Τα τρέχοντα επιχειρήματα εναντίον του Κρυφού Σχολειού… είναι τόσο αφελή, που προκαλούν πραγματικά μεγάλη εντύπωση και δημιουργούν σοβαρά ερωτηματικά,
Νικόλαος Γύζης, Έλληνικόν Σχολείον έν καιρώ δουλείας,γνωστότερο ως Το κρυφό σχολειό, ελαιογραφία, 1885/86.
Νικόλαος Γύζης, Έλληνικόν Σχολείον έν καιρώ δουλείας,γνωστότερο ως Το κρυφό σχολειό, ελαιογραφία, 1885/86.
commons wikimedia

Είναι γνωστές οι δυσκολίες που συναντούσαν οι Έλληνες για να δημιουργήσουν και να στερεώσουν τα σχολεία τους κάτω από το άγρυπνο βλέμμα των Οθωμανών, που δεν τα αντιμετώπιζαν ποτέ με ευμενή προαίρεση – ιδιαίτερα κατά τους σκοτεινούς αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας, μέχρι και τον αρχόμενο 17ο αι. Εν τούτοις, προσφάτως, κατέστη αντικείμενο έντονης διαμάχης το ζήτημα της ύπαρξης «κρυφού σχολειού» και, μέσω της αμφισβήτησης της ύπαρξής του, τίθενται εν αμφιβόλω οι ίδιες οι διώξεις των Οθωμανών κατά της παιδείας. Το θέμα απέκτησε και μια ισχυρή συμβολική διάσταση, παράλληλα με την αμφισβήτηση γεγονότων όπως η κήρυξη της Επανάστασης κατά την 25η Μαρτίου, η ανύψωση της επαναστατικής σημαίας από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, ή η αυθεντικότητα του χορού του Ζαλόγγου κ.λπ.

Μέχρις ότου ανακύψει αυτή η διαμάχη, και πριν οδηγηθεί στην πυράκτωση που προσέλαβε κατά τη δεκαετία του 1990 και του 2000, η ύπαρξη του «κρυφού σχολειού», είχε αμφισβητηθεί από ελάχιστους ιστορικούς ή φιλολόγους, αλλά γινόταν αποδεκτό χωρίς δισταγμό από όλους σχεδόν τους υπολοίπους. Πρώτος ο Γιάννης Βλαχογιάννης (1867–1945), σε κείμενό του που δημοσιεύτηκε το 19451, θα τονίσει με τη γνωστή του απολυτότητα πως, «ανάμεσα σε όσες διατριβές έτυχε να διαβάσω… δεν είδα καμία ιστορική μαρτυρία που να βεβαιώνει την ύπαρξη κρυφού σχολειού… Ποτέ ο Τούρκος ο αγράμματος δεν μπόδισε το χριστιανό γράμματα να μαθαίνει…». Θα ακολουθήσει ο Γιάννης Κορδάτος, «...κρυφό σχολείο δεν υπήρχε πουθενά. Αυτό είναι ένα ιστορικό ψέμα. Η τουρκική εξουσία δεν εμπόδιζε τα σχολεία, για να είναι κρυφά2».

Η συζήτηση αναζωπυρώνεται κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο. Ο Άλκης Αγγέλου (1917-2001), σε σχετικό κεφάλαιο της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους, το 1974, θα το επαναφέρει, τονίζοντας πως «για να καλυφθή το κενό ως την εποχή που αρχίζει η ανανέωση της νεοελληνικής παιδείας, στα τέλη του 16ου αι., τοποθετήθηκε ο μύθος για το κρυφό σχολειό»3, ενώ και ο Χρήστος Πατρινέλης (1929-2009), στην ίδια έκδοση, υπερθεματίζει: «δεν έχουμε ούτε ένα παράδειγμα αρνήσεως των τουρκικών αρχών να δώσουν άδεια λειτουργίας σχολείου, ή βίαιου κλεισίματος σχολείου από Τούρκους. Οι αντίθετες πληροφορίες είναι πολύ μεταγενέστερες και πρέπει να συσχετισθούν με τον θρύλο του κρυφού σχολειού»4.

