Τον καιρό εκείνο τον παλιό...

Τον καιρό εκείνο τον παλιό...
.
.

Με την Ελληνική (κατ άλλους Αθηναϊκή) οπερέττα συμβαίνει το εξής παράδοξο. Πρόκειται περί ενός ηχοτοπίου όπου πάντοτε διατηρείς την εντύπωση πως έχεις υπάρξει, ενώ δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν τεχνικώς να έχεις υπάρξει μιάς και τούτο αφορά τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, εκατό και πλέον χρόνια απο τις μέρες μας. Η Ελληνική οπερέττα, είδος του λυρικού μας θεάτρου μαζί με την όπερα στην γνωστή μορφή της, το κωμειδύλλιο καθώς και άλλα επιμέρους είδη του λυρικού μας θεάτρου, άνθισαν πραγματικά μέσα από την μουσική διάνοια του πατέρα της Ελληνικής Οπερέττας, Θεόφραστου Σακελλαρίδη. Φυσικά υπήρξαν στον καιρό τους εξίσου αξιόλογοι μουσικοσυνθέτες και λιμπρετίστες όπου έδωσαν στο ελληνικό κοινό συνήθως της πρωτεύουσας αλλά και άλλων μεγάλων πόλεων της χώρας, αξιολογότατα μουσικά και θεατρικά διαμάντια μιάς εποχής που μοιάζει τόσο μακριά από ότι σήμερα ακούμε και βλέπουμε στην θεατρική ράμπα.

Θεόφραστος Σακελλαρίδης, Νίκος Χατζηαποστόλου, Σπυρίδων Σαμαράς κ.α. Υπήρξαν οι άνθρωποι οι οποίοι έτερψαν το θεατρικό κοινό των αρχών του προτεραίου 20ου αιώνα με εκλεκτές μουσικές συνθέσεις, με ωραιότατη πέραν της ελαφρότητος της στην θεματολογία πλοκή και με ευπρέπεια που σήμερα δυστυχώς στις μέρες μας έχει χαθεί σε μεγάλο βαθμό, απηχώντας ίσως και τους καιρούς μας. Καιρούς μετάβασης προς νέα πρότυπα, νέες αξίες, νέους δρόμους πρωτόφαντους που ίσως και ενίοτε μας ξενίζουν, μα αποτελούν αποτέλεσμα του δυναμικού φαινομένου που όλοι μας βιώνουμε ως ζωή.

Σαφώς και η παρελθοντολογία υποστηρίζω τον τελευταίο καιρό, πως όχι μόνον δεν βοηθά την εξέλιξη μας, αλλά τουναντίον δρά ενίοτε και ως τροχοπέδη αυτής της τελευταίας. Υπάρχουν όμως ψήγματα του παρελθόντος κόσμου, αναφορές σε πρότυπα μιάς άλλης εποχής τα οποία χρήζουν επανεξέτασης υπό το πρίσμα του νέου αιώνος, ενός αιώνος ο οποίος έχει διανύσει τα πρώτα του είκοσι χρόνια.

Έτσι και με το σκεπτικό αυτό της επανεξέτασης ορισμένων πραγμάτων, αναζητώ όπου την βρίσκω αυτή την κρυμμένη καλά σήμερα ομορφιά του χθές. Χαρακτήρας με έντονη την τάση για αναπόληση ο ίδιος ο υποφαινόμενος, με νωχελική διάθεση και με έντονα στοιχεία ενός ρομαντισμού ο οποίος σήμερα δεν φαίνεται να απηχεί και τόσο τις μέρες μας, προσπαθώ να ανακαλύψω το τι και γιατί με συγκινεί σε όλα τούτα τα περασμένα δρώμενα της ανθρώπινης ύπαρξης.

