Τα γεγονότα τα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα οι στρατηγικές επιλογές της νέας Αμερικανικής εξουσίας το 2025, δημιουργούν την ανάγκη νέων προσεγγίσεων για την Ελληνική Εθνική στρατηγική. Μεταξύ άλλων, πιο ενεργή συμμετοχή στους διεθνούς θεσμούς και στις συμμαχίες στις οποίες συμμετέχει το Ελληνικό κράτος, συναλλαγές με όρους εθνικών συμφερόντων με σκοπό επίτευξη συμμετρικών και ισόρροπων σχέσεων με τις ΗΠΑ και ενεργή συμμετοχή στις πρωτοβουλίες και αποφάσεις της ΕΕ στα πεδία της άμυνας και της ασφάλειας. Ένας τέτοιος στρατηγικός προσανατολισμός απαιτεί να παραμεριστούν εσωτερικές εσωστρέφειες για να επιτευχθεί μια νέα στρατηγική αφετηρία η οποία απαιτείται, εξ αντικειμένου, να τυγχάνει της υποστήριξης όλων των πολιτικών δυνάμεων όλου του πολιτικού φάσματος. Αυτονόητα, σημαντικός παράγων είναι η θέση και ο ρόλος του Ελληνικού και Κυπριακού κράτους στην περιφέρεια στην οποία ανήκουν.
Η ανακοίνωση για τον χωροταξικό σχεδιασμό, έστω και καθυστερημένα, είναι βήμα προς την ορθή κατεύθυνση. Ως προς πολλά σημεία, ασφαλώς, προϋποθέτει μετατροπή των προθέσεων σε αποφάσεις και σημαντικά βήματα σε τομείς όπως το κλείσιμο κόλπων, ορισμό στενών για την διεθνή ναυσιπλοΐα, συμφωνία με την Κυπριακή Δημοκρατία για την ΑΟΖ και ασφαλώς επέκταση της Αιγιαλίτιδας ζώνης σύμφωνα με τις πρόνοιες του διεθνούς δικαίου.
Όλα τα πιο πάνω σχετίζονται με το κατά πόσο η Ελλάδα ως μη αναθεωρητικό κράτος διαθέτει αξιόπιστη αποτρεπτική στρατηγική κατά των αναθεωρητικών απειλών κάθε είδους. Μια τέτοια στρατηγική συμπεριλαμβάνει, μεταξύ άλλων, πρωτοβουλίες και εφαρμογή συμφωνιών για ενεργειακούς αγωγούς, συνεργασία με κράτη όπως η Αίγυπτος και το Ισραήλ και ριζική επανατοποθέτηση όσον αφορά το κυπριακό ζήτημα. Το κυπριακό ζήτημα, αναμφίβολα, αφορά ευθέως και τα υπόλοιπα «μέτωπα» της αντιπαράθεσης Ελλάδας-Τουρκίας.
Για το τελευταίο ζήτημα με άρθρα εδώ αλλά και σε πολλές άλλες εκτενέστερες δημοσιεύσεις —συνιστάται η τελευταία δημοσίευση στην αγγλική γλώσσα, στην ανάρτηση της οποίας αναφέρονται πολλές άλλα δοκίμια στα Ελληνικά και Αγγλικά—, έχουμε υποστηρίξει ότι η ριζική επανατοποθέτηση είναι κάτι περισσότερο από αναγκαία. Συνοπτικά αυτό σχετίζεται με τα εξής:
Πρώτον, αποδεδειγμένα και επί μακρόν, καταμαρτυρείται ότι η Άγκυρα δεν σκοπεύει να τερματίσει τα παράνομα τετελεσμένα. Μάλιστα, καθημερινά βεβαιώνεται ότι στο εσωτερικό υπάρχει συναίνεση θέσεων για «λύση» η οποία όχι μόνο θα επικυρώνει τα παράνομα τετελεσμένα και επιπλέον θα δημιουργεί ένα προβληματικό κρατίδιο που θα σταδιακά θα θέσει την Μεγαλόνησο στα πεδία της Τουρκικής επικυριαρχίας. Αυτό, τονίζεται και υπογραμμίζεται, δεν είναι μια υπόθεση, αλλά βεβαιότητα που καταμαρτυρείται από τις θέσεις των ίδιων των Τούρκων ηγετών. Να υπενθυμίσουμε ότι στην Κύπρο ζει το ένα δέκατο του Ελληνισμού, γεγονός που σημαίνει ότι, για ένα ακόμη λόγο, θα καταστούν όμηροι της Άγκυρας παγιδεύοντας την Ελλάδα στρατηγικά.
