Το νομικό καθεστώς του Ναγκόρνο Καραμπάχ: Πώς το Αρτσάχ πέρασε στο Αζερμπαϊτζάν

Η επιστροφή σε μια «παγωμένη σύρραξη» θα οδηγήσει σε νέους πολέμους στο προσεχές ή μακρινό μέλλον.
29 Σεπτεμβρίου 2020 - Αρμένιος στη μάχη
29 Σεπτεμβρίου 2020 - Αρμένιος στη μάχη
ASSOCIATED PRESS

Διαβάζοντας κανείς τις αναλύσεις ειδικών ή τις ανακοινώσεις διεθνών οργανισμών αναφορικά με το Αρτσάχ με αφορμή τον πρόσφατο πόλεμο, εύκολα συμπεραίνει ότι το σύνολο της διεθνούς κοινότητας (κράτη και διεθνείς θεσμοί) αναγνωρίζουν την περιοχή ως τμήμα της Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν.

Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), η κορωνίδα του διεθνούς διακρατικού συστήματος, ο οποίος υιοθετεί την ανωτέρω άποψη.

Όμως πώς το Αρτσάχ πέρασε στην τυπική κυριαρχία του Αζερμπαϊτζάν; Στο άρθρο αυτό ο συγγραφέας προχωρά σε μια ιστορική ανασκόπηση του νομικού καθεστώτος του Αρτσάχ και αφού περιγράψει τα σκοτεινά σημεία της νομιμότητας της αζερικής επικυριαρχίας στην περιοχή, αναφέρεται στα πιθανά μελλοντικά σενάρια για την οριστική επίλυση ή μη επίλυση του νομικού καθεστώτος του Αρτσάχ ή Ναγκόρνο (Ορεινού) Καραμπάχ.

Η ιστορία του νομικού καθεστώτος του Αρτσάχ

Η ιστορία του Αρτσάχ είναι πολύ παλιά, ξενικά από την αρχαιότητα και συνδέεται άρρηκτα με το αρμενικό έθνος και την αρμενική χριστιανική πίστη. Κατά τον Μεσαίωνα στην περιοχή κυριάρχησε το Πριγκιπάτο Χατσενί.

Το 1603 το Πριγκιπάτο διαλύθηκε και οι διάδοχοι του τέως βασιλέως του Αρτσάχ εγκαθίδρυσαν πέντε φεουδαρχικού τύπου πριγκιπάτα (μελικάτα) στα εδάφη του Χατσενί.

Παρά την de-facto κυριαρχία των Αρμενίων, η περιοχή εθεωρείτο τμήμα της Περσίας των Σαφαβίδων και αποτελούσε τμήμα της Επαρχίας του Καραμπάχ.

Τα πέντε αρμενικά πριγκιπάτα διατήρησαν την (ημι-) ανεξαρτησία τους μέχρι τον 18ο αιώνα, αν και Αρμένιοι δεν διατηρούσαν πάντα τον απόλυτο έλεγχο της περιοχής η οποία αποτελούσε το μήλον της έριδος μεταξύ Περσών και Οθωμανών.

Το 1738 οι Σαφαβίδες έχασαν τον έλεγχο της Περσίας όπου την εξουσία ανέλαβε η Δυναστεία των Αφσχαριδών. Ο νέος σάχης απομάκρυνε το Αρτσάχ από το Χανάτο της Γκαντζά, το οποίο ήλεγχε τυπικά την περιοχή και το 1748 εγκαθιδρύθηκε το Χανάτο του Καραμπάχ σηματοδοτώντας έτσι και το τέλος του αρμενικού ελέγχου στην ευρύτερη περιοχή του Αρτσάχ. Το νέο Χανάτο ήταν ένα αυτόνομο κρατίδιο υπό την επικυριαρχία της Περσικής Αυτοκρατορίας.