Αποδίδω συχνά τούτη την τάση την δική μου σε λόγους ψυχολογικούς, αναφερόμενος στο γεγονός πως εντός μου και εντός πολλών άλλων ανθρώπων, ενυπάρχουν αρχετυπικές μορφές περί της καλαισθησίας, περί του τι ο καθένας εξ ημών θεωρεί ωραίο, καλαίσθητο και συνάμα αξιοπρεπές. Έτσι λοιπόν όταν αυτό το ενυπάρχον αρχέτυπο συναντά την καθημερινή μας ζωή, έρχεται να συνταυτιστεί με τις αντιλήψεις μας περί ομορφιάς, τόσο όλα μοιάζουν σαν να τα έχουμε ξαναζήσει. Σαν να υπήρξαμε κάπου κάποτε και τώρα ψήγματα αυτού του κάποτε τα βρίσκουμε εδώ στον κόσμο της ύλης και ταυτιζόμαστε μαζί τους.

Εχθές είχα την λαμπρά ευκαιρία για μια ακόμη τέτοια “αρχετυπική συνάντηση”. Αφορμή ήταν η εξαιρετική εκδήλωση του Δήμου Αγίας Βαρβάρας στο εξαιρετικό κινηματοθέατρο “Γιάννης Ρίτσος” με αναφορές όχι μόνον στην Ελληνική οπερέττα μα και στα προπολεμικά εκείνα ακούσματα που κάποτε ήταν το κατεστημένο της μουσικής σε αυτόν τον τόπο.

Πόσες μα πόσες αισθαντικές μελωδίες ακούστηκαν εχθές με την συνοδεία ενός πιάνου και των υπέροχων συντελεστών τούτης της όμορφης δουλειάς. Πόσα συναισθήματα αναδύθηκαν και πάλι απο το χρονοντούλαπο της συλλογικής μας μνήμης τα οποία βρίσκονται εν ύπνω και δόνησαν εκ νέου την όμορφη, εστέτ ατμόσφαιρα, προσφέροντας μας ένα θέαμα για το οποίο αξίζει να ζεί κανείς. Να ζεί και να απολαμβάνει στο έπακρο.

Αποτελεί εξαιρετικά ευχάριστη ενασχόληση του υποφαινόμενου, η σύνταξη του παρόντος κειμένου – αναφοράς σε μια τόσο ωραία, όμορφη σε όλες τις τις εκφάνσεις εκδήλωση.

Εχθές είχαμε την λαμπρά ευκαιρία να απολαύσουμε το τις καλύτερες στιγμές του συγκεκριμένου είδους του λυρικού μας θεάτρου δοσμένες εξαίσια στο κοινό από επαγγελματίες του χώρου. Ανθρώπους που όχι μόνον αγαπούν αυτό που κάνουν κι αυτό φαίνεται αμέσως, μα ανθρώπους που βαθιά μέσα τους ζούν και δρούν διαφορετικά από τους άλλους καλλιτέχνες. Δεν είναι δυνατόν να έρχεσαι σε επαφή με τέτοια ακούσματα και να μην νιώθεις και ζείς με κάπως διαφορετικό τρόπο την ζωή.

Θεωρώ πως αξίζει σε όλους μια ξεχωριστή αναφορά, μόνο και μόνο διότι μας προσέφεραν αφειδώς συναισθήματα και αξίες που απλώς είναι μεν λησμονημένα μα με την παραμικρή αφορμή, αμέσως αφυπνίζονται.

.
.

Δια τους τύπους και το Savoir Vivre, αναφέρομαι πρωτίστως στις κυρίες. Tρείς αξιολογότατες υψίφωνοι με πολλά χρόνια πορείας στο συγκεκριμένο είδος μα συνάμα και με ξεχωριστό ιδιαίτερο ηχόχρωμα ικανό να αποδώσει εξαιρετικά τις απαιτήσεις του συγκεκριμένου είδους λυρικού θεάτρου.

