Θυμάσαι πότε αισθάνθηκες για πρώτη φορά την ανάγκη να είσαι τέλεια;
Θυμάσαι εκείνη την στιγμή που κοίταξες τον εαυτό σου και σκέφτηκες ότι θα σε αγαπούσαν περισσότερο αν ήσουν αλλιώς;
Εγώ θυμάμαι… τον ήχο της κιμωλίας να γρατζουνά τον πίνακα, το μυρωδάτο χαρτί που τσαλακώνεται στο βιβλίο, το παγωμένο βλέμμα της δασκάλας να πέφτει πάνω μου σαν κεραυνός. Έπαιρνα 17 στο διαγώνισμα κι αντί να νιώσω περηφάνεια, ένιωθα ότι δεν αρκεί. Η ερώτηση πλανιόταν στον αέρα: “Γιατί όχι 20;” Και κάπως έτσι άρχισε ο αόρατος αγώνας να αποδείξω ότι είμαι τέλεια, χωρίς ποτέ να με ρωτήσει κανείς αν θέλω εγώ να είμαι έτσι.
Μας δόθηκε από την παιδική κιόλας ηλικία, ένα εγχειρίδιο τελειότητας, σαν οικόσημο που περνάει από γενιά σε γενιά. Κάποιοι το κρατούν σαν θησαυρό, άλλοι σαν αόρατη αλυσίδα. Και όσο μεγαλώνουμε, αυτές οι αλυσίδες γίνονται πιο ορατές. Με τον καιρό, η φωνή αυτή μεταμορφώνεται σε σιωπηλό μετρονόμο. Καθορίζει πώς θα σταθείς, πώς θα μιλήσεις, πώς θα αγαπήσεις.
Ανοίγεις το Instagram. Βλέπεις μια φωτογραφία φαγητού. Λαχταριστή, με σύνθεση αψεγάδιαστη. Αλλά η γεύση; Μπορεί να μην υπάρχει. Τα χρώματα φίλτρα, το ντεκόρ καλοστημένο αποκλειστικά για τη λήψη. Το πολυπόθητο κλικ. Παρακάτω, ένα παιδί χαμογελά, εσύ όμως δεν βλέπεις τα δάκρυα του λίγο πριν. Ένα φόρεμα φαίνεται αψεγάδιαστο, δείχνει παραμυθένιο στο μοντέλο που το φορά. Αλλά δεν βλέπεις τις αόρατες καρφίτσες που κρατούν το ύφασμα τεντωμένο, τις μικρές θυσίες πίσω από την εικόνα. Κι όλα αυτά γίνονται για ένα βλέμμα, ένα “τέλειο”.
Κι εμείς; Ονειρευόμαστε τη ζωή τέλεια. Θέλουμε να είμαστε η τέλεια σύζυγος, η τέλεια μητέρα, η τέλεια σύντροφος, η τέλεια οικοδέσποινα, η τέλεια φίλη. Στο εγχειρίδιο που κουβαλάμε υπάρχουν κεφάλαια για όλα : Πως να στέκεσαι, πως να μιλάς, πως να αντιδράς, πως να γελάς, πως να μοιάζεις. Όχι για εμάς, αλλά για τον κόσμο που θεωρούμε ότι μας κοιτάζει. Η τελειότητα που κυνηγάμε είναι σαν καπνός που ξεγλιστρά κάθε φορά που προσπαθούμε να τον πιάσουμε. Ένα φάντασμα που μας στοιχειώνει. Κι εμείς συνεχίζουμε διορθώνοντας τις ατέλειες μας σαν να είναι έγκλημα η ύπαρξή μας. Κυνηγάμε αυτή τη ζωή σαν φωτογραφία περιοδικού, ρετουσαρισμένη μέχρι παραίσθησης, χρωματιστή αλλά άψυχη, ατσαλάκωτη με καθωσπρεπισμό σαν φίλτρο που σβήνει ότι μας κάνει ανθρώπους.
Και τότε φτάνεις στη βιτρίνα. Στέκεσαι σαν πλαστική κούκλα, με τέλειες αναλογίες, παγωμένο χαμόγελο και μάτια κενά που δεν μπορούν να κουνηθούν. Ο φόβος σου δεν είναι να σε δουν. Είναι να σπάσει το τζάμι. Γιατί αν σπάσει, θα σκορπίσουν τα γυαλάκια της τελειότητας παντού κι εσύ θα αναγκαστείς να κοιτάξεις ποια είσαι χωρίς αυτό.
Αλλά αυτό είναι το θαύμα.