Κατά τον 19ο αιώνα οι Ρώσοι, έχοντας αυξήσει σημαντικά την ισχύ τους, προήλασαν προς το Νότο και κατέλαβαν μεγάλα τμήματα του Καυκάσου. Πέραν τον επεκτατικών πολέμων, οι Ρώσοι κατάφεραν να προσεταιριστούν τους αδύναμους μονάρχες των ημι-ανεξάρτητων κρατιδίων του Καυκάσου συνάπτοντας συνθήκες και σύμφωνα μαζί τους.

Αυτή η πολιτική είχε ήδη ξεκινήσει από τα τέλη του 18ου αιώνα. Το 1784 υπογράφηκε η Συνθήκη του Georgiyevsk σφραγίζοντας την ρωσική επικυριαρχία στην Γεωργία. Έτσι, το 1805 υπογράφηκε η Συνθήκη του Kurakchay μεταξύ της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και του Χανάτου του Καραμπάχ η οποία προέβλεπε την ενσωμάτωση του Χανάτου στην Αυτοκρατορία.

Η ενσωμάτωση ωστόσο στην Ρωσία δεν ήταν νόμιμη καθώς το χανάτο δεν είχε την δικαιοδοσία να υπογράφει συνθήκες. Όμως η de jure ενσωμάτωση του Αρτσάχ στην Ρωσική Αυτοκρατορία δεν άργησε να έρθει: το 1813 η Μόσχα αναδείχθηκε νικήτρια στον Ρωσοπερσικό πόλεμο (1804-1813).

Με την Συνθήκη του Γκουλιστάν, η Περσία παραχώρησε την περιοχή στην Ρωσία. Το 1828, μετά την ήττα των Περσών στον Ρωσοπερσικό πόλεμο του 1826-8, η κυριαρχία των Ρώσων στο Αρτσάχ επιβεβαιώθηκε με την Συνθήκη του Τουρκμεντσάι.

Το 1822 οι Ρώσοι κατέλυσαν το χανάτο και εγκαθίδρυσαν την Επαρχία του Καραμπάχ. Το 1846 οι Ρώσοι ίδρυσαν το Κυβερνείο (Επαρχία) του Σαμάχι (μετέπειτα Κυβερνείο του Μπακού).

Το Αρτσάχ συμπεριλήφθη στο νέο Κυβερνείο μέχρι το 1868 όταν ιδρύθηκε το Κυβερνείο του Ελισάβετπολ. Το Αρτσάχ χωρίστηκε διοικητικά σε τρία ουγέστ (διοικητική υποδιαίρεση των Κυβερνείων της Αυτορκατορίας): Τσεβανιρί, Σουσί και Τσαπραΐλ. Το Κυβερνείο του Ελισάβετπολ υπαγόταν, όπως και τα υπόλοιπα κυβερνεία της περιοχής, στην Αντιβασιλεία του Καυκάσου.

Το 1917, μετά το ξέσπασμα της Οκτωβριανής Επανάστασης, η Προσωρινή Κυβέρνηση της Ρωσίας εγκαθίδρυσε την Ειδική Επιτροπή του Καυκάσου η οποία διοικούσε την περιοχή. Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, οι Αρμένιοι, οι Γεωργιανοί και οι Αζερμπαϊτζανοί αποφάσισαν την ανεξαρτητοποίηση της Υπερκαυκασίας (δηλ. του Νοτίου Καυκάσου) και θέσπισαν Κομισαριάτο της Υπερκαυκασίας για τον σκοπό αυτό.

Τον Απρίλιο του 1918, εγκαθιδρύθηκε η Λαϊκή Ομόσπονδη Δημοκρατία της Υπερκαυκασίας. Ωστόσο, έναν μήνα αργότερα, οι Γεωργιανοί αποχώρησαν από την Ομοσπονδία και κήρυξαν την ανεξαρτησία τους στις 26 Μαΐου, με τους Αρμενίους και τους Αζερμπαϊτζανούς να ακολουθούν δύο ημέρες αργότερα.

