Μια εννοιολόγηση του όρου «ευρωσκεπτικισμός»

Και οι δύο θεωρητικές προτάσεις είναι σε θέση να εξηγήσουν ένα μέρος μόνο του φαινομένου ευρωσκεπτικισμός. Καμία από τις δύο δεν είναι επαρκώς σε θέση να μας διαφωτίσει για την ποικιλία της ανάπτυξης των επί μέρους τοποθετήσεων και του δυναμισμού εκπαίδευσης της κοινής γνώμης. Τα κίνητρα των επί μέρους τοποθετήσεων ποικίλλουν. Ωστόσο, τα βασικά κίνητρα στον πυρήνα του ευρωσκεπτικισμού είναι δύο: η ανησυχία για την εθνική ταυτότητα και την εθνική ανεξαρτησία αφ' ενός και αφετέρου ο οικονομικός φόβος.
Express via Getty Images

Ο όρος ευρωσκεπτικισμός μπορεί εύκολα να παρεξηγηθεί, γιατί με τον όρο αυτό δεν εννοείται η στάση των ατόμων ή συλλογικοτήτων έναντι του ευρώ ως κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, αλλά μάλλον η αποστασιοποίηση από το παρόν πολιτικό και θεσμικό σχήμα και τις μελλοντικές τάσεις της ΕΕ. Ωστόσο, ο όρος ευρωσκεπτικισμός χρησιμοποιείται συνώνυμα και στις δύο περιπτώσεις. Κατά τους Χάρμσεν και Σπίρινγκ η λέξη αυτή αποτυπώθηκε για πρώτη φορά σε ένα άρθρο στους Times τον Ιούνιο του 1986. Το αρχικό της νόημα είναι στενά συνδεδεμένο με την αυστηρή κριτική πολιτική κατά της ΕΚ από το βρετανικό Συντηρητικό Κόμμα υπό την τότε πρωθυπουργό Μάργκαρετ Θάτσερ.

Στην επέκταση της έννοιας του, που έλαβε ο όρος στις αρχές της δεκαετίας του 1990, συντέλεσε η συνθήκη του Μάαστριχτ, που επιδρώντας ως καταλύτης, αποκάλυψε μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα ότι ο ευρωσκεπτικισμός δεν είναι ένα φαινόμενο που περιορίζεται μόνο στην βρετανική πολιτική ελίτ. Ο όρος ήταν πλέον συνώνυμος με τις κρίσιμες αντιρρήσεις των λαών στα διάφορα κράτη μέλη σε σχέση με την ΕΕ. Η κριτική, ο σκεπτικισμός και η αβεβαιότητα ήταν βασικά συστατικά των εθνικών και διακρατικών συζητήσεων κατά τη διάρκεια των δημοψηφισμάτων, για την επικύρωση της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Σημαντικές εκφάνσεις σε ότι αφορά τον ευρωσκεπτικισμό αυτή τη χρονική περίοδο, αποτέλεσαν ιδίως η αρχική απόρριψη της Συνθήκης στη Δανία, το γνωστό ως «petit oui» της Γαλλίας , καθώς και η πρωτοφανής στάση του γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου στην απόφασή του Μάαστριχτ.

Δεν υπάρχει γενικά κανένας αποδεκτός ορισμός του φαινομένου του ευρωσκεπτικισμού. Ωστόσο, εντός της ακαδημαϊκής συζήτησης, έχει προκύψει κυρίως από την πρωτοποριακή εργασία του Πάουλ Τάγκαρτ ένας ουσιαστικός και εννοιολογικός ορισμός, που είναι ευρέως αποδεκτός και δίκαια μέχρι σήμερα αποτελεί έναν από τους βασικότερους. Συγκεκριμένα αναφέρει ως εξής: «Ο ευρωσκεπτικισμός εκφράζει την ιδέα μιας ενδεχόμενης αντίθεσης στην ΕΕ, την οποία παράλληλα ενσωματώνει στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Υπάρχει σε πολλές μορφές στο θεσμικό επίπεδο των ελίτ, περιλαμβάνει δηλαδή όλους εκείνους που βρίσκονται έξω από το στάτους κβο. Οι αντίπαλοι της ΕΕ είναι τουλάχιστον δύσπιστοι, αλλά δεν είναι όλοι οι σκεπτικιστές αντίπαλοι». Επομένως, δεν είναι κάθε ευρωσκεπτικιστής, ένας «σκληρός» ευρω-αντίπαλος. Εκτός αυτού, η κύρια εστίαση του Τάγκαρτ, βρίσκεται στα κόμματα που υπάρχουν σε ένα έθνος κράτος. Ο ευρωσκεπτικισμός γίνεται κατανοητός, ως μέσο για τη μεγιστοποίηση της φωνής των λαϊκιστικών κομμάτων και αυτών που τοποθετούνται στα άκρα. Εξυπηρετεί επομένως «τη διαφωνία» μέσα στο κομματικό σύστημα και είναι κατά συνέπεια ένα αποφασιστικό συστατικό της πολιτικής αντίθεσης.