Στην ύστερη μεταπολιτευτική περίοδο, το ζήτημα θα αποκτήσει νέες διαστάσεις, με μια ομοβροντία «απομυθοποιητικών» κειμένων και άρθρων. Ο Αλέξης Πολίτης, σε άρθρο του στην εφημερίδα Αυγή, στις 25 Μαρτίου 1994, «απομυθοποιώντας» το δημοτικό ασμάτιο «φεγγαράκι μου λαμπρό…» συμπεραίνει πως «καμιά απαγόρευση σχολείου δεν έχει επισημανθεί, κανένας, ούτε ο ελάχιστος υπαινιγμός δεν έχει εντοπισθεί στα χρόνια της τουρκοκρατίας»5. Ο Άλκης Αγγέλου θα επανέλθει το 1997 και το μικρό δοκίμιό του, Τὸ Κρυφὸ σχολειό, Χρονικὸ ἑνὸς μύθου6, θα μεταβληθεί σύντομα στη βασική βιβλιογραφική αναφορά για τα κυριολεκτικώς εκατοντάδες άρθρα και κείμενα που θα δημοσιευτούν την αμέσως επόμενη περίοδο7. Ο Αγγέλου,, θα προσφέρει το κύρος του σε αυτή την εκστρατεία και θα το αναδείξει σε κομβικό στοιχείο της μεγάλης ιδεολογικής αντιπαράθεσης «Εκκλησίας και εκσυγχρονισμού», που θα κορυφωθεί στα αμέσως επόμενα χρόνια. Ο Βασίλης Κρεμμυδάς, ο Αντώνης Λιάκος, ο Π. Στάθης και δεκάδες άλλοι, ιστορικοί ή δημοσιογράφοι, θα κανονιοβολούν «ανελέητα» ένα σχολειό που θα γίνει ακόμα πιο «απόκρυφο», κάτω από αυτή την κυριολεκτική επικοινωνιακή καταιγίδα8.

Για να καταδείξουν, μάλιστα, πως το κρυφό σχολειό είναι κυριολεκτικώς «αδιανόητο», ο Αγγέλου, ο Πατρινέλης και η χορεία των ομοϊδεατών τους, υποστηρίζουν πως οι Οθωμανοί αναγνώριζαν και «σέβονταν» τη θρησκεία των ραγιάδων και, κατά συνέπεια, δεν μπορούσαν παρά να ανέχονται και την εκπαίδευση που παρείχαν ή ενέκριναν οι ίδιοι οι εκκλησιαστικοί θεσμοί. Διαβάζουμε από τον Χρ. Πατρινέλη:

Ανάλογη ήταν η στοιχειώδης εκπαίδευση και στην οθωμανική κοινωνία. Είχε χαρακτήρα σχεδόν αποκλειστικά θρησκευτικό. Το σχολείο (mahale mektebi) λειτουργούσε μέσα ή κοντά στο τζαμί της γειτονιάς. Δάσκαλος ήταν ο χότζας. Σχολεία λειτουργούσαν και σε μονές δερβίσηδων.[ ] Συμπέρασμα: οι ομοιότητες με τα ελληνικά σχολεία είναι πολλές. Ώστε, όταν ο σουλτάνος Μεχμέτ Β΄ παραχωρούσε τα «προνόμια» στον Γεννάδιο Σχολάριο, ήταν αυτονόητο –και για τον σουλτάνο και για τον πατριάρχη– ότι μέσα στις αρμοδιότητες της Εκκλησίας ήταν και η λειτουργία των από αιώνες καθιερωμένων σχολείων μέσα ή δίπλα στην εκκλησία ή τη μονή9.

Πέραν του γεγονότος ότι τα «προνόμια» που παραχωρήθηκαν δεν περιλαμβάνουν ρητά τα σχολεία, αυτό καθεαυτό το επιχείρημα, που καταλαμβάνει κεντρικό ρόλο σε όλο το οικοδόμημα της αναθεωρητικής ιστοριογραφίας για την «ανεκτική» Τουρκοκρατία, ελέγχεται στα θεμέλιά του:

Η μουσουλμανική και η χριστιανική θρησκεία δεν ήταν ισότιμες και οι Οθωμανοί ανέχονταν απλώς τον χριστιανισμό, διότι είχαν ανάγκη από εκμεταλλευόμενους υπηκόους και υποζύγια. Και εκτεταμένοι εξισλαμισμοί ελάμβαναν χώρα μέχρι τον ύστερο 18ο αιώνα, στην Ήπειρο π.χ., ή ακόμα και κατά τον 19ο και τον 20ό, όπως στον Πόντο, και περιορισμοί υπήρχαν στις θρησκευτικές πρακτικές, και εκκλησίες γκρεμίζονταν ή μετατρέπονταν σε τεμένη, και ήταν πολύ δύσκολη η παραχώρηση άδειας ακόμα και για την ανοικοδόμηση εκκλησιών που είχαν καταρρεύσει, και οι κληρικοί συχνά πυκνά καταδιώκονταν από τους μουσουλμάνους.

