Οι Λογικές Πλάνες μιας «Χουντικής» Αναθεώρησης

Τα δημοψηφίσματα, ιδίως τα κυβερνητικά, λίγη σχέση έχουν με την έννοια της διαβούλευσης. Ειδικά στην περίπτωση του Συντάγματος, όταν οι προτάσεις συντάσσονται από «επιτροπές» και «ειδικούς» εκτός κοινωνίας, τότε το αποτέλεσμα δεν έχει να κάνει με την «γενική βούληση», αλλά με την βούληση των ειδικών που θα επιλέξει το εν ισχύ πολιτικό σύστημα για να αναπαράγει τον εαυτό του. Ακριβώς όπως και στην περίπτωση της Χούντας: ο λαός κλήθηκε να αποφασίσει τελικά μεταξύ Δικτατορικής Μοναρχίας, και Προεδρικής Δικτατορίας. Τι σχέση είχε η διαβούλευση, η «γενική βούληση», ή η δημοκρατία με αυτό;
|
Open Image Modal
Alkis Konstantinidis / Reuters

«Η ελληνική πολιτική και συνταγματική ιστορία διδάσκει ότι ο δήθεν «λαϊκός» διάλογος για το σύνταγμα χρησιμοποιήθηκε ως θλιβερό υποκατάστατο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, όταν η δικτατορία προσπάθησε δυο φορές να νομιμοποιηθεί με τα ψευδεπίγραφα «συντακτικά» δημοψηφίσματα του 1968 και του 1973. Οι παλιότεροι θυμούνται τον διάλογο με τη συμμετοχή των πολιτών που οργάνωσε η επιτροπή Μητρέλια».

Αυτά γράφει ο κ. Βενιζέλοςσε πρόσφατο άρθρο του, κι επειδή δεν είμαι από τους «παλιότερους», ομολογώ ότι έπρεπε να το ψάξω. Η επιτροπή Μητρέλια λοιπόν ήταν μια 20-μελής επιτροπή από «ειδικούς», η οποία συνέταξε το Σύνταγμα της Χούντας. Παρέδωσε το νέο Σύνταγμα στον ίδιο τον δικτάτορα, ο οποίος στην συνέχεια προκήρυξε δημοψήφισμα για την νομιμοποίησή του. Δημοψήφισμα λοιπόν έγινε. «Λαϊκός διάλογος»; Όχι και τόσο.

Ποια είναι λοιπόν η καταγγελία;

Δεν πιστεύω ότι πρόκειται για ένα απλοϊκό επιχείρημα του τύπου, «αφού η Χούντα εξήγγειλε διαβούλευση και έκανε δημοψήφισμα για το Σύνταγμα, τότε η διαβούλευση και το δημοψήφισμα αρμόζουν μόνο σε Χούντες», γιατί αυτό εμπεριέχει λογική πλάνη ανάξια του επιπέδου ενός έγκριτου νομικού. Θα ήταν σαν να έλεγε κάποιος, «Η διάταξη για την ασυλία των βουλευτών ενισχύθηκε στα Συντάγματα της Χούντας. Άρα η διάταξη αυτή αρμόζει μόνο σε Χούντες». Λογική πλάνη, που ειδικά ο κ. Βενιζέλος (που έχει υπερασπιστεί και ενισχύσει τέτοιες διατάξεις σε προηγούμενες αναθεωρήσεις), θα ονόμαζε λαϊκισμό.

Πιστεύω αντίθετα ότι το βασικό επιχείρημα εδώ είναι το εξής: Τα δημοψηφίσματα, ιδίως τα κυβερνητικά, λίγη σχέση έχουν με την έννοια της διαβούλευσης. Ειδικά στην περίπτωση του Συντάγματος, όταν οι προτάσεις συντάσσονται από «επιτροπές» και «ειδικούς» εκτός κοινωνίας, τότε το αποτέλεσμα δεν έχει να κάνει με την «γενική βούληση», αλλά με την βούληση των ειδικών που θα επιλέξει το εν ισχύ πολιτικό σύστημα για να αναπαράγει τον εαυτό του. Ακριβώς όπως και στην περίπτωση της Χούντας: ο λαός κλήθηκε να αποφασίσει τελικά μεταξύ Δικτατορικής Μοναρχίας, και Προεδρικής Δικτατορίας. Τι σχέση είχε η διαβούλευση, η «γενική βούληση», ή η δημοκρατία με αυτό; Καμία. Κάθε φορά που η συντακτική διαδικασία βρίσκεται εκτός κοινωνίας, τότε το δημοψήφισμα λειτουργεί μόνο ως επίφαση νομιμοποίησης, ό,τι έκτρωμα κι αν προκύψει.