Δεύτερον, οι θέσεις που προηγήθηκαν εύλογα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι δεν πρέπει να αναμένεται βιώσιμη λύση του κυπριακού ζητήματος. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να είχε μεγάλες πιθανότητες να εκπληρωθεί, όπως εξάλλου υποστηρίζουμε επί δεκαετίες, εάν η Ελληνική αποτρεπτική στρατηγική απέναντι στην Άγκυρα είχε προεκταθεί στην Κύπρο, εάν δηλαδή είχε δημιουργηθεί και εκεί ισορροπία δυνάμεων και προϋποθέσεις συμφωνίας σύμφωνα με την διεθνή και ευρωπαϊκή νομιμότητα. Βλ. Ανάλυση στο «Ελληνική Εθνική Στρατηγική: Η τριπλή στρατηγική. Έννοια σκοποί προϋποθέσεις επιτυχούς εκπλήρωσης: η περίπτωση της ευρωπαϊκής προοπτικής της Κύπρου». Επειδή το μείζον αυτό ζήτημα έχει αναλυθεί επανειλημμένα και εκτεταμένα, αναφέρεται μόνο ότι, αφενός, δυνατότητα γόνιμων διαπραγματεύσεων δεν θα υπάρξει εάν δεν υπάρξει Ελληνική εξισορρόπηση της Τουρκίας στην Κύπρο και αφετέρου, δεδομένων των διακηρυγμένων σκοπών της Άγκυρας, αυτό είναι αναγκαίο για την ασφάλεια του ενός δέκατου του Ελληνισμού κατά του ενδεχομένου προέλασης των Τουρκικών στρατευμάτων εάν υπάρξουν για την Τουρκία ευνοϊκές συνθήκες για κάτι τέτοιο.
Τρίτον, παράλληλα με την εξισορρόπηση που αναφέρθηκε μόλις, πιο επείγον και ευκολότερο είναι η άμεση ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης της Ελληνικής πλευράς από νομικής και πολιτικής άποψης και σύμφωνα με την διεθνή και ευρωπαϊκή νομιμότητα. Αυτό απαιτεί ριζική επανατοποθέτηση της διαπραγματευτικής θέσης. Ως προς αυτό, αποτελεί είδος νομικού και πολιτικού μυστηρίου επειδή η Ελληνική πλευρά δέχεται να γίνεται λόγος για «διαπραγματευτικό κεκτημένο» που απορρέει από τις διαρκείς υποχωρήσεις του θύματος των παράνομων τετελεσμένων όταν, βασικά, προσέρχεται σε διαπραγματεύσεις με το «πιστόλι στον κρόταφο» λόγω παρουσίας δεκάδων χιλιάδων παράνομων στρατευμάτων στην Κύπρο.
Πιο συγκεκριμένα:
Με οποιαδήποτε πρόταση βρίσκεται στο τραπέζι των «διαπραγματεύσεων» η Κυπριακή Δημοκρατία (ΚΔ)οδηγείται σε κατάλυση και επιβράβευση της παράνομης εισβολής. Για το γεγονός ότι είναι παράνομη υπάρχουν αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ (βλ. πιο κάτω). Συμπληρώνεται και θα τονιστεί ξανά, ότι ο ρόλος του Συμβουλίου Ασφαλείας ρητά ορίζεται ως όργανο που μεριμνά για την τήρηση της διεθνούς τάξης και όχι για την κατάργηση ενός νόμιμου κράτους και την επικύρωση της παρανομίας.
Δρομολογείται η αναγνώριση των παράνομων τετελεσμένων στα εδάφη της Κυπριακής Δημοκρατίας που είναι κατειλημμένα και εποικισμένα παράνομα (κάτι που αποτελεί έγκλημα πολέμου) και με οποιονδήποτε τρόπο και αν δει κανείς την «πολιτική / κυριαρχική ισότητα» η Τουρκία καθίσταται κυρίαρχος και στο νυν μη κατεχόμενο μέρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Δεν υπάρχει κανένα «διαπραγματευτικό κεκτημένο» ή κάποια συμφωνία για «διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα» που δεσμεύει το Κυπριακό κράτος και Ελληνικό κράτος.