Στις πόλεις, σπανιότατα επιτρεπόταν η ανέγερση ναού, με ειδική άδεια, ενώ όσοι ναοί βρίσκονταν κοντά σε μουσουλμανικούς χώρους κατεδαφίζονταν. Οι διάδοχοι του Μωάμεθ «απαιτούσαν να μετατραπούν οι περισσότεροι χριστιανικοί ναοί σε τζαμιά» και «μόνο τρεις από τους ναούς της πάλαι ποτέ Βασιλεύουσας διατηρήθηκαν», ενώ οι καταστροφές ναών ήταν συχνότατες, με κορυφαίο παράδειγμα την τουρκοκρατούμενη Κρήτη, μετά το 166910.

Οι μεγάλοι διωγμοί εναντίον των χριστιανών, επί Σελίμ Α΄ (1520) και Μουράτ Γ΄ (1577), είχαν ως αποτέλεσμα οι εκκλησίες «…νὰ κατεδαφισθοῦν, ἠναγκάσθησαν δὲ οἱ χριστιανοὶ νὰ ἀνεγείρωσι νέας ξυλίνας. Περὶ τὸ 1600 ἔτος ἀφήρεσαν πάλιν οἱ ὀθωμανοὶ πάσας τὰς λαμπράς ἐκκλησίας ἐχούσας θόλον, ἐπιτρέψαντες τοὺς χριστιανοὺς νὰ κτίζωσι μόνον χθαμαλοὺς καὶ προσγείους ναούς. Ἀπό δὲ τοῦ 1730 μηδὲ νὰ διορθῶσι τὰς ἐκκλησίας ἠδύναντο. [ ] Οἱ ὀθωμανοὶ ἠρεύνων τὰς ἐκκλησίας ἐπιμελῶς, καὶ ἄν εὕρισκον ἔστω καὶ ἧλον ἕνα ἤ κέραμον, κατεδίωκον τοὺς χριστιανοὺς ἤ διέτασσον τὴν κατεδάφισιν»11.

Ο Άγγλος περιηγητής, σερ Πωλ Ρικώ, σημειώνει το 1678:

Είναι τραγική η μετατροπή των ναών σε τζαμιά [] τα μυστήρια της Αγίας Τράπεζας τελούνται κρυφά, σε σκοτεινά μέρη. Γι’ αυτόν τον λόγο, στις πόλεις και τα χωριά που ταξίδευσα, είδα περισσότερες κρύπτες και μνήματα, παρά εκκλησίες, με τις στέγες τους εξισωμένες με την επιφάνεια της γης, για να μην κατηγορηθεί η πιο κοινή οικοδομική [ ] για τάσεις θριάμβου και ανταγωνισμού με τους υψηλούς μιναρέδες των οθωμανικών τζαμιών. Οι ορθόδοξοι ιερείς είναι αναγκασμένοι να ζουν με προσοχή και να ιερουργούν στο σκοτάδι και με μυστικότητα, τρέμοντας τον θρησκόληπτο χαρακτήρα των Ασιανών φανατικών12.

Παρότι οι Οθωμανοί, μετά από τους πρώτους σκοτεινούς αιώνες, ανέχονταν συνήθως και τις εκπαιδευτικές πρακτικές των ραγιάδων, ωστόσο τις υπέβλεπαν, με δυσκολία έδιναν άδειες για την ίδρυση σχολείων, ακόμα και επιγενέστερα, σχεδόν πάντοτε κατόπιν δωροδοκίας, ενώ βεβαίως ξεσπούσαν πάνω στα σχολειά όταν υπήρχαν πολιτικές ταραχές, όπως συνέβη μετά τα Ορλωφικά σε πολλές περιοχές. Διαθέτουμε μάλιστα τη σχετική μαρτυρία του Κούμα για τη Λάρισα· ο Κωνσταντίνος Κούμας, γεννημένος στην θεσσαλική πόλη το 1777, κοραϊστής δάσκαλος του γένους, εχθρικά διακείμενος προς τη Φιλική Εταιρεία και γενικότερα προς τα επαναστατικά εγχειρήματα των Ελλήνων, αναφέρει πως έγινε «δεκαετὴς χωρὶς νὰ ἴδῃ οὔτε ἐκκλησίαν (διότι τὴν μόνην τῆς Λαρίσσης εἶχαν κρημνίσει οἱ Τοῦρκοι [ ]), οὔτε κοινὸν σχολεῖον, διότι ἐφυλάττετο ἔγκλειστος, διὰ τὸν φόβον τῶν Γιανιτσάρων13», ως συνέπεια του κλίματος των διώξεων που επικρατούσε σχεδόν δύο δεκαετίες μετά τα Ορλωφικά, και μάλιστα σε μία περιοχή όπου δεν είχαν εκδηλωθεί επαναστατικές κινήσεις των Ελλήνων. Πολλά παιδιά «ἔπιπταν θύματα τῶν Γιανιτσάρων ἀτιμωρητὶ εἰς τοὺς δρόμους» και οι πιο ευκατάστατοι γονείς «ἠναγκάζοντο νὰ ἐξοριζωσι τὰ τέκνα των [] εἰς κώμας κατοικουμένας ὑπὸ μόνων χριστιανῶν»14. Όσο για την εκκλησία και το σχολείο της πόλης15:

