» στρατηγική όλων των θυμάτων παραβατικής συμπεριφοράς εις βάρος τους την οποία λόγω των συνθηκών τέλεσή της αδυνατούν να τεκμηριώσουν, πέρα από την απλή αφήγηση, ή εκτιμούν ότι η καταγγελία τους στα αρμόδια όργανα δεν έχει κανένα νόημα διότι οι «ελεγκτές» βρίσκονται σε συνωμοτική σχέση (collusion το ονομάζει ο Erving Goffman) με τον δράστη. Για τη σεξουαλικά προσανατολισμένη παραβατικότητα υπάρχει ένα πρόσθετο στοιχείο που επίσης οδηγεί στη σιωπή: ο φόβος του στιγματισμού του θύματος μέσω της γνωστοποίησης της εμπειρίας του. Και δεν είναι τυχαίο ότι ένας από τους στόχους του #metoo είναι η εξάλειψη αυτού του φόβου μέσω των μαζικών δημόσιων καταγγελιών και μέσω της επικρότησης των καταγγελτικών πρωτοβουλιών από πρόσωπα αυξημένου κύρους.

Μια ακόμη, τελευταία, παρατήρηση σε ό,τι αφορά (α) την πλαισίωση των καταγγελιών για σεξουαλική επιθετικότητα, (β) την επανανοηματοδότηση εμπειριών μέσα στον χρόνο και (γ) την κυριαρχία κατά τη νοηματοδότηση συμπεριφορών που ταξινομούνται ως παρενόχληση ή βιασμός. Το ισχυρό όπλο του φαινομένου #metoo είναι η πλαισίωση της καταγγελίας για παρενόχληση ή βιασμό. Το βασικό γνώρισμα αυτής της πλαισίωσης είναι η υποχρέωση του ακροατηρίου να παρακολουθεί με σχεδόν θρησκευτική ευλάβεια την αφήγηση και να μην διανοηθεί να εκφράσει αμφιβολίες για την ακρίβεια και την εγκυρότητά της, όσο μακρινά και αν είναι τα συμβάντα της αφήγησης. Όλες οι ενστάσεις ότι ο χρόνος ενδέχεται να προκαλεί επανανοηματοδοτήσεις στα συμβάντα, ότι δεν πρέπει κανείς να αποκλείσει το ενδεχόμενο σφάλματος στη μνήμη ή ύπαρξης αλλότριων κινήτρων για την αφήγηση, απορρίπτονται διαρρήδην με το σκεπτικό ότι η αφήγηση μιας γυναίκας που κοινοποιεί την εμπειρία της για παρενόχληση ή κακοποίηση είναι πάντα αληθινή και είναι η μόνη αληθινή. Το ίδιο ισχύει, σύμφωνα με τη λογική των ζηλωτικών υποστηρικτών του #metoo αναφορικά με το ποιος δικαιούται να καθορίσει αν μια ενέργεια στο πεδίο της σεξουαλικής αλληλεπίδρασης συνιστά παρενόχληση ή κακοποίηση: η καταγγέλλουσα. Σύμφωνα με το δόγμα αυτό παρενόχληση ή κακοποίηση είναι αυτό που προσλαμβάνει η γυναίκα που είναι αποδέκτης της εν λόγω συμπεριφοράς ως τέτοιο, ανεξάρτητα από τη νοηματοδότηση της ίδιας ενέργειας από το υποκείμενο που την εκδήλωσε ή από το πώς την αντιλαμβάνονται τρίτοι. Η θετική επικοινωνιακή πλαισίωση της καταγγελίας, η εφαρμογή της αρχής «πίστευε και μη ερεύνα» στις σχετικές καταγγελίες και η κυριαρχία του μονομερούς υποκειμενικού νοήματος της καταγγελλόμενης ενέργειας συνιστούν τα πλέον ισχυρά όπλα του κινήματος #metoo ως προς την αποτελεσματικότητά του. Ταυτόχρονα όμως αποτελούν και τα πιο ευάλωτα σημεία στην κριτική που έχει εκφραστεί σε διεθνές επίπεδο.

Το κύμα του κινήματος #metoo που ήρθε καθυστερημένα και στη χώρα μας έχει τα θετικά του, αλλά και τα αρνητικά του. Και οι δύο όψεις είναι γνωστές και έχουν συζητηθεί εκτενώς σε άλλες χώρες ήδη από τις αρχές του κινήματος αυτού. Η αρθρογραφία, οι δικογραφίες και η βιβλιογραφία σχετικά με την σεξουαλικά προσανατολισμένη ανδρική επιθετικότητα είναι αρκετά εκτεταμένες.