Καταρχάς η εξαίρετος κα. Μαρία Κόκκα (υψίφωνος) απέδωσε με χαρακτηριστική ευκολία και θεατρικότητα λόγω της μεγάλης της πείρας πλέον είς το λυρικόν θέατρον όλα της τα μέρη. Την εξεχώρισα στο υπέροχο θέμα “Πλού – Πλού” απο την οπερέττα “Η κόρη της καταιγίδος” του 1923 του Σακελλαρίδη, όπου πραγματικά με άφησε άναυδο μα και την έτερον σόλο παρουσία της στο “Αχ Μαρί” απο την επιθεώρηση “Μπομπονιέρα” του Γρηγόρη Κωνσταντινίδη στα 1928, ένα εντελώς απαιτητικό σε θεατρικότητα θέμα που επίσης με ξάφνιασε θετικά ο τρόπος που το απέδωσε η συγκεκριμένη φύσει και θέσει εκτιμητέα υψίφωνος με τα τόσα χρόνια προσφοράς στην υπόθεση του λυρικού θεάτρου. Εξαιρετική επίσης φάνηκε και στα ντουέτα όπου είχα την ευκαιρία να την απολαύσω όπως το κλασικό πλέον “Τον καιρό εκείνον τον παλιό” μετά της υψίφωνου επίσης κ. Λυδίας Αγγελοπούλου απο τον “Βαφτιστικό” του Σακελλαρίδη περί τα 1918, με επαγγελματισμό και μιάν αγάπη για το είδος που δεν είναι ζήτημα μόνον επαγγελματισμού μα και ιδιοσυγκρασίας, ζήτημα και ανθρώπου με υπόβαθρο και όραμα στην τέχνη. Ζήτημα ανθρώπου, φύσεως και ταξίματος στην συγκεκριμένη μορφή της τέχνης. Με δύο λόγια υπήρξε εξαιρετική και την παρακολουθώ όποτε έχω την λαμπρά ευκαιρία για κάτι τέτοιο, δεδομένων και των συνθηκών.

Επίσης αξιόλογες παρουσίες υπήρξαν και οι της κα. Λυδίας Αγγελοπούλου (μεσόφωνος) και κα. Κάτιας Πάσχου (υψίφωνος), οι οποίες απέδωσαν εξίσου επαρκώς και έτι περαιτέρω τα μέρη τους με αξιόλογο τρόπο προσθέτοντας κατά πολυ στην όλη εικόνα της χθεσινής εκδηλώσεως με θετικό πάντοτε τρόπο, εξίσου αξιόλογοι επαγγελματίες που αντιμετωπίζουν σοβαρά το λειτούργημα τους.

Δεν θα ξεχάσω εδώ να παραλείψω και τους άνδρες κ.κ. Σταμάτη Μπερή (Τενόρος) και Παύλο Πανταζόπουλο (Βαρύτονος), όπου μας ταξίδεψαν με την ωραία τους χροιά στις εποχές της πλακιώτης καντάδας μα και των πρώτων θεατρικών βημάτων της “μικρής όπερας” του περασμένου αιώνα. Επίσης ας μην λησμονήσω τον κ. Βενιαμίν Χατζηκουμπάρογλου στο πιάνο όπου με ωραίο τρόπο συνόδευσε την όλη εκδήλωση την οποία κρίνω ως αξιολογότατη προσφορά προς όσους είχαν την ωραία ευκαιρία να την απολαύσουν.

Εδώ θα ήθελα να δώσω τα συγχαρητήρια μου στην εξαιρετική πρωτοβουλία του Δημάρχου Αγίας Βαρβάρας κ. Λάμπρου Μίχου ο οποίος όχι μόνον ήταν παρών το βράδυ αυτό το υπέροχο της Κυριακής, μα απέδειξε πως το σημαντικότερο όλων είναι η αγάπη προς τον κόσμο, το πραγματικό νοιάξιμο για την πνευματική ανάπτυξη αυτού του λαού και το να φτάσουμε λίγο ψηλότερα.

Και ένας τρόπος για να φτάσει κανείς ψηλότερα, είναι το να συναναστρέφεται την ωραία, την καλαίσθητον μορφή της τέχνης. Ειλικρινά ευχαριστώ άπαντες για την χθεσινή ευκαιρία για πραγματική,ουσιαστική ψυχαγωγία και εύχομαι να υπάρξουν και άλλες τέτοιες όμορφες στιγμές και σε άλλους δήμους της χώρας, στιγμές που βελτιώνουν κατά πολύ το επίπεδο όχι της απλής μας επιβίωσης, μα της ζωής και οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην αρχαιοελληνική θεώρηση περί του ευ ζείν.

Δημοφιλή