Παράλληλα, οι Οθωμανοί Τούρκοι, αφού επανάκτησαν τον έλεγχο της Δυτικής Αρμενίας από τους Ρώσους, προήλασαν στον Καύκασο και στο βόρειο Ιράν. Παρά τις νικηφόρες μάχες των Αρμενίων στο Σαρταραμπάντ, το Καρακιλίς και το Απαράν, οι τελευταίοι αναγκάστηκαν να υπογράψουν την Συνθήκη του Μπατούμι τον Ιούνιο του 1918. Σύμφωνα με την εν λόγω συνθήκη, το Αρτσάχ συμπεριλήφθη στο Αζερμπαϊτζάν.

Ωστόσο, τον de facto έλεγχο της περιοχής διατηρούσαν ντόπιοι Αρμένιοι οπλαρχηγοί μέχρ Τουρκίας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και την Ανακωχή του Μούδρου, η Αρμενία, καταδίκασε την Συνθήκη του Μπατούμι και άρχισε να διεκδικεί ξανά το Αρτσάχ.

Στην Συνδιάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι, οι νικήτριες Δυνάμεις της Αντάντ ναι μεν αναγνώρισαν de facto τις κυβερνήσεις των νέων δημοκρατιών της Υπερκαυκασίας, αλλά δεν αναγνώρισαν ρητώς τις ίδιες τις δημοκρατίες της Γεωργίας, της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν.

Αναφορικά με το καθεστώς του Αρτσάχ, οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν πήραν θέση υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς, αν και οι Βρετανοί διόρισαν ως κυβερνήτη του Αρτσάχ έναν Αζερμπαϊτζανό. Μάλιστα, η Κοινωνία των Εθνών (ο προκάτοχος του ΟΗΕ) αρνήθηκε να δεχθεί το Αζερμπαϊτζάν στον οργανισμό εξαιτίας του μη σαφούς καθορισμού των συνόρων του.

Η Κοινωνία των Εθνών δεν αναγνώριζε το Αρτσάχ ως τμήμα του Αζερμπαϊτζάν αλλά το θεωρούσε αμφισβητούμενη περιοχή. Στην Συνθήκη των Σεβρών (1920) καθορίστηκαν τα δυτικά σύνορα της Αρμενίας.

Εντούτοις, δεν έγινε το ίδιο για τα διαφιλονικούμενα εδάφη μεταξύ Αρμενίας – Αζερμπαϊτζάν (Αρτσάχ, Ναχιτσεβάν και Ζανγκεζούρ). Οι Μεγάλες Δυνάμεις ζήτησαν (με το Άρθρο 92) από τα δύο κράτη να συμφωνήσουν μεταξύ τους για το πως θα χαραχθούν τα μεταξύ τους σύνορα.

Τον Απρίλιο του 1920 οι Μπολσεβίκοι κατέλαβαν το Μπακού και το υπόλοιπο Αζερμπαϊτζάν. Οι Σοβιετικοί, έθεσαν υπό τον έλεγχό τους το Αρτσάχ καθησυχάζοντας τους Αρμενίους ότι η κατοχή είναι προσωρινή και ότι το ζήτημα θα λυθεί σύντομα βάσει μιας νέας συμφωνίας.

Ωστόσο, τον Δεκέμβριο επιτέθηκαν – ταυτόχρονα με τους Τούρκους – στην Αρμενία και κατέλυσαν την βραχύβια αρμενική δημοκρατία την οποία είχαν εγκαθιδρύσει οι Αρμένιοι το 1918.

Το Καβμπουρό (το πολιτικό όργανο των Ρώσων κομουνιστών για τον Καύκασο) αποφάσισε, το καλοκαίρι του 1921, την εκχώρηση του Αρτσάχ στο Αζερμπαϊτζάν, παρά την υπόσχεση που οι Σοβιετικοί είχαν δώσει στους Αρμενίους ότι η περιοχή θα παραμείνει υπό αρμενική κυριαρχία.