Η κυβέρνηση της Ελλάδας που είναι εγγυήτρια και ο στρατηγικός δρώντας στο τρίγωνο Ελλάδα-Κύπρος-Τουρκία, έχει υποχρέωση και συμφέρον να υιοθετήσεις τις εξής θέσεις. Θέσεις, τονίζεται, οι οποίες κατά κάποιο τρόπο μαζί με τα βήματα για τον χωροταξικό σχεδιασμό δημιουργούν μια νέα στρατηγική αφετηρία προσαρμοσμένη στις ιστορικές περιστάσεις που βιώνουμε:
Πρώτον, η Ελλάδα ως εγγυήτρια δύναμη αλλά και ως κράτος του οποίου διακυβεύονται έσχατα συμφέροντα ασφάλειας και επιβίωσης δηλώνει σε όλους ότι δεν αποδέχεται κατάργηση της ΚΔ και νομιμοποίηση των παράνομων τετελεσμένων. Κατάλυση της ΚΔ και ομηρία των Ελλήνων σε τίποτα δεν εξυπηρετεί και τίποτα δεν επιλύει. Αντίθετα οδηγεί σε νέες μεγάλες συμφορές και αστάθεια.
Τουτέστιν, η Ελλάδα και η Κυπριακή δημοκρατία «δεν βιάζονται» να νομιμοποιήσουν τα παράνομα τετελεσμένα, να καταλύσουν το νόμιμο Κυπριακό κράτος, να κατασκευάσουν ένα μη βιώσιμο κρατίδιο, και να καταστήσουν εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες όμηρους της Άγκυρας. Όσο και αν κρατήσει αυτό ακόμη και πάντα. Τόσο απλό, τόσο λογικό, τόσο ορθολογιστικό που είναι μυστήριο γιατί δεν αποτελεί κοινή θέση όλων των Ελλήνων.
Ακόμη και εάν είναι πολύ δύσκολο να αποκατασταθεί η κυριαρχία της ΚΔ σε όλη την Επικράτειά της, τονίζεται και υπογραμμίζεται, τίποτα δεν εξυπηρετεί η αναγνώριση των τετελεσμένων και η κατάργηση του κράτους με τις αναπόδραστες συνέπειες που προαναφέρθηκαν.
Δεύτερον και εξαιρετικά σημαντικό από διαπραγματευτική, πολιτική και στρατηγική άποψη, η Ελληνική πλευρά ζητά επιτακτικά από τον ΟΗΕ και την ΕΕ να εφαρμοστεί η προαναφερθείσα διεθνής και ευρωπαϊκή νομιμότητα.
Αυτό σημαίνει ότι αδιαπραγμάτευτα ζητεί από την ΕΕ να υιοθετήσει θέσεις συμβατές με τους δικούς της νόμους που αποφάσισε με την Πράξη Προσχώρησης της Κυπριακής Δημοκρατίας ως πλήρες και κυρίαρχο μέλος. Αυτή η θέση όχι μόνο είναι νόμιμη και πολιτικά/θεσμικά νομιμοποιημένη αλλά επιπλέον αφοπλίζει όλους από τυχόν αιτιάσεις: Εξ αντικειμένου και αυτός ήταν ο σκοπός της ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ και την υιοθέτηση έτσι της ευρωπαϊκής έννομης τάξης σε όλη της Επικράτειας της ΚΔ. Έτσι, προσφέρεται διέξοδος με την δημιουργία ενός κράτους δικαίου στο οποίο υπάρχει ισότητα πολιτικών δικαιωμάτων και όχι ισότητα σε εθνική/ρατσιστική βάση που δημιουργεί ένα μη βιώσιμο κρατίδιο υποχείριο της Άγκυρας και παράγοντα αστάθειας στην περιφέρειά μας.
Τρίτον και ακόμη πιο σημαντικό που αναπτύχθηκε και σε πολλές άλλες παρεμβάσεις, Αθήνα και Λευκωσία ζητούν από τον ΓΓ του ΟΗΕ να συμμορφωθεί με τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του 1974, 1975 και του 1983 που είναι συμβατές με τον ρόλο του και που είναι σύμφωνες με τον Χάρτη του ΟΗΕ.
Δεν υπάρχει κανένα «διαπραγματευτικό κεκτημένο» ή κάποια συμφωνία για «διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα» που δεσμεύει το Κυπριακό κράτος και Ελληνικό κράτος.
Το ότι το ΣΑ κατέγραφε την διολίσθηση της εγκαταλειμμένης από όλους Κυπριακής Δημοκρατίας προς παράνομες υποχωρήσεις δεν νομιμοποιεί κανένα ούτε να ζητά την κατάλυση της ΚΔ ούτε να επιβάλλει εσωτερικές ρυθμίσεις που σε κάθε περίπτωση η Πράξη Προσχώρησης της Κύπρου στην ΕΕ όρισε τι θα πρέπει να είναι: Η Ευρωπαϊκή έννομη τάξη να επεκταθεί σε όλη την Επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ολοκληρώνοντας καλό είναι να τεθεί το ερώτημα «ποιος παραβιάζει την διεθνή νομιμότητα;» και να τύχει σύντομης απάντησης. Σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών:
Αντικρούουμε και απορρίπτουμε θέσεις και προτάσεις που παραβιάζουν τον Χάρτη του ΟΗΕ: Κεφάλαιο Ι Άρθρο 2.3: «Τα κράτη-μέλη οφείλουν να απέχουν «από χρήση βίας κατά της εδαφικής ακεραιότητας και πολιτικής ανεξαρτησίας άλλων κρατών» (και η ΚΔ είναι το μόνο κυρίαρχο και πλήρες μέλος του ΟΗΕ και της ΕΕ).