Ἕνα μόνον ναὸν εἶχαν πέντε χιλιάδες κάτοικοι τῆς πόλεως ἐκείνης, τιμώμενον εἰς ὄνομα τοῦ ἁγίου Ἀχιλλίου, καὶ τοῦτον τὸν εκρήμνισαν, μὲ ὅρκον νὰ μὴ συγχωρήσωσι πλέον τὴν ἀνάκτισίν του. Μετὰ παρέλευσιν εἰκοσιτεσσάρων ἐτῶν, [ ] ἀνεκτίσθη ὁ ναὸς οὗτος ἐπὶ Σελὶμ Γ΄ διὰ φροντίδος τοῦ ἀξιεπαίνου μητροπολίτου Λαρίσσης Διονυσίου Καλλιάρχου κατὰ τὸ 1794 ἔτος, ὁπότε ὁ καλὸς οὗτος ποιμὴν ἀνήγειρε καὶ τὸ παλαιὸν Ἑλληνικὸν σχολεῖον

Εἰς τὰς ἀρχὰς τοῦ 1798 ἔτους, [ο Κούμας] ἀνεδείχθη διδάσκαλος τοῦ Ἑλληνικοῦ σχολείου τῆς πατρίδος του Λαρίσσης, ἥτις [ ] ἀπέκτησε τὸ καλὸν τοῦτο, τὸ ὁποῖον ἐστερεῖτο τριάκοντα περίπου ἔτη.

Εάν αυτά συνέβαιναν κατά την περίοδο της «άνθησης» του διαφωτισμού σε μία μεγάλη πόλη όπως η Λάρισα, τι άραγε συνέβαινε σε άλλες απομονωμένες περιοχές, στη Βόρεια Ήπειρο όπου, μερικά χρόνια πριν, είχε εξαφανιστεί, εξ αιτίας των διώξεων των Τουρκαλβανών, αύτανδρη μια μεγαλούπολη (για τα δεδομένα της εποχής), η Μοσχόπολη, ή στη Μικρά Ασία ή στην… Αίγυπτο; Διαβάζουμε, μερικούς αιώνες πριν, τη μαρτυρία ενός εξ ίσου αξιόπιστου συγγραφέα, του Μελέτιου Πηγά:

Ο Πηγάς (1549-1601) πατριάρχης Αλεξανδρείας μετά το 1590 και ένας από τους σημαντικότερους πνευματικούς ηγέτες του γένους κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας16, σε επιστολή του προς τους ορθοδόξους της Πολωνίας, το 1598, αναφέρεται στην καταδίωξη και την απαγόρευση («υπερορία») της ελληνικής γλώσσας, καθώς και την πυρπόληση των ελληνικών βιβλίων κατά τη διάρκεια της πατριαρχίας του προκατόχου του, Σιλβέστρου (1565-1590): «Ἀφ’ οὗ δὴ οὖν τὰ πρῶτα κρατήσασα ἡ πάνδημος αὕτη λύμη καὶ φθορά, τὰς μὲν βίβλους τῆς καθ’ ἡμᾶς καὶ τῆς ἑλληνικῆς σοφίας κατακαῆναι προστάξασα, και ὑπερορίσασα τὴν ἐράσμιον φωνὴν τὴν ἑλληνικήν».

Συνεχίζει δε, περιγράφοντας τί είχε συμβεί στους Έλληνες της Αιγύπτου όταν αυτή, το 1517, κατελήφθη από τον Σελίμ Α΄ (1512-1520), τον επιλεγόμενο γιαβούζ (σκληρό), πρώτο σουλτάνο που ανακηρύχθηκε χαλίφης όλων των μουσουλμάνων: «Καθὰ μοι Ἰωακεὶμ τις γέρων διηγεῖτο, τριάκοντα χιλιάδες γλωσσῶν ἐν τῇ Αἰγύπτῳ ἀπετμήθησαν ἡμέρᾳ μιᾷ, διὰ τὸ μόνον ἑλληνιστὶ λαλῆσαι»17.

