Γράφει ο Κωνσταντίνος Ματζάνας (Εργαστήριο Λιβαδικής Οικολογίας, Τμήμα Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), στο πλαίσιο της ομιλίας του στον 3ο κύκλο Προστασία της Φύσης Lab της Ελληνικής Εταιρίας Προστασίας της Φύσης.
Η διατήρηση δένδρων μέσα ή γύρω από τα χωράφια που προέρχονταν από το αρχικό δάσος ή από φυτεία αποτελούσε παράδοση στο παρελθόν, η οποία ανατράπηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν επικράτησε το μοντέλο της εντατικής γεωργίας με αποτέλεσμα να καθιερωθεί η μονοκαλλιέργεια των γεωργικών φυτών.
AdvertisementAdvertisementΠρόσφατα όμως αναγνωρίστηκε και πάλι η οικολογική και οικονομική αξία των δένδρων με την εμφάνιση μιας νέας επιστήμης, της αγροδασοπονίας. Απόρροια της αγροδασοπονίας είναι τα αγροδασικά συστήματα: δασογεωργικά, όταν περιλαμβάνουν την συγκαλλιέργεια δένδρων (δασικών ή οπωροφόρων) με ετήσια ή πολυετή ποώδη φυτά στο ίδιο κομμάτι γεωργικής γης με στόχο την καλύτερη αξιοποίηση των διαθέσιμων φυσικών πόρων, ή δασολιβαδικά, όταν περιλαμβάνουν τη συνύπαρξη δασικών δένδρων και βόσκησης με αγροτικά ζώα. Τα σύγχρονα αγροδασικά συστήματα είναι συμβατά με τα σημερινά συστήματα παραγωγής κι έχουν αυξημένη παραγωγικότητα σε σχέση με τις μονοκαλλιέργειες.
Η βλάστηση των συστημάτων αυτών είναι πολύ πλούσια και αποτελείται από διάφορα είδη και λειτουργικούς τύπους. Τα δέντρα του ανωρόφου βρίσκονται σε δυναμική ισορροπία με τους θάμνους και τα φυτά του υπορόφου. Τα αγροδασικά συστήματα είναι παραδοσιακή μορφή χρήσης της γης και διαχειρίζονταν από την αρχαιότητα στη χώρα μας. Ανάλογα με τη διαχείριση που ασκείται σε αυτά μπορούν να διακριθούν σε παραδοσιακά και νέα συστήματα. Τα δέντρα των παραδοσιακών συστημάτων είτε είναι δασικά (απομεινάρια παλαιότερων δασικών εκτάσεων) και βρίσκονται διάσπαρτα ή στα όρια του αγρού είτε είναι οπωροφόρα τα οποία φυτεύτηκαν πριν πολλά χρόνια για την παραγωγή καρπών και καυσόξυλων.

Στα νέα συστήματα τα δέντρα φυτεύονται για την παραγωγή καρπών και τεχνικής ξυλείας. Τα συστήματα αυτά έχουν οικονομική και περιβαλλοντική αξία. Η οικονομική αφορά την παραγωγή ξύλου και καρπών ενώ η περιβαλλοντική αφορά τη βιοποικιλότητα, τη διατήρηση του τοπίου και την καλύτερη ανακύκλωση των θρεπτικών στοιχείων μέσα στο ίδιο το σύστημα. Τα συστήματα αυτά είναι σταθερότερα από οποιαδήποτε μορφή συμβατικής γεωργίας, ως προς την προστασία του εδάφους, τη βελτίωση του περιβάλλοντος, των βιοτόπων και την άγρια πανίδα, τη διασφάλιση της σταθερότητας και λειτουργικότητας των οικοσυστημάτων αλλά και τη διατήρηση ή και βελτίωση των τοπίων της χώρας μας.
Σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) 2024/1991, η μείωση των προστατευόμενων τύπων οικοτόπων και ειδών προκαλείται κυρίως από την εγκατάλειψη της εκτατικής γεωργίας, την εντατικοποίηση των πρακτικών διαχείρισης, την τροποποίηση των υδρολογικών καθεστώτων, την αστικοποίηση και τη ρύπανση, καθώς και από τις μη βιώσιμες δασοκομικές δραστηριότητες και την εκμετάλλευση των ειδών.

Η αγροδασοπονία μπορεί να αποκαταστήσει τα υποβαθμισμένα οικοσυστήματα και επομένως να αποκαταστήσει τη φύση. Τα δέντρα και οι θάμνοι έχουν θετικό αντίκτυπο στις υπηρεσίες του οικοσυστήματος όπως η βιοποικιλότητα, η δέσμευση άνθρακα, η επικονίαση, ο κύκλος του νερού και η ζωή του εδάφους, καθώς και η ποιότητα του νερού και του αέρα. Αυτά τα οφέλη είναι ιδιαίτερα ισχυρά σε γεωργικές εκτάσεις που χρησιμοποιούνται εντατικά για τρόφιμα καθώς και για παραγωγή βιομάζας. Αν και εφαρμόζεται κυρίως σε αρόσιμες εκτάσεις και λιβάδια, η αγροδασοπονία μπορεί επίσης να διαδραματίσει ρόλο και στις δασικές εκτάσεις, όπου μπορούν να ενσωματωθούν άγρια οπωροφόρα δέντρα και θάμνοι συμβάλλοντας στην αναγέννηση του οικοσυστήματος και παρέχοντας βιώσιμες αποδόσεις.