Ακόμη πιο σημαντικό: Άρθρο 2. 7. «Καμιά διάταξη αυτού του Χάρτη δεν θα δίνει το δικαίωμα στα Η.Ε. να επεμβαίνουν επί ζητημάτων που ανήκουν ουσιαστικά στην εσωτερική διαδικασία οποιουδήποτε κράτους και δεν θα αναγκάζει τα Μέλη να υποβάλλουν τέτοια θέματα για ρύθμιση σύμφωνα με τους όρους αυτού του Χάρτη».
Στεκόμαστε στο Κεφάλαιο Ι, Άρθρο 2. 7 για να δούμε πως αυτά μπορούν να σχετίζονται με την ΔΔΟ και την αξίωσή μας να εγκαταλειφθεί ούτως ώστε το ζήτημα να μπει σε σωστή, πολιτικά βάσιμη, ορθολογιστική και νόμιμη βάση.
Μετά την ρητή πρόνοια ότι «Καμιά διάταξη αυτού του Χάρτη δεν θα δίνει το δικαίωμα στα Ηνωμένα Έθνη να επεμβαίνουν επί ζητημάτων που ανήκουν ουσιαστικά στην εσωτερική διαδικασία οποιουδήποτε κράτους και δεν θα αναγκάζει τα Μέλη να υποβάλλουν τέτοια θέματα για ρύθμιση σύμφωνα με την τους όρους αυτού του Χάρτη», το άρθρο 2.7 γράφει τα εξής: «Η Αρχή αυτή δεν πρέπει να εμποδίζει την εφαρμογή των εξαναγκαστικών μέτρων που προβλέπονται στο Κεφάλαιο 7».
Επειδή εδώ τονίζουμε και υπογραμμίζουμε ότι μιλάμε για υψηλές αρχές του καθεστώτος της κυριαρχίας, καλό είναι να δούμε προσεκτικά το Κεφάλαιο 7 και πιο συγκεκριμένα να απαντήσουμε το ερώτημα «ποιος παραβιάζει την διεθνή νομιμότητα;». Στο Κεφάλαιο 7 διαβάζουμε τι είναι παρανομία: «Ενέργειες σε περίπτωση απειλής εναντίον της Ειρήνης, Διαταράξεως της Ειρήνης και Επιθετικών Πράξεων». Δηλαδή ρητά αναφέρεται σε επιθετικές ενέργειες και όχι το πώς το κράτος-θύμα θα συγκροτηθεί πολιτειακά εσωτερικά, κάτι το οποίο ο Χάρτης του ΟΗΕ αποκλείει ρητά και κατηγορηματικά.
Ακόμη πιο σημαντικό, παράλληλα με την προαναφερθείσα πράξη προσχώρησης της ΚΔ στην ΕΕ που είναι για τα μέλη νομικά και πολιτικά δεσμευτική, χρήζει να μνημονευτούν οι περιέργως παραμερισμένες και από την Ελληνική πλευρά πολύ σημαντικές αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του 1974, 1975 και 1983, οι οποίες αφορούν την διεθνή τάξη και την διατάραξή της από την Τουρκία. Οι αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας καλούν όλους να σεβαστούν την κυριαρχία του μόνου αναγνωρισμένου κράτους, της Κυπριακής Δημοκρατίας και ζητούν την αποκατάσταση της Συνταγματικής τάξης θεωρώντας την εισβολή απειλή για την διεθνή ειρήνη και ασφάλεια.