Ακόμα και αν θεωρήσουμε υπερβολικό τον αριθμό των τριάντα χιλιάδων κομμένων γλωσσών, το γεγονός συνάδει με τη σκληρότητα που επεδείκνυαν οι Τούρκοι κατά τον 16ο αι. στις νεοκατακτηθείσες «δια του ξίφους» περιοχές. Και δεν πρόκειται για μια μαρτυρία τοποθετημένη στη σφαίρα του φανταστικού, δεδομένου ότι αποτελούσε συνήθη πρακτική των Οθωμανών απέναντι στους κατακτημένους λαούς, ακόμα και επιγενέστερα και όχι μόνο από τον «γιαβούζ» Σελίμ. Ο σερ Έντμουντ Πηρς, αναφερόμενος στην απαγόρευση της χρήσης της ελληνικής γλώσσας στα δικαστήρια των Ιωαννίνων, το… 1890, γράφει:

Εντούτοις ένας τέτοιος περιορισμός βρισκόταν μάλλον σε συμφωνία με την τουρκική παράδοση. Πολλές διαταγές είχαν εκδοθεί σε προγενέστερες εποχές και σε διαφορετικές περιοχές της Αυτοκρατορίας, ιδιαίτερα στην Αρμενία, που απαγόρευαν τη χρήση της μητρικής γλώσσας επί ποινή αποκοπής της γλώσσας του παραβάτη18.

Με δεδομένη τη μακρά αυτή οθωμανική παράδοση, επιβιώσεις της οποίας διαπιστώνονται και στη σημερινή Τουρκία, όπου μέχρι πριν λίγα χρόνια απαγορευόταν η χρήση της κουρδικής γλώσσας, φωτίζεται διαφορετικά η διαβεβαίωση του Μελέτιου Πηγά πως η οθωμανική εξουσία όχι μόνο κατέκαυσε τα ελληνικά βιβλία αλλά και είχε «εξορίσει» την ελληνική γλώσσα επιβάλλοντας και την ποινή της αποκοπής των γλωσσών.

Αλλά ακόμα και αν δεχθούμε τη θεωρία περί «αυτονοήτης» διεύρυνσης, στην εκπαίδευση, των προνομίων που παραχωρήθηκαν στην Εκκλησία, αυτά τα προνόμια υπόκεινταν σε επικύρωση από τον κάθε φορά νέο κάτοχο του σουλτανικού θρόνου και παραχωρούνταν εκ νέου στον ανερχόμενο στον θρόνο πατριάρχη. «Τα δικαιώματα ταύτα ήσκει ο πατριάρχης, εφόσον οι κρατούντες εσέβοντο αυτά, κατέπιπτον δε εις νεκρὸν γράμμα συνήθως, οσάκις ήθελον αὐτοί. [ ] Πάσα η εξουσία αύτη ήτο πολλάκις νεκρόν όνομα, οσάκις δηλαδή παρενέβαινε η τουρκική αυθαιρεσία»19. Και δεδομένου ότι το δικαίωμα της εκπαίδευσης δεν περιλαμβανόταν ρητώς σε αυτά τα διαρκώς αμφισβητούμενα προνόμια, ένας οξυδερκής συγγραφέας –καθ’ υπερβολήν αλλά απολύτως λογικά–, απευθυνόμενος στους υποστηρικτές του «απαραβίαστου» των προνομίων αντιστρέφει το επιχείρημά τους:

Πουθενά δεν αναφέρεται κάποιο ειδικό προνόμιο που να προβλέπει ίδρυση κοσμικών εκπαιδευτηρίων στην οθωμανική επικράτεια, παρά μόνον εμμέσως μπορεί να υποθέσει κανείς ότι θα ήταν ανεκτό, αλλά μόνον ως εκκλησιαστική δικαιοδοσία, [ ] φυσικά, υπό την αυθαίρετη σουλτανική βούληση. Επομένως, είναι προφανές πως ό,τι δεν έχει δοθεί ως ειδικό προνόμιο είναι ουσιαστικά απαγορευμένο και, σε κάθε περίπτωση, όχι τυπικά νόμιμο και αποδεκτό άνευ όρων από την δεσποτική οθωμανική εξουσία – είναι δηλαδή «κρυφό». Προνόμιο διά παραλείψεως δεν νοείται20.

