«Συμφωνία ή ρήξη;»

Μια συμφωνία, που είναι δεδομένο ότι θα είναι κακή, θα παραγκωνίσει με τον πιο ωμό και απροκάλυπτο τρόπο τη βούληση της κοινωνίας όπως εκφράσθηκε και εκδηλώθηκε στις τελευταίες πρόσφατες εθνικές εκλογές. Ουσιαστικά η προτίμησή μας σε μια οποιαδήποτε συμφωνία θα είναι η απεμπόληση του θεμελιώδους και εκ των ων ουκ άνευ για τη δημοκρατία δικαιώματος της αυτοδιάθεσης.
ARIS MESSINIS via Getty Images

Το κύριο θέμα που απασχολεί την ελληνική κοινωνία τους τελευταίους μήνες και ειδικά τις τελευταίες ημέρες είναι, εύλογα και δικαιολογημένα, αν θα κλείσει η συμφωνία με τους δανειστές και τι είναι τελικά προτιμότερο ή για την ακρίβεια λιγότερο χειρότερο, μια κακή συμφωνία ή μια μη συμφωνία και ρήξη.

Οι περισσότεροι οικονομολόγοι Έλληνες και μη, ανεξαρτήτως ιδεολογίας και πολιτικού χώρου, διατείνονται ότι ακόμη και μία πραγματικά κακή συμφωνία θα είναι λιγότερο επώδυνη για το σύνολο της κοινωνίας από μία μη συμφωνία. Προσωπικά, δεν έχω οικονομικές γνώσεις οπότε υποθέτω πως μάλλον έτσι πρέπει να είναι.

Για να αποφασίσουμε όμως μεταξύ μιας κακής συμφωνίας ή μιας ενδεχόμενης ρήξης δεν αρκεί να εξετάσουμε το θέμα μόνο από οικονομικής πλευράς.

Αναντίρρητα η οικονομική διάσταση του θέματος είναι εξαιρετικά σημαντική. Είναι αυτή που αφορά όλους μας άμεσα, που θα επηρεάσει ίσως και θα καθορίσει για μερικούς από εμάς την καθημερινότητά μας, τις ίδιες τις ζωές μας και εν τέλει συνολικά το κοινωνικό γίγνεσθαι. Είναι λοιπόν απολύτως κατανοητό να σταθμίζεται η θέση και η στάση μας, ενώπιον του διλήμματος κακή συμφωνία ή ρήξη, με οικονομικούς όρους και κριτήρια.

Παρόλα αυτά η οικονομική πτυχή δεν είναι η μόνη διάσταση του θέματος και δεν πρέπει, όσο δύσκολο και αν είναι, που είναι, να αποφασίσουμε μόνο με οικονομικά κριτήρια. Θα πρέπει εκτός από την οικονομική - οντολογική διάσταση του διλήμματος να αναδείξουμε και να αναλογιστούμε και τη δεοντολογική του διάσταση.

Θα πρέπει, πριν αποφασίσουμε και καθορίσουμε ως άτομα ο καθένας από εμάς ξεχωριστά, αλλά και ως κοινωνία, συνολικά τη στάση που θα τηρήσουμε απέναντι σε αυτό το ιστορικής σημασίας δίλημμα για την πορεία της χώρας, να συνεκτιμήσουμε και να συνυπολογίσουμε εκτός από τις ενδεχόμενες συνέπειες που θα έχει μία κακή συμφωνία ή ρήξη, στην κοινωνική πραγματικότητα, δηλαδή σε οντολογικό επίπεδο και τις συνέπειες που θα προκαλέσει η μία ή άλλη επιλογή σε δεοντολογικό επίπεδο, σε επίπεδο δηλαδή αρχών, και δη πολιτειακών.

Αν και όπως ήδη επισημάνθηκε μια κακή συμφωνία σε οντολογικό επίπεδο θα είναι λιγότερο επώδυνη, το ζήτημα που εδώ προκύπτει και τίθεται είναι αν θα είναι λιγότερο χειρότερη και σε δεοντολογικό επίπεδο. Εδώ τα πράγματα είναι μάλλον αρκετά διαφορετικά.

Μια συμφωνία, που είναι δεδομένο ότι θα είναι κακή, θα παραγκωνίσει με τον πιο ωμό και απροκάλυπτο τρόπο τη βούληση της κοινωνίας όπως εκφράσθηκε και εκδηλώθηκε στις τελευταίες πρόσφατες εθνικές εκλογές. Ουσιαστικά η προτίμησή μας σε μια οποιαδήποτε συμφωνία θα είναι η απεμπόληση του θεμελιώδους και εκ των ων ουκ άνευ για τη δημοκρατία δικαιώματος της αυτοδιάθεσης. Μπορεί οι περισσότεροι από εμάς με μια συμφωνία να υποφέρουμε λιγότερο, τουλάχιστον προσωρινά, αλλά θα είναι η αμετάκλητη παραδοχή μας ότι η Ελλάδα δεν είναι πλέον ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος. Θα είναι η παραδοχή μας ότι το χρέος επικυριάρχησε της δημοκρατίας.

Γι' αυτό πριν βιαστούμε να καταλήξουμε στη μία ή στην άλλη επιλογή θα πρέπει να συνυπολογίσουμε προσεκτικά όλες τις παραμέτρους και τις διαστάσεις της όποιας απόφασης γιατί το διακύβευμα είναι εξαιρετικά σημαντικό και θα κρίνει εν πολλοίς είτε έτσι είτε αλλιώς την πορεία της χώρας για τα επόμενα αρκετά χρόνια.

Από τη μία είναι η πραγματιστική θεώρηση και προσέγγιση του θέματος και από την άλλη η δεοντοκρατική. Και εμείς καλούμαστε ως κοινωνία να επιλέξουμε τι θα θυσιάσουμε: το βιοτικό μας επίπεδο - ό,τι δηλαδή έχει απομείνει από αυτό - τουλάχιστον για τους επόμενους μήνες ή τη δημοκρατία εκπίπτοντας οριστικά σε δουλοπαροικία χρέους;

Δημοφιλή