Σ' αυτό λοιπόν ο κ. Βενιζέλος έχει ένα δίκιο. Ως βέλτιστη πρακτική αντιπαραβάλλει την υπάρχουσα διαδικασία. Ελπίζω όχι ως μια απλοϊκή επίκληση στην παράδοση, γιατί κι αυτό εμπεριέχει λογική πλάνη. Αν αναγνωρίζουμε ότι οι Συνταγματικοί θεσμοί είναι συνυπεύθυνοι για την δυσλειτουργία του κράτους και πρέπει να αναθεωρηθούν, η διαδικασία αναθεώρησης δεν μπορεί λογικά να μείνει έξω από τη συζήτηση μόνο και μόνο επειδή «έτσι κάναμε πάντα».

Αν όμως η υπεράσπιση της υπάρχουσας διαδικασίας γίνεται με κριτήριο τον βαθμό νομιμοποίησής της, τότε είναι τουλάχιστον ασθενής. Γιατί δεν μπορεί κανείς να υπερασπίζεται την έμμεση νομιμοποίηση που παρέχουν οι ενδιάμεσες εκλογές στην υπάρχουσα διαδικασία έναντι της άμεσης νομιμοποίησης που παρέχουν τα δημοψηφίσματα, παρά μόνο αν προβάλλει ως επιχείρημα ότι στην πρώτη περίπτωση δίνεται τουλάχιστον η δυνατότητα διαβούλευσης μεταξύ ανθρώπων που επιλέχθηκαν για να λειτουργούν «κατά συνείδηση» [1]. Με άλλα λόγια, το επιχείρημα στέκει μόνο αν ο κ. Βενιζέλος υποστηρίξει ότι μεγαλύτερη νομιμοποίηση παρέχει η ελεύθερη διαβούλευση, παρά η ψήφος.

Στην ίδια προσέγγιση όμως στηρίζεται και η προτεινόμενη διαδικασία, και επιπλέον μεταφέρει την ελεύθερη διαβούλευση από το επίπεδο της έμμεσης αντιπροσώπευσης, στο επίπεδο της άμεσης συμμετοχής. Εξού και «ασθενής» η υπεράσπιση του κ. Βενιζέλου.

Δεν είναι ότι δεν αναγνωρίζω τους κινδύνους μιας τέτοιας αλλαγής. Αν δεν τηρηθούν κάποιες κρίσιμες προϋποθέσεις, θα μπορούσε πολύ εύκολα όχι να εκφυλιστεί σε «θλιβερό υποκατάστατο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας», αλλά κυρίως να γελοιοποιηθεί κάθε έννοια διαβούλευσης στο επίπεδο της κοινωνίας [2].

Αν όμως από την άλλη εμμείνουμε στην τυπική διαδικασία, το πιθανότερο είναι ότι το πολιτικό σύστημα θα αναπαράγει τόσο τον εαυτό του, όσο και τις δυσλειτουργίες του. Όπως έκανε κάθε φορά, σε κάθε αναθεώρηση του Συντάγματος στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Όπως έκανε πριν απ' αυτό και η Χούντα, θα μπορούσε να προσθέσει κανείς αν ακολουθούσε την συλλογιστική του κ. Βενιζέλου.

[1] Προς υπεράσπιση της υπάρχουσας διαδικασίας, ο κ. Βενιζέλος αναφέρει: «Στην αναθεωρητική διαδικασία, σύμφωνα με την πάγια ελληνική κοινοβουλευτική πρακτική, δεν ισχύει μάλιστα ούτε κομματική πειθαρχία. Οι βουλευτές, ακόμα και όταν είναι μέλη της κυβέρνησης, ενεργούν κατά συνείδηση».

[2] Σκέφτομαι δύο παραμέτρους: Πρώτον, ποιος θα συμμετέχει, και δεύτερον, τι μορφή θα έχει το αποτέλεσμα της διαβούλευσης. Αν για παράδειγμα η διαδικασία κινηθεί μέσω κομματικών μηχανισμών, εμπλέκοντας προσκείμενους Δήμους, προσκείμενα συνδικαλιστικά όργανα, προσκείμενους «ειδικούς», ή προσκείμενους πολίτες, το αποτέλεσμα θα ήταν καταστροφικό. Θα μιλούσαμε για ένα «Σύνταγμα του ΣΥΡΙΖΑ», κι όχι για ένα «Σύνταγμα των Ελλήνων». Κι αν η διαβούλευση απλά παράξει μια σειρά ασύνδετων προτάσεων, που απλά θα εκφράζουν ένα ευχολόγιο των πολιτών σε επιθυμησιακό επίπεδο, η όλη διαδικασία θα γελοιοποιηθεί.