Το ίδιο είχε πρώτος επισημάνει ο Τάσος Γριτσόπουλος: «Απηγορεύετο λοιπόν κατ’ ουσίαν η ίδρυσις και η λειτουργία σχολείων, ενώ δεν απηγορεύετο επισήμως21». Προπαντός στις περιοχές που οι Οθωμανοί θεωρούσαν είτε ότι ανήκαν στον «σκληρό πυρήνα» της επικράτειάς τους, όπως στη Μικρά Ασία, είτε σε εκείνες όπου ήθελαν να δημιουργήσουν μουσουλμανικά ερείσματα στον εγχώριο πληθυσμό, όπως στον Πόντο, τη Βόρειο Ήπειρο, την Αλβανία, τη Βοσνία κ.λπ., εκεί οι εξισλαμισμοί προσελάμβαναν και βίαιο καταναγκαστικό χαρακτήρα – εξ ου και η διατήρηση επί αιώνες κρυπτοχριστιανών σε αυτές. Στη Μικρά Ασία, σύμφωνα με τον Σπύρο Βρυώνη, οι Τούρκοι εμποδίζουν όχι μόνο τη λειτουργία σχολείων αλλά ακόμα και εκκλησιών, προωθώντας τον εξισλαμισμό της περιοχής22.

Γίνεται λοιπόν έκδηλο πως μορφές «κρυφού σχολειού», δηλαδή περιόδων και περιοχών στις οποίες οι εκπαιδευτικές δραστηριότητες των Ελλήνων καταδιώκονταν, εν μέρει ή καθολικά, και αυτοί ήταν υποχρεωμένοι να τις ασκούν είτε παράνομα και κρυφά είτε ημιπάρανομα και ημινόμιμα, όχι μόνο υπήρξαν αλλά δεν θα ήταν δυνατό να μην υπάρχουν! Και αν είναι όντως λίγες οι σχετικές αναφορές σε γραπτές πηγές, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι επρόκειτο για μια κοινότοπη καθημερινότητα των ραγιάδων· η άσκηση των θρησκευτικών και εκπαιδευτικών λειτουργιών αποτελούσαν ένα καθημερινό διακύβευμα που ενείχε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό διακινδύνευσης, ανάλογα με την περίοδο και την περιοχή. «Δεν απηγορεύετο επισήμως», αλλά και δεν επιτρεπόταν.

Κατά τους πρώτους «σκοτεινούς αιώνες», υπήρχαν ελάχιστα κατώτερα σχολειά, τα πλείστα σε μοναστήρια, περισσότερο και από τις εκκλησίες των πόλεων, ακριβώς γιατί βρίσκονταν μακριά από το μάτι και τη προσοχή των Τούρκων – εξάλλου, αυτή ήταν μία από τις βασικές αιτίες για τη διατήρηση του σημαίνοντος ρόλου των μοναστηριών, η φυσική απομάκρυνσή τους από την οθωμανική εξουσία. Στα μοναστήρια θα γιορτάζουν ελευθέρως και υψηλοφώνως τους αγίους και τις μεγάλες θρησκευτικές εορτές, ιδιαίτερα το Πάσχα, τον Άη-Γιώργη, την Παναγία, τον Άγιο Δημήτριο, εκεί θα συγκεντρώνονται και οι εκπαιδευτικές δραστηριότητες, για πολλά χρόνια. Γι’ αυτό και όλες οι τοποθεσίες που χαρακτηρίζονται ως «κρυφά σχολειά» βρίσκονται μέσα ή δίπλα σε μοναστήρια. Και όμως, όπως καταδεικνύει το παράδειγμα του Κούμα, ακόμα και σε μεταγενέστερες περιόδους, σε μεγάλες πόλεις, οι Τούρκοι μπορούσαν να κλείνουν τα σχολειά των Ελλήνων επί τριάντα χρόνια! Άραγε, με ποιον τρόπο και με πόσες προφυλάξεις διδάσκονταν, έστω και ελάχιστα κολλυβογράμματα, τα παιδιά των Λαρισαίων, όταν φοβούνταν ακόμα και να κυκλοφορήσουν στον δρόμο; Για να μην αναφερθώ στη μοίρα των Ελλήνων της Αιγύπτου ή του Πόντου.

Ακόμα και μετά την Επανάσταση, τον Σεπτέμβριο του 1832, όταν πνέει άνεμος «εκσυγχρονισμού» στην οθωμανική Αυτοκρατορία, ο γνωστός διαφωτιστής, Γρηγόριος Κωνσταντάς, για να ανοίξει σχολείο στο Πήλιο, επιζητεί την έκδοση σουλτανικού φιρμανιού για να προστατευθεί από τους «περιοικοῦντας ὀθωμανούς»:

Ἐγὼ ὁ ἄθλιος ἐπιθυμῶ νὰ ἐπιστρέψω εἰς τὴν πατρίδα μου, νὰ ἀνοίξω πάλιν τὸ σχολεῖον μου... Φοβοῦμαι ὅμως καὶ τοὺς περιοικοῦντας ὀθωμανούς, οἱ ὁποῖοι ἠμποροῦν νὰ ἐκλάβουν τὸ πρᾶγμα ἀλλέως, παρά ἐγώ τὸ μεταχειρίζομαι. Ὅθεν παρακαλῶ νὰ συσκεφθῆτε ἂν εἶναι δυνατὸν νὰ μοὶ δοθῇ βασιλικὸν φιρμάνι ὑπερασπίζον τὸ σχολεῖον τοῦτο ἀπὸ τῶν περιοίκων ἀλλογενῶν ἐνδεχομένας καταδρομάς23.