Αυτές οι αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας για το ποιος παρανόμησε είναι ρητές και αυτό σπάνια συμβαίνει και αποτελούν αδιαμφισβήτητο κριτήριο νόμιμης, νομιμοποιημένης και θεμιτής αλλαγής των θέσεων της Ελληνικής πλευράς και παραμερισμού οποιονδήποτε θέσεων παραβιάζουν την διεθνή και ευρωπαϊκή νομιμότητα. Αυτό γιατί, τονίζεται ακόμη μια φορά καθότι μείζονος σημασίας, καλούν όλους να σεβαστούν την κυριαρχία του μόνου αναγνωρισμένου κράτους, της Κυπριακής Δημοκρατίας και ζητούν την αποκατάσταση της Συνταγματικής τάξης θεωρώντας την εισβολή απειλή για την διεθνή ειρήνη και ασφάλεια. Ευθέως και ρητά ζητούν: «την αποχώρηση χωρίς καθυστέρηση όλου του στρατιωτικού προσωπικού» και γίνεται σαφές ότι στις διαπραγματεύσεις επίλυσης της κρίσης «Δεν θα επηρεαστούν» από τα πλεονεκτήματα που αποκτήθηκαν από τις πολεμικές επιχειρήσεις.
Αναφέρεται επίσης ότι με την απόφαση του 541 του 1983 μια δεκαετία μετά την παράνομη εισβολή και τα παράνομα τετελεσμένα για ακόμη μια φορά ρητά το ΣΑ ως αρμόδιο όργανο για την διεθνή τάξη ΣΑ, αποφάσισε ότι η Τουρκική πλευρά παρανομεί και όπως ήδη αναφέρθηκε επιβεβαίωσε ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είναι το μόνο αναγνωρισμένο κυρίαρχο κράτος, κάτι που επιβεβαιώθηκε και εδραιώθηκε ακόμη μια φορά με την πολύ σημαντική Πράξη Προσχώρησης της ΚΔ στην ΕΕ.
Ερωτάται: Γιατί εμείς συνεχίζουμε να αφήνουμε τρίτους, όποιοι και να είναι αυτοί, να εκπέμπουν ιδέες αδιέξοδων ρυθμίσεων που νομιμοποιούν, ακριβώς, την παράνομη άσκηση βίας, τα παράνομα τετελεσμένα και που όχι μόνο καταργούν ένα κυρίαρχο κράτος αλλάζοντας με νέα Συνθήκη την διεθνή τάξη αλλά επιπλέον αναπόδραστα οδηγούν σε αστάθεια που θέτει σε κίνδυνο την διεθνή και περιφερειακή ασφάλεια;!
Μήπως υπάρχει κάποιος ή κάτι που υπερισχύει των Υψηλών Αρχών του καθεστώτος της κρατικής κυριαρχίας; Νομικά, πολιτικά και διαπραγματευτικά μιλώντας, η απάντηση είναι: Απολύτως όχι! Λογικά, ορθολογιστικά, νόμιμα, νομιμοποιημένα και θεμιτά η επανατοποθέτηση είναι αναγκαία και προϋποθέτει:
1ον. Να εκπληρωθούν οι πρόνοιες του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ.
2ον. Να παρακαμφθούν και εξαφανιστούν λαθραία καταγεγραμμένες θολές, παράνομες και αποδεδειγμένα αδιέξοδες διατυπώσεις για το εσωτερικό καθεστώς ενός κυρίαρχου κράτους-μέλους του ΟΗΕ και της ΕΕ.
3ον. Να ζητηθεί από τον ΓΓ του ΟΗΕ να επιδιώξει να εφαρμοστούν οι αποφάσεις του ΣΑ του 1974 και 1983 και από την ΕΕ να κάθε απόφασή της σε αναφορά με την ΚΔ και την Τουρκία να είναι συμβατή με την νομιμότητα που προβλέπει η Πράξη Προσχώρησης. Αυτονόητα, στην ΕΕ η Ελλάδα και η Κύπρος απαιτούν από όλα τα άλλα κράτη μέλη να υιοθετείται θέση συμβατή με την διεθνή και ευρωπαϊκή νομιμότητα.
Ανεξάρτητα του πόσο θα χρειαστεί να υιοθετούνται αυτές οι θέσεις, παραμένει γεγονός ότι διαφυλάττουν την Κυπριακή Δημοκρατία και συντηρούν την δυνατότητα εάν και όταν υπάρξει ευκαιρία είτε να εκδιωχθούν τα παράνομα στρατεύματα είτε η Τουρκία να αποδεχθεί βιώσιμη διέξοδο με όρους διεθνούς και ευρωπαϊκής νομιμότητας. Αντίθετα η κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας τίποτα δεν επιτυγχάνει ενώ οδηγεί όλους σε παγίδα αστάθειας και συμφορών για όλους τους εμπλεκόμενους. Συμπεριλαμβανομένων και των Τούρκων το κράτος των οποίων μέχρι να σταματήσει να έχει αναθεωρητικές θέσεις απαιτείται να αποτρέπεται στρατηγικά και όχι να ενθαρρύνεται ο απέραντος πλέον αναθεωρητισμός του.