Συγκλονιστικές καταθέσεις καταγράφηκαν στη δικαστική αίθουσα κατά τη σημερινή συνεδρίαση για τη δολοφονία της 28χρονης Κυριακής Γρίβα, με μάρτυρες να περιγράφουν με λεπτομέρειες τη μοιραία επίθεση και την κακοποιητική συμπεριφορά που είχε προηγηθεί.
Ο ιατροδικαστής Δημήτρης Γαλεντέρης, τεχνικός σύμβουλος της οικογένειας της Κυριακής, υποστήριξε πως ο δράστης είχε ξεκάθαρο σκοπό να τη σκοτώσει. «Το πρώτο χτύπημα ήταν στην πλευρά της καρδιάς. Το τελευταίο προκάλεσε ρήξη φλέβας στη βάση της καρδιάς. Αν δεν υπήρχε αυτό, ίσως η Κυριακή να ζούσε», κατέθεσε χαρακτηριστικά.
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση, εκτίμησε πως ακόμη και μία άμεση παρέμβαση από τον φρουρό ασφαλείας θα μπορούσε να αποτρέψει τη δολοφονία. «Τα πρώτα τέσσερα χτυπήματα δεν ήταν μοιραία. Η πέμπτη μαχαιριά ήταν αυτή που προκάλεσε την ακατάσχετη αιμορραγία και οδήγησε στον θάνατο. Σταμάτησε μόνο επειδή άρχισε να πετάγεται το αίμα».
Ο ιατροδικαστής μίλησε για «στοχευμένα και ισχυρά» χτυπήματα, επισημαίνοντας ότι χρησιμοποιήθηκε μαχαίρι σεφ, ικανό να διαπεράσει κόκαλο και να πλήξει ζωτικά όργανα. «Η βία ήταν εξαιρετικά έντονη, δεν υπήρχε σύγχυση. Ήθελε να τη σκοτώσει – είχε σχέδιο», είπε.
Αναφερόμενος στην ψυχική κατάσταση του κατηγορούμενου, ο κ. Γαλεντέρης αμφισβήτησε τη διάγνωση της διπολικής διαταραχής, η οποία εμφανίζεται για πρώτη φορά το 2020. «Δεν υπάρχουν καταγεγραμμένα μανιακά επεισόδια. Πιθανώς γράφτηκε η διάγνωση απλώς για να αιτιολογηθεί η φαρμακευτική αγωγή», είπε, επισημαίνοντας ότι κάτι τέτοιο είναι συνήθης πρακτική στη συνταγογράφηση.
Ο ίδιος αμφισβήτησε και τις αυτοκτονικές τάσεις του κατηγορούμενου, λέγοντας πως τα τραύματα στον τράχηλό του την ημέρα της δολοφονίας ήταν «επιφανειακά, δερματικά» και εκτίμησε πως πρόκειται για «αυτοτραυματισμό, όχι για πραγματική απόπειρα αυτοκτονίας».
Καταθέσεις για δολοφονία Γρίβα
Ο ψυχίατρος Δημήτρης Καραΐσκος, τεχνικός σύμβουλος της μητέρας της Κυριακής και εν ενεργεία αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ., ξεκαθάρισε ότι η δολοφονία δεν συνδέεται με ψυχωτικό επεισόδιο. «Το μανιακό επεισόδιο έχει διάρκεια. Δεν μπορεί να κρατήσει δέκα λεπτά και να “κλείσει ο διακόπτης”. Χρειάζεται μέρες ή και μήνες για να σταθεροποιηθεί, ακόμη και με φάρμακα», τόνισε.
Εξήγησε, επίσης, πως στην ψυχιατρική πρακτική ενδέχεται να αναγράφεται διάγνωση για να «ξεκλειδώσει» η συνταγογράφηση συγκεκριμένων φαρμάκων. «Αλλιώς σε πετάει έξω το σύστημα και πληρώνεις μόνος σου», είπε χαρακτηριστικά.
Όσον αφορά τα υποτιθέμενα κενά μνήμης, ο ψυχίατρος ήταν κατηγορηματικός: «Η συμπεριφορά του δεν συνάδει με ψυχοπαθολογία αλλά με προσποίηση».
Οι συγγενείς του θύματος
Ο θείος της Κυριακής, αστυνομικός στο επάγγελμα, μίλησε για τις συναντήσεις που είχε με τον κατηγορούμενο. «Της φερόταν άσχημα. Ήθελε να έχει εξουσία πάνω της», κατέθεσε. Όσον αφορά την ημέρα του φόνου, εξέφρασε την πικρία του για την αδράνεια των αρχών. «Αρκούσε ένας αστυνομικός να βγει και να του φωνάξει “ε! τι κάνεις”. Αυτό και μόνο θα τον απέτρεπε. Ούτε ένας δεν έκανε το σωστό. Ακόμα και από το τηλεφωνικό κέντρο, μπορούσαν να τη σώσουν. Να της πουν “μείνε εκεί, μην πας πουθενά”».
Η θεία της Κυριακής μίλησε με δάκρυα στα μάτια: «Τη χτυπούσε, την κακοποιούσε ψυχικά. Την εκβίαζε. Της έλεγε “θα κάνω κακό σε εσένα και στην οικογένειά σου”». Είπε πως η νεαρή γυναίκα ήταν υπερβολικά καλή και ερωτευμένη. «Όταν προσπαθούσε να φύγει, την κρατούσε με απειλές. Της λέγαμε να χωρίσει, αλλά μας έλεγε “με αγκαλιάζει και χάνομαι”».
Απαντώντας σε ερωτήσεις για ποιον λόγο δεν είχαν ενημερώσει τον πατέρα της Κυριακής, η μάρτυρας είπε: «Φοβόμασταν να μην υπάρξει σύγκρουση. Θέλαμε να τελειώσει ήπια, όπως πρέπει». Η φράση αυτή προκάλεσε ξέσπασμα από τον πατέρα της Κυριακής, ο οποίος φώναξε: «Έπρεπε, ρε Κούλα! Δεν θα ήμασταν εδώ τώρα».
Τέλος, κατέθεσε και άλλος θείος της Κυριακής, άτομο με αναπηρία, ο οποίος περιέγραψε πώς ο κατηγορούμενος προσπάθησε να εξασφαλίσει αναπηρική σύνταξη. «Νόμιζε ότι εγώ πήρα σύνταξη με πλάγιο τρόπο και ήθελε να τον βοηθήσω να “λαδώσει” για να κάνει το ίδιο. Μου είπε “έχω χαρτιά που πιστοποιούν τρέλα, μπαινοβγαίνω σε ψυχιατρεία χρόνια”. Όμως ήταν “μανούλα”, πανέξυπνος. Μου είχε ξεκαθαρίσει: “Δεν έχω τίποτα, αλλά το παίζω”».