Θα αρκούσαν όσα έχουμε παραθέσει έως εδώ για να κλείσουμε το ζήτημα, θεωρώντας αυτονόητο το γεγονός πως, όπως και οι λοιπές δραστηριότητες του ελληνισμού, έτσι και η εκπαίδευσή του διεξαγόταν σε ένα ιδιότυπο καθεστώς «κρυπτείας» και να δεχθούμε ως αυτονόητο και συμβολικό τον όρο «κρυφό σχολειό». Όμως, οι διαστάσεις που προσέλαβε η σχετική συζήτηση και η υψηλή ιδεολογική αξία που απέκτησε μας υποχρεώνουν να επιμείνουμε, παρότι συμφωνούμε με τις διαπιστώσεις του Απ. Διαμαντή24:

Η συνδυασμένη και ξαφνική αυτή μανία μιας ιστοριογραφικής μερίδας έχει ελάχιστη ιστοριογραφική αξία, εφόσον αντιφάσκει προς εντοπισμένες προφορικές παραδόσεις αλλά και προς βιωμένες ιστορικές εμπειρίες αιώνων, που προκύπτουν από τη λόγια γραμματεία. Τα τρέχοντα επιχειρήματα εναντίον του Κρυφού Σχολειού… είναι τόσο αφελή, που προκαλούν πραγματικά μεγάλη εντύπωση και δημιουργούν σοβαρά ερωτηματικά, αφενός για την επιστημονική επάρκεια αυτής της μερίδας της ελληνικής ιστοριογραφίας και αφετέρου για τα πραγματικά κίνητρά της.



1 Γιάννης Βλαχογιάννης, «Το κρυφό σκολειό», Νέα Εστία, τχ. 436 (15 Αυγ 1945), σ. 679· Γ. Βλαχογιάννης, Καραϊσκάκης, Αθήνα χ.χ., σ. 152.

2 Γ. Κορδάτος, ΙΝΕ, 20ός αιώνας, 1957, τ. 1, σ. 552.

3 Άλκης Αγγέλου, «Η Κατάσταση της Παιδείας…», ό.π., σσ. 366-367.

4 Χρ. Πατρινέλης, «Η Κατάσταση της Παιδείας κατά την περίοδο 1453-1669», στο ΙΕΕ, τ. Ι΄, ΕΑ, Αθήνα 1974, σ. 370.

5 Βλ. Αλέξης Πολίτης, «Φεγγαράκι μου λαμπρό. ’Απόπειρα για ένα μικρό σχεδίασμα της πρώτης φάσης της ιστορικής διαδρομής του μύθου του “Κρυφού Σχολείου”», Αυγή, 25-3-1994 και, στο βιβλίο του, Το μυθολογικό κενό, Πόλις, ’Αθήνα 2000, σσ. 25-39, εδώ, σ. 26.

6 Άλκης Αγγέλου, Τὸ Κρυφὸ σχολειό. Χρονικό ενὸς μύθου, Ἑστία, Αθήνα 1997.

7 Ανάμεσά τους, Π. Στάθης, «Το Κρυφό Σχολειό: Διαδρομές του Μύθου, Διαδρομές της Ιστορίας», Historein/Ιστορείν 4 (2003-2004)· Β. Κρεμμυδάς, «H Eκκλησία στο Eικοσιένα. Μύθοι και Ιδεολογήματα», Τα Νέα, 22-3-2005· Α. Λιάκος, «Είχε η Εκκλησία Εθνική Συνείδηση;», Το Βήμα, 25-03-2007· Ι. Γιαννουλόπουλος, «Ατυχείς Συγκυρίες», Το Βήμα, 17-6-2007, Α. Ηρακλείδης, «Η Ανάγκη για Μύθους. 25η Μαρτίου και Κρυφό Σχολειό», Τα Νέα, 22-3-2007· Χρ. Λούκος, «Απαλλαγή από τα Στερεότυπα», Το Βήμα, 25-3-2007· Μάρθα Πύλια, «Κρυφό σχολειό: Μια ολοφάνερη πλάνη», Η Αυγή, 22-3-2009 κ.λπ.

