Τα τζιτζίκια δεν σταματούν ούτε δευτερόλεπτο

Τα τζιτζίκια δεν σταματούν ούτε δευτερόλεπτο. Ο καλοκαιρινός ήλιος έχει παντρέψει τα χρώματα του μεσημεριού σε ένα απόλυτο σέπια και ένα ελαφρύ αεράκι σαν ανάσα ξετρυπώνει πού και πού πίσω από τον ασβεστωμένο τοίχο του σπιτιού και ξεθυμαίνει στο τέλος της υπερυψωμένης βεράντας. Εκεί, στην άκρη της, με τα πόδια ψηλά, ακουμπισμένα σε ένα σκουριασμένο κάγκελο κάθεται ο Ηλίας με ένα βιβλίο που δεν διαβάζει στο χέρι και το βλέμμα του στραμμένο στη θάλασσα. Ο ήλιος τρεμοπαίζει ανάμεσα στο φύλλωμα της κληματαριάς που τον σκεπάζει και διάφανες σκιές εμφανίζονται μπροστά του.

Πρώτα εμφανίστηκε η αδερφή του η Φίφη, με εκείνο το πολύχρωμο μαγιό που λάτρευε και τα φουσκωτά της μπρατσάκια να την κάνουν να μοιάζει σαν αστακός έτοιμος να διεκδικήσει τη φωλιά του. Άκουγε την τσιριχτή φωνή της να φωνάζει “κι άλλη θάλασσα, θέλω θάλασσα” ενώ χτυπούσε με τα μπρατσάκια στο ίδιο αυτό σκουριασμένο κάγκελο, κάνοντας το πλαστικό να τρίζει και να ουρλιάζει με τη σειρά του. Ύστερα είδε τον εαυτό του έφηβο πάνω από μια γαβάθα γινωμένα σύκα να αρνείται κατηγορηματικά να τα αφήσει. Είδε τον πατέρα του να βρέχει τα πόδια τους με το λάστιχο για να μη μπούνε στο σπίτι με τα χώματα και φωνάζει η μαμά… Η μαμά.

Ο ήλιος κρύβεται πίσω από ένα σύννεφο και η ονειροπόληση του Ηλία μένει μισή. Η Στέλλα βγαίνει από το σπίτι με το κινητό στο χέρι και του λέει «Άκου λίγο ρε συ, πόσο ωραίο;». Του δίνει το κινητό ενώ δυναμώνει και η φωνή του Παυλίδη αντηχεί στο ήσυχο μεσημέρι «Νερατζούλα φουντωμένη πού είναι τ’ άνθη σου;».

Ο Ηλίας κοιτάζει το κινητό και η Στέλλα τον προλαβαίνει: «Τρελό που η Lidl έχει βγάλει συλλογή με δημοτικά τραγούδια; Άκου απλά άκου.» και εξαφανίζεται στο βάθος του σπιτιού. Ο Ηλίας μένει τώρα και ακούει τη Νερατζούλα, τον άνεμο στο κομμάτι, το θρόισμα στην κληματαριά.

Αυτό ήταν το αγαπημένο κομμάτι της μαμάς του από εκείνον τον χιλιοπαιγμένο δίσκο «Ωδές» που είχαν μόνιμα στο πικάπ στο σαλόνι. Η μαμά έφυγε την προηγούμενη εβδομάδα και ο Ηλίας ψάχνει έστω κάτι να τη φέρει κοντά του. Όλες του οι σκέψεις σταματάνε λίγο πριν εμφανιστεί, λίγο πριν προλάβει να κάνει την εικόνα της.

Η Στέλλα βγαίνει ξανά έξω με ένα δίσκο γεμάτο μυρωδιές. Ελληνικός καφές τρυπώνει στα ρουθούνια τους, κρύο νερό με δυόσμο που μάζεψε από την αυλή και ένα βάζο που ο Ηλίας αρχικά δεν αναγνωρίζει. «Δες τι βρήκα στο ντουλάπι, είναι ακόμα σφραγισμένο». Η Στέλλα τείνει το βάζο προς τον Ηλία και του κάνει νόημα να το ανοίξει. Μέσα του ένας χρυσός θησαυρός.

Γλυκό νεράντζι της μαμάς του. Ο χρόνος σταματάει. Ο Ηλίας βλέπει τώρα τη μαμά του να προσπαθεί να κλείσει το βάζο και να ζητάει τη βοήθειά του για να είναι σίγουρη πως έκλεισε καλά. Τα ροζιασμένα χέρια της να σκουπίζονται στην πετσέτα. Το βάζο ανοίγει και μια γλυκιά και όξινη ταυτόχρονα νότα, απλώνεται γύρω τους. Τα νεράντζια κολυμπάνε σε ένα σιρόπι πηχτό, σαν τις αναμνήσεις που τώρα κατακλύζουν τον Ηλία. Μια δαγκωνιά ήταν αρκετή για να τη φέρει ξανά κοντά του. Η ζάχαρη, το φρούτο, η ελαφριά δόση αρμπαρόριζας, ήταν η συνταγή που έκανε τώρα τη μορφή της να κάθεται ξανά δίπλα του και να σιγοτραγουδάει «Αχ Νερατζούλα, που είναι η πρώτη ομορφιά σου;».

Ο ήλιος είναι τώρα λίγο πιο χαμηλά, ο Ηλίας κρατάει ακόμα ένα κομμάτι νεράντζι στο στόμα και η Στέλλα μαζεύει ξανά τα πράγματα στον δίσκο. «Θα το αφήσω να παίζει, πολύ ωραία συλλογή, κοιτα να δεις η Lidl». «Κοίτα να δεις» απαντάει και ο Ηλίας και πιάνει το βιβλίο που είχε αφήσει στη μέση.