Σε αυτό το πλαίσιο, η Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Αρμενίας, η οποία αν και τυπικώς ανεξάρτητη βρισκόταν υπό τον απόλυτο πολιτικό έλεγχο των Μπολσεβίκων, υπέγραψε την Συνθήκη του Καρς, τον Οκτώβριο του 1921 και αναγκάστηκε να αποδεχτεί την απόφαση του Καβμπουρό για τα σύνορα τα οποία ισχύουν έως και σήμερα.

Το 1923 οι Σοβιετικοί εγκαθίδρυσαν την Αυτόνομη Περιοχή του Ναγκόρνο Καραμπάχ εντός της επικράτειας της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν. Έτσι, όταν το Αζερμπαϊτζάν ανεξαρτητοποιήθηκε από την Σοβιετική Ένωση τον Οκτώβριο του 1991, η διεθνής κοινότητα συνέχισε να θεωρεί το Ναγκόρνο Καραμπάχ τμήμα της Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν.

Τον Νοέμβριο του 1991 και ενώ είχαν ξεκινήσει οι συγκρούσεις μεταξύ Αρμενίων και Αζερμπαϊτζανών στο Αρτσάχ, το κοινοβούλιο του Αζερμπαϊτζάν αποφάσισε την κατάλυση της αυτονομίας του Ναγκόρνο Καραμπάχ το οποίο χωρίστηκε διοικ ητικά στα ραγίον (τύπος διοικητικής υποδιαίρεσης) των Khojavend, Shusha και Khojaly, ενώ τμήματα της περιοχής πέρασαν στα ραγιόν των Kalbajar και Tartar.

Εντέλει, όπως είναι γνωστό, το μεγαλύτερο κομμάτι του Ναγκόρνο Καραμπάχ και των γύρω περιοχών πέρασαν υπό τον έλεγχο των Αρμενίων οι οποίοι εγκαθίδρυσαν την Δημοκρατία του Ορεινού Καραμπάχ (στην συνέχεια Δημοκρατία του Αρτσάχ).

Παρά την de facto ανεξαρτητοποίηση του Αρτσάχ και την συστηματική βία του Αζερμπαϊτζάν κατά των Αρμενίων, η διεθνής κοινότητα δεν αναγνώρισε και δεν αναγνωρίζει έως σήμερα την ανεξαρτησία του Αρτσάχ.

Το σύνολο της διεθνούς κοινότητας συνεχίζει να αναγνωρίζει το Ναγκόρνο Καραμπάχ ως τμήμα της Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν. Στις 27 Σεπτεμβρίου του 2020, το Αζερμπαϊτζάν επιτέθηκε εναντίον των Αρμενίων του Αρτσάχ και κατάφερε να θέσει υπό τον έλεγχό του, βάσει της συμφωνίας της 10ης Νοεμβρίου, το νότιο τμήμα της Δημοκρατίας του Αρτσάχ και την πόλη Σουσί. Επίσης, το Αζερμπαϊτζάν επανέκτησε τον έλεγχο των διοικητικών διαμερισμάτων Kalbajar, Lachin και Agdam.

Γιατί η ενσωμάτωση του Καραμπάχ στο Αζερμπαϊτζάν δεν έγινε με νόμιμο τρόπο;

Ας γυρίσουμε πίσω στο 1921, όταν οι Μπολσεβίκοι είχαν ήδη κατακτήσει το Αζερμπαϊτζάν και την Αρμενία. Η παραχώρηση του Ναγκόρνο Καραμπάχ στο Αζερμπαϊτζάν αποφασίστηκε στις 5 Ιουλίου του 1921 από το Καβμπουρό το οποίο ήταν ένα πολιτικό όργανο θεσπισμένο από την Ρωσική Σοβιετική Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία.

Το πρόβλημα με την απόφαση αυτή είναι ότι τον Ιούλιο του 1921 η Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν δεν ήταν μέλη της Σοβιετικής Ρωσίας.

Παρά την επικράτηση των κομουνιστών, η Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν παρέμειναν de jure ανεξάρτητα κράτη. Έγιναν και τυπικώς ομόσπονδες Σοβιετικές Δημοκρατίες τον Δεκέμβριο του 1922.