8 Για εκτενή παρουσίαση της σχετικής βιβλιογραφίας και αρθρογραφίας βλ. τη μελέτη του Γιώργου Κεκαυμένου, Το Κρυφό Σχολειό, ΕΕ, Αθήνα 2012, ειδικότερα τις σελ. 25-48· το βιβλίο αποτελεί την απαραίτητη βιβλιογραφική βάση για οποιαδήποτε αναφορά στο σχετικό ζήτημα. Βλ. επίσης Ιωάννης Χατζηφώτης, Το «Κρυφό σχολειό». Η Προσφορά της Εκκλησίας στην Ελληνική Παιδεία των Χρόνων της Τουρκοκρατίας, Αποστολική Διακονία, Αθήναι 1978· Τάσος Γριτσόπουλος, «Το Αμφισβητούμενον Κρυφό Σχολειό», Εκκλησία 81 (2004), Αχιλλέας Μανδρίκας, «Κρυφό Σχολειό», Μύθος ή Πραγματικότητα; Καλέντης, Αθήνα 1992· Κ. Χολέβας, Το Κρυφό Σχολειό: Μύθος ή πραγματικότητα; ΑΔ, Αθήνα 1999· Νικόλαος Β., Χρονόπουλος, «Η αλήθεια για το Κρυφό Σχολειό», Πλάτανος, Αθήνα 2002· Δημήτριος Γ. Κατσαφάνας, Περί «Κρυφού Σχολειού» και το δημοτικό «Φεγγαράκι μου λαμπρό», ανάτ. από Πελοποννησιακά Λ΄2, Αθήνα 2011· Φάνης Ι. Κακριδής, «Άσκηση απο-απομυθοποίησης: το κρυφό σχολειό!», στο ΔΕΕΦΣΠΙ, Δωδώνη Φιλολογία, τ. 38-39, Ιωάννινα 2012, σσ. 279-295· Απόστολος Διαμαντής, «Η έννοια του Κρυφού Σχολειού στην περίοδο της Τουρκοκρατίας», ΝΕΛ, τχ. 4, Ιαν-Απρ. 2012· Αναστάσιος Γιαννικόπουλος, Η εκπαίδευση στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, Γρηγόρης, Αθήνα 2001, σσ. 88-101·

9 Χ. Γ. Πατρινέλης, «Το “Κρυφό Σχολειό” και πάλι», Ο Ερανιστής, τχ. 25, ΟΜΕΔ, Αθήνα 2005, σσ. 324-325.

10 Gerhard Podskalsky, Η ελληνική θεολογία επί τουρκοκρατίας, ό.π., σσ. 29-35.

11 Α. Διομήδη-Κυριακού, Δοκίμιον Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, Αθήνα 1872, σ. 272.

12 Sir Paul Rycaut, The Present State of the Greek and Armenian Churches, Anno Christi, 1678, J. Starkey, Λονδίνο 1679, σσ. 12-13, 23.

13 Κ. Μ. Κούμας, Ιστορίαι, ό.π., τ. 12, σ. 583.

14 Κωνσταντίνος Μ. Κούμας, Ιστορίαι..., ό.π., τ. 12, σσ. 539-540.

15 Κωνσταντίνος Μ. Κούμας, Ιστορίαι..., ό.π., τ. 10, σσ. 383-384, 584.

16 Γ. Βαλέτας, «Εισαγωγή», στο Γ. Βαλέτας (εκδ.), Μελέτιος Πηγάς, ό.π., σ. 32.

17 Α. Κομνηνός Υψηλάντης, Τα μετά την Άλωσιν, Κων/πολη 1870, σ. 117.

18 Sir Edwin Pears, Life of Abdul Hamid, Constable & Company, Λονδίνο 1917, σ. 208.

19 Α. Διομήδη-Κυριακού, Δοκίμιον, ό.π., σσ. 269-270.

20 Απόστολος Διαμαντής, «Η έννοια του Κρυφού Σχολειού…», ό.π., σ. 138.

21 Τάσος Γριτσόπουλος, Σχολή Δημητσάνης, Αθήνα 1962, σ. 16.

22 Σπύρος Βρυώνης, Η παρακμή του Μεσαιωνικού Ελληνισμού στη Μικρά Ασία και η διαδικασία εξισλαμισμού (11ος-15ος αιώνας), ΜΙΕΤ, Αθήνα 1996, σσ. 311-355.

23 Η επιστολή του Κωνσταντά, δημοσιεύεται και σχολιάζεται από τον Απ. Διαμαντή, «Τα φώτα και η φθοροποιός των Ελλήνων αποστασία», Τα Ιστορικά 48 (2008), σσ. 33-54.

24 Απόστολος Διαμαντής, «Η έννοια του Κρυφού…», ό.π., σ. 135.

Δημοφιλή