Όταν το τζάμι ραγίσει, στην αρχή παγώνεις. Μετά πονάς. Μετά κοιτάς τα θραύσματα άτακτα σκορπισμένα στο πάτωμα και ξαφνικά συνειδητοποιείς ότι δεν έσπασες εσύ. Έσπασαν τα δεσμά σου. Και σχεδόν διστακτικά, νιώθεις για πρώτη φορά την ανάσα σου χωρίς βάρος, την καρδιά σου χωρίς άγχος, τον εαυτό σου χωρίς ρετουσάρισμα.
Τότε βρίσκεις εκείνο που νόμιζες ότι έπρεπε να κρύβεις : Τη δική σου μοναδική, άγρια, αυθεντική ατέλεια. Την αλήθεια που ανασαίνει. Την ατέλεια που αγγίζει ευαίσθητες χορδές, που συγκινεί, που μαλακώνει, που λυγίζει, που αγαπιέται.
Η αλήθεια ζει στις μικρές, ανθρώπινες λεπτομέρειες που προσπαθούμε να κρύψουμε. Στη ρυτίδα από γέλιο ή πόνο. Στο σημάδι που άφησε η ζωή στο σώμα ή στην ψυχή. Στην ασυμμετρία που κάνει το χαμόγελο μοναδικό. Στο τσουλούφι που αρνείται να συμβιβαστεί. Στο δάκρυ που κυλάει χωρίς να το ζητήσεις. Αυτές οι λεπτομέρειες αφηγούνται ιστορίες που κανένα φίλτρο, κανένα ρούχο, κανένα εγχειρίδιο τελειότητας μπορεί να πει.
Και τότε η ζωή αποκτά χρώματα και αισθήσεις που δεν ήξερες. Το κόκκινο γίνεται πάθος και φόβος μαζί, το χρυσό γλυκιά θέρμη, το μπλε βαθιά ανάσα γαλήνης και ηρεμίας. Μυρίζεις τη βροχή στο χώμα, ακούς το θρόισμα των φύλλων όταν περνάει το αεράκι ανάμεσά τους, νιώθεις το δέρμα σου να ανατριχιάζει από τις ψιχάλες της βροχής. Και ξαφνικά, σαν ανάσα, καταλαβαίνεις ότι η τελειότητα δεν ήταν ποτέ το ζητούμενο. Η ζωή είναι σαν έναν πίνακα με πινελιές που ξεφεύγουν, χρώματα που τρέχουν, λάθη που δίνουν χαρακτήρα. Οι τέλειες γραμμές τραβούν το μάτι, αλλά οι ατέλειες δίνουν βάθος, ψυχή, ιστορία.
Η αληθινή τελειότητα είναι ένα χαμόγελο που σπάει τη σιωπή, ένα λάθος που αφήνει χώρο για μάθηση, μια ανάσα που δεν χρειάζεται να κρυφτεί. Όλα τα υπόλοιπα, βαθμοί, κανόνες, εικόνες, καρφίτσες που κρατούσαν τα ρούχα στη θέση τους, ήταν μόνο η προετοιμασία για να ανακαλύψεις την πιο μεγάλη αλήθεια. Τον εαυτό σου ολοκληρωμένο, με ατέλειες και χρώματα, με φόβο και θάρρος, με ζωντάνια που δεν μπορείς να περιορίσεις.
Κι εσύ που διαβάζεις τώρα…
Τι θα γινόταν αν σταματούσες να κοιτάς τη βιτρίνα; Αν έβλεπες τον άνθρωπο που πόνεσε, αγάπησε, έκλαψε, έπεσε και ξανασηκώθηκε, μεγάλωσε, αντί για την εικόνα που σε πίεζε να γίνεις;
Ίσως τότε να ανακάλυπτες ότι η ομορφιά σου δεν βρίσκεται στα τέλεια χρώματα, στα αψεγάδιαστα χαμόγελα, στο λείο γυαλί. Η ομορφιά σου είναι άγρια, ζωντανή, αληθινή. Είναι οι ρωγμές σου που αφήνουν το φως να περάσει, οι αναμνήσεις σου, οι ιστορίες σου, η αλήθεια σου.
Η τελειότητα ήταν πάντα ένα κυνήγι μαγισσών. Η ατέλεια είναι ο δρόμος προς τη δική σου αλήθεια. Κι αν την αγκαλιάσεις, θα δεις ότι η ζωή σου με όλες τις ατέλειες και τις ιστορίες της, είναι ήδη τέλεια.