Επομένως, ένα εσωτερικό όργανο μιας τρίτης χώρας (της Σοβιετικής Ρωσίας) αποφάσισε μονομερώς και αυθαίρετα για μια αμφισβητούμενη περιοχή δύο κυρίαρχων ανεξάρτητων κρατών.

Νωρίτερα, το φθινόπωρο του 1920, η κομουνιστική διακυβέρνηση στο Μπακού αναγνώρισε την αρμενική κυριαρχία επί των αμφισβητούμενων εδαφών (συμπεριλαμβανομένου του Αρτσάχ) ως κίνηση ένδειξης φιλίας απέναντι στους Αρμένιους κομουνιστές οι οποίοι είχαν μόλις αναδειχθεί στην εξουσία μετά την εισβολή των Σοβιετικών στην Αρμενία.

Τον Ιούνιο του 1921, οι Σοβιετικές Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν υπέγραψαν συμφωνία η οποία προέβλεπε την ενσωμάτωση του Ναγκόρνο Καραμπάχ στην Σοβιετική Αρμενία. Αυτή η συμφωνία έγινε ανάμεσα σε δύο κυρίαρχα κράτη και έχει μεγαλύτερη νομική ισχύ από την απόφαση του Καβμπουρό.

Ομως, τον Ιούλιο του 1921 το Αζερμπαϊτζάν άλλαξε στάση και ζητούσε πλέον την διευθέτηση του ζητήματος από το Καβμπουρό.

Ακόμα και αν δεχτούμε ότι το Καβμπουρό είχε την αρμοδιότητα να αποφανθεί επί του ζητήματος, πρέπει να λάβουμε υπόψη το εξής: στις 4 Ιουλίου, τα μέλη του οργάνου ψήφισαν την ενσωμάτωση του Αρτσάχ στην Αρμενία.

Ωστόσο, στις 5 Ιουλίου ο Στάλιν πρότεινε την ενσωμάτωση του Καραμπάχ στο Αζερμπαϊτζάν και την δημιουργία ενός αυτόνομου θύλακος. Ο εκπρόσωπος του Στάλιν δεν κατάφερε να συγκεντρώσει τις ψήφους των μελών του Καβμπουρό όμως η πρόταση του Στάλιν εφαρμόστηκε αυθαίρετα και στην συνέχεια το Ναγκόρνο Καραμπάχ ενσωματώθηκε στο Σοβιετικό Αζερμπαϊτζάν.

Οι αρχές του της Αρμενίας και του Αρτσάχ δεν αποδέχτηκαν την απόφαση αυτήν και διαμαρτύρονταν. Επομένως, δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι το αντισυμβαλλόμενο μέρος (η Αρμενία) προχώρησε σε τυπική αποδοχή του γεγονότος της παραχώρησης.

Ένα άλλο θέμα είναι το εξής: κατά την ανεξαρτησία του Αζερμπαϊτζάν τον Οκτώβριο του 1991, το νομοθετικό σώμα των Αζερμπαϊτζανών ψήφισε την πρώτη Συνταγματική Πράξη της Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν η οποία αποτέλεσε και την βάση για το Σύνταγμα του 1995. Στο Άρθρο 2 αναφέρεται ότι «Η Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν είναι ο διάδοχος της Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν η οποία υφίστατο από τις 28 Μαΐου του 1918 μέχρι τις 28 Απριλίου του 1920».

Αυτό δημιουργεί τα εξής προβλήματα: πρώτον, η Α’ Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν (1918-1920) δεν είχε ουσιαστική κρατική υπόσταση, δεν εκπλήρωνε δηλαδή τα κριτήρια του λεγόμενου “statehood”. Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, η Κοινωνία των Εθνών δεν αποδέχτηκε το αίτημα εισόδου του Αζερμπαϊτζάν στον Οργανισμό.