Ιδίως από την μεταγενέστερη συνεργασία του Τάγκαρτ με τον Άλεξ Σέρμπιακ προέκυψε ένας τεράστιος αριθμός δημοσιεύσεων γύρω από το θέμα. Οι και από τους δύο πάντα αναπτυγμένες διαφοροποιήσεις μεταξύ «σκληρού» και «ήπιου» ευρωσκεπτικισμού, είναι αδιαφιλονίκητα στο επίκεντρο του πιο επίκαιρου σήμερα φαινομένου: «Ο σκληρός ευρωσκεπτικισμός, ορίζεται ως η ιδεολογική αντίθεση στο πρόγραμμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης όπως ενσωματώνεται στην ΕΕ. Ο ήπιος ευρωσκεπτικισμός επαναπροσδιορίζεται, δεν υπάρχει ιδεολογική αντίρρηση στο πρόγραμμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αλλά υπάρχει αντίθεση στην τρέχουσα ή μελλοντική προγραμματισμένη τροχιά της ΕΕ βασισμένη στην περαιτέρω επέκταση που η ΕΕ προγραμματίζει να κάνει». Η μορφή του ήπιου σκεπτικισμού, δημιουργεί στους εκπροσώπους του μια βαθιά προσωπική αντίδραση για το πολιτικό σύστημα της ΕΕ και τις συμβάσεις της, καθώς και για το περιεχόμενο της πολιτικής της ΕΕ. Αντιθέτως, ο σκληρός ευρωσκεπτικισμός διακρίνεται ειδικότερα για την απόλυτη και αταλάντευτη άρνηση του έναντι όλων των πολιτικών στόχων της ΕΕ.

Μια εναλλακτική ερμηνεία, ως ένα είδος κριτικής απάντησης στους Σέρμπιακ και Τάγκαρτ, αναπτύχθηκε από τους Πετρ Κοπεκή και Κας Μούντε, που εξετάζουν κατά κύριο λόγο τα χαρακτηριστικά του ευρωσκεπτικισμού σε επίπεδο κομμάτων και των κομματικών συστημάτων. Για τους συγγραφείς αυτούς, η διχοτομική διάκριση μεταξύ σκληρού και ήπιου ευρωσκεπτικισμού δεν φτάνει αρκετά μακριά. Προτείνεται μάλλον, σε συνέχεια του Ντέιβιντ Ίστον (1965), μια δισδιάστατη διαφοροποίηση μεταξύ του ασαφής και μιας συγκεκριμένης υποστήριξης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η πρώτη πιο ιδεολογική διάσταση, υποστηρίζει την ιδέα της Ευρώπης και διαχωρίζει αναλόγως τους «ευρωφίλους» από τους «ευρωφοβικούς» („Europhile" and „Europhobe"). Η δεύτερη, πιο στρατηγική διάσταση, υποστηρίζει την πρακτική αναδιαμόρφωση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και κάνει τον διαχωρισμό μεταξύ των «απαισιόδοξων της ΕΕ» και των «αισιόδοξων της ΕΕ» („EU-Pessimists" and „EU-Optimists").

Και οι δύο θεωρητικές προτάσεις είναι σε θέση να εξηγήσουν ένα μέρος μόνο του φαινομένου ευρωσκεπτικισμός. Καμία από τις δύο δεν είναι επαρκώς σε θέση να μας διαφωτίσει για την ποικιλία της ανάπτυξης των επί μέρους τοποθετήσεων και του δυναμισμού εκπαίδευσης της κοινής γνώμης. Τα κίνητρα των επί μέρους τοποθετήσεων ποικίλλουν. Ωστόσο, τα βασικά κίνητρα στον πυρήνα του ευρωσκεπτικισμού είναι δύο: η ανησυχία για την εθνική ταυτότητα και την εθνική ανεξαρτησία αφ' ενός και αφετέρου ο οικονομικός φόβος.

Επομένως, το κεντρικό ερώτημα είναι το ποσοστό της στάθμισης των διαφορετικών παραγόντων που επηρεάζουν. Το γεγονός αυτό είναι υψίστης σημασίας, καθώς η υποστήριξη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης έχει διαφορετικές βαθμίδες, ανάλογα με το αν οι οικονομικές συνθήκες είναι μεταβλητές, ή εάν οι απόψεις περί ιδεών και ταυτοτήτων έχουν θεωρηθεί καθοριστικές. Σε επίπεδο δεξιών λαϊκιστικών κομμάτων, αλλά και σε χώρες με ισχυρά ακροδεξιά κόμματα, τα ζητήματα εθνικής ταυτότητας είναι πιο σημαντικά και έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα, αντίθετα, στο αριστερό πολιτικό φάσμα και σε χώρες της ΕΕ με ισχυρά τα κόμματα της ριζοσπαστικής αριστεράς, υπάρχουν περισσότεροι φόβοι για οικονομικές απώλειες και ανησυχίες για τη διάλυση του κράτους πρόνοιας ως αποτέλεσμα της ολοκλήρωσης της ευρωπαϊκής αγοράς. Και στις δύο περιπτώσεις προωθείται ο ευρωσκεπτικισμός, με διαφορετικό όμως κίνητρο. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι η παραπάνω διαφοροποίηση, δηλαδή η ανά περίπτωση διαφορετική αντίληψη του ευρωσκεπτικισμού από τα πολιτικά στρώματα, τόσο σε μακρο-επίπεδο (κόμματα/συστήματα, μέσα ενημέρωσης), όσο και σε μικρο-επίπεδο (επί μέρους μεταρρυθμίσεις), είναι αλληλένδετη και αλληλοεπηρεάζεται.

* Το άρθρο αποτελεί μέρος επιστημονικής εργασίας με τίτλο: «Ο ευρωσκεπτικισμός στη Γερμανία και η κρίση του ευρώ»

Δημοφιλή