Στα θετικά του πρέπει να προσμετρηθούν:

(α) η άρση της ατιμωρησίας και της ασφάλειας που απολαμβάνουν μέχρι σήμερα οι δράστες εξ αιτίας της περιορισμένης δημοσιότητας που προκαλούσε η σιωπή,

(β) η αποτρεπτική ισχύς που δημιουργεί η ετοιμότητα των γυναικών που υπέστησαν αυτού του είδους τη βία να δημοσιοποιούν την περίπτωσή τους και να εισπράττουν από το κοινό συμπαράσταση για την στάση τους αυτή,

(γ) η πρόκληση ενός ευρύτερου κοινωνικού διαλόγου γύρω από τα όρια του κανονικού και του επιτρεπτού στην ερωτική αλληλεπίδραση μεταξύ δύο ανθρώπων από τους οποίους τουλάχιστον ο ένας έλκεται ερωτικά από τον άλλον και επιθυμεί να τον προσεγγίσει χωρίς να τον πληγώσει ή να τον προσβάλει.

Τα αρνητικά του κινήματος είναι:

(α) η άποψη που τείνει να καθιερωθεί ότι η αφήγηση της εμπειρίας μιας γυναίκας που μιλά (καταγγέλλει) σεξουαλική παρενόχληση ή βιασμό και εν γένει επιθετική σεξουαλική συμπεριφορά εκ μέρους τρίτου, είναι εξ ορισμού έγκυρη και ακριβής, είτε υπάρχουν αποδείξεις είτε όχι, μια άποψη που αν κυριαρχήσει και πέρα από την αρχική ζηλωτική φάση του κινήματος, δημιουργεί κατ΄ανάγκην μια σιωπή από την ανάποδη, δηλαδή φίμωση εκείνων που επιφυλάσσονται να υιοθετήσουν την αφήγηση του θύματος αν αυτή δεν συνοδεύεται από ενισχυτικά στοιχεία, πέρα από την ίδια την αφήγηση,

(β) η κοινωνική, οικονομική και επαγγελματική καταδίκη του φερόμενου ως δράστη πολύ πριν προκύψει η καταδικαστική ή αθωωτική απόφαση του δικαστηρίου,

(γ) η γλώσσα του μίσους και του διχασμού που δημιουργείται μέσα από τη γενίκευση ότι οι άντρες εν γένει είναι δυνητικοί βιαστές και ότι το κίνημα του #metoo πρέπει να γίνει αντιληπτό ως μια πολιτισμική επανάσταση εναντίον του πατριαρχικού συστήματος, όπου η έμφαση δεν είναι τόσο στη διαπαιδαγώγηση των δύο φύλων, και ειδικότερα των νέων, για το πώς να διαχειρίζονται τη σεξουαλικότητά τους αναγνωρίζοντας και σεβόμενοι αμοιβαία τα όρια του κοινωνικά αποδεκτού, αλλά η ανατροπή της εξουσίας των «αντρών» και το «τσάκισμα του Πατριαρχάτου».

Είναι χρήσιμο στο σημείο αυτό να θυμίσουμε ότι στις ΗΠΑ η κατεδάφιση του μεγιστάνα της βιομηχανίας του θεάματος Weinstein με την καταδίκη του σε 23 χρόνια κάθειρξης από δικαστήριο της Νέας Υόρκης πριν από έναν χρόνο δεν συντελέστηκε απλά επειδή οι καταγγελίες των γυναικών που είχαν κακοποιηθεί θεωρήθηκαν εξ αρχής με αξιωματικό τρόπο έγκυρες και ακριβείς, αλλά επειδή είχαν συγκεντρωθεί μέσα από μια μακρόχρονη, επίπονη και εξαντλητική δημοσιογραφική έρευνα δύο σπουδαίων γυναικών της εφημερίδας New York Times που τιμήθηκαν με το βραβείο Pulitzer τόσα και τέτοια στοιχεία που η υψηλής στάθμης υπεράσπιση του κατηγορουμένου στο δικαστήριο δεν κατάφερε να ανατρέψει.

Το κύμα του #metoo ήρθε στην Ελλάδα. Αν φέρει όμως ή όχι κάτι θετικό, θα εξαρτηθεί από τη χρήση του. Και η μόνη χρήση που εγγυάται ότι θα αφήσει πίσω του θετικό απολογισμό είναι η συμβατότητα και η σύζευξή του με τον νομικό μας πολιτισμό, σύμφωνα με τον οποίο δεν δικαιούνται να δικάζουν προκαταβολικά ο καταγγέλλων και το ακροατήριό του, πριν αποφανθεί για την ενοχή το σχετικό θεσμικό όργανο. Αλλιώς, ακόμη και αν κάποιοι μεγαλόσχημοι κατεδαφιστούν, οι παράπλευρες απώλειες θα είναι πολλές και ο διχασμός εκτεταμένος. Το τελευταίο που χρειάζεται η ελληνική κοινωνία σε αυτή τη συγκυρία είναι μια ακόμη πάλη: η πάλη των φύλων.

  • Απόψεις και άλλες δηλώσεις που εκφράζονται από χρήστες και τρίτα μέρη (π.χ., bloggers) είναι αποκλειστικά δικές τους και δεν αποτελούν απόψεις της HuffPost Greece. Την ευθύνη για περιεχόμενο που δημιουργείται από τρίτα μέρη φέρουν αποκλειστικά τα μέρη αυτά.

Δημοφιλή