Επομένως το Αζερμπαϊτζάν δεν είχε νόμιμο τίτλο κυριαρχίας στο Ναγκόρνο Καραμπάχ. Δεύτερον, με το Άρθρο 2 το Αζερμπαϊτζάν αρνείται ότι είναι το διάδοχο κράτος της Σοβιετικής Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν. Με λίγα λόγια το Αζερμπαϊτζάν αρνείται όλες τις αποφάσεις με νομική ισχύ που υπέγραψε το Σοβιετικό Αζερμπαϊτζάν, άρα αρνείται και τις αποφάσεις του 1921 και την παραχώρηση του Ναγκόρνο Καραμπάχ από το Καβμπουρό.

Τα τρία πιθανά σενάρια για το μέλλον του Αρτσάχ

Αφού μιλήσαμε για την ιστορία και τις αδυναμίες των νομικών επιχειρημάτων του Αζερμπαϊτζάν, ήρθε η ώρα να δούμε ποιο θα μπορούσε να είναι το νομικό καθεστώς του Ναγκόρνο Καραμπάχ.

1. Το πρώτο σενάριο αφορά στην εγκαθίδρυση ενός διευρυμένου καθεστώτος αυτονομίας για τους Αρμενίους του Αρτσάχ εντός των γεωγραφικών ορίων του Ναγκόρνο.

Η αυτονομία θα πρέπει να είναι ουσιαστική: οι δυνάμεις ασφαλείας να απαρτίζονται από ντόπιους, να μην υπάρχει παρέμβαση από το κέντρο αναφορικά με τα εκπαιδευτικά και θρησκευτικά ζητήματα της περιοχής και να προβλέπεται μεγαλύτερη εκπροσώπηση στην πολιτική ζωή της χώρας. Από την μεριά τους οι Αρμένιοι θα εγκαταλείψουν οριστικά την ιδέα της ανεξαρτητοποίησης ή/και της ένωσης με την Αρμενία.

Στην περίπτωση αυτή, καλό θα ήταν να υπάρχουν και εγγυήτριες δυνάμεις. Η Ρωσία, η Γαλλία και οι ΗΠΑ (δηλαδή οι χώρες-μέλη της Ομάδας του Μινσκ του ΟΑΣΕ) θα μπορούσαν να αναλάβουν τον ρόλο αυτόν. Το σενάριο αυτό δεν είναι ρεαλιστικό όσο ο Αλίγιεφ βρίσκεται στην εξουσία του Αζερμπαϊτζάν.

Για να εφαρμοστεί ένα τέτοιο σενάριο θα πρέπει, αν όχι να αναδειχθεί μια δημοκρατική κυβέρνηση, να εγκαταλειφθεί ο αντι-αρμενισμός που κυριαρχεί στην χώρα και η ρητορική μίσους κατά των Αρμενίων η οποία προωθείται μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα και τον Τύπο.

2. Ένα δεύτερο σενάριο είναι η ανεξαρτητοποίηση του Αρτσάχ με βάση τα παράθυρα που υπάρχουν στο διεθνές δίκαιο αναφορικά με την απόσχιση.

Το διεθνές δίκαιο προβλέπει ότι ένα κράτος για να θεωρηθεί ανεξάρτητο πρέπει να έχει μόνιμο πληθυσμό, οριοθετημένο και συγκεκριμένο έδαφος και μόνιμη διοίκηση και πολιτικούς θεσμούς. Το Αρτσάχ τηρεί τα ανωτέρω κριτήρια όμως αυτό δεν είναι επαρκές για να γίνει αποδεκτή η νόμιμη ανεξαρτητοποίησή του δεδομένης της εδαφικής ακεραιότητας του Αζερμπαϊτζάν.

Σύμφωνα με τον Χάρτη του ΟΗΕ, δικαίωμα στην απόσχιση βασιζόμενης στην αυτοδιάθεση έχουν μόνο οι λαοί οι οποίοι βρίσκονται υπό ξένη κατοχή, αποικιοκρατικό καθεστώς ή ακραία ρατσιστική διοίκηση (π.χ.: Απαρτχάιντ). Ωστόσο, στην παράγραφο 7 της Διακήρυξης 2625 της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ (1970) αναφέρεται ότι η αρχή της εδαφικής ακεραιότητας ισχύει υπό την προϋπόθεση ότι τα κράτη συμπεριφέρονται σύμφωνα με την αρχή των ίσων δικαιωμάτων.

Εδώ λοιπόν μπορεί να εφαρμοστεί η θεωρία της «επανορθωτικής απόσχισης» η οποία, αν και γενικώς εφαρμόζεται μονάχα σε εξαιρετικές περιπτώσεις, έχει εφαρμοστεί στο Μπαγκλαντές (πρώην Ανατολικό Πακιστάν), την Ερυθραία και το Νότιο Σουδάν.

Η θεωρία αυτή προβλέπει ότι για να έχουμε απόσχιση πρέπει να υπάρχει συστημική βία – σε συνδυασμό με την έλλειψη αντιπροσωπευτικότητας – η οποία ασκείται στην μειονότητα καθιστώντας την ειρηνική επίλυση πλέον ανέφικτη.

Η θεωρία αυτή θα μπορούσε να εφαρμοστεί και στο Αρτσάχ αν λάβουμε υπόψη τα πογκρόμ κατά των Αρμενίων στο Σουμγκάιτ (1988), την Γκαντζά (1988), το Σουσί (1988) και το Μπακού (1990), καθώς και την σφαγή των Αρμενίων στο Μαραγά (1992).

Τα δύο αυτά σενάρια θα μπορούσαν να συμπεριλάβουν και την παραπομπή της υπόθεσης στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.

3. Τέλος, το τρίτο σενάριο αφορά στην συνέχιση της de facto κατάστασης και της επαναφοράς της «παγωμένης σύρραξης» στο Αρτσάχ, με την παρουσία πλέον και των Ρώσων στρατευμάτων και χωρίς την μελλοντική διευθέτηση του νομικού καθεστώτος του Αρτσάχ.

Το σενάριο αυτό, αν και φαίνεται να είναι το πιο ρεαλιστικό σε σχέση με τα άλλα δύο, είναι το πιο επικίνδυνο καθώς μπορεί να οδηγήσει σε μια νέα ένοπλη σύγκρουση στο μέλλον, καθώς και σε κοινωνικές αναταραχές τόσο στο Γερεβάν όσο και στο Μπακού εξαιτίας της μη επίλυσης του ζητήματος.

Κλείνοντας, είναι σαφές ότι το νομικό καθεστώς του Αρτσάχ είναι πιο περίπλοκο από αυτό που φαντάζεται ο μέσος αναγνώστης. Μπορεί η διεθνής κοινότητα να αναγνωρίζει το Ναγκόρνο Καραμπάχ ως τμήμα του Αζερμπαϊτζάν, αλλά η ιστορία πίσω από την παραχώρηση της περιοχής στο Μπακού δεν είναι ούτε απλή ούτε φαίνεται να συνάδει με τις αρχές του διεθνούς δικαίου.

Το νομικό καθεστώς του Αρτσάχ άλλαξε πολλές φορές τους τελευταίους δύο αιώνες όμως σήμερα το ζήτημα παραμένει άλυτο.

Η ένοπλη σύγκρουση δεν μπορεί να φέρει την οριστική λύση, τουλάχιστον με όρους που θα συμβάλλουν στην επιβίωση της αρμενικής κοινότητας στην περιοχή. Το ποια θα είναι η λύση αποτελεί επίσης ένα δύσκολο ερώτημα. Σε κάθε περίπτωση, η κατάσταση δεν πρέπει να παραμείνει στάσιμη διότι η επιστροφή σε μια «παγωμένη σύρραξη» θα οδηγήσει σε νέους πολέμους στο προσεχές ή μακρινό μέλλον.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στο διμηνιαίο Περιοδικό Αρμενικά

Δημοφιλή