Δίκη Ζακ Κωστόπουλου: Ενοχή του κοσμηματοπώλη και του μεσίτη ζήτησε ο εισαγγελέας

Ζήτησε να κηρυχθούν αθώοι οι 4 αστυνομικοί.
Open Image Modal
.
Eurokinissi

Την ενοχή του κοσμηματοπώλη και του μεσίτη ζήτησε ο εισαγγελέας του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Σωτήρης Μπουγιούκος στη δίκη για το θάνατο του Ζακ Κωστόπουλου.

Από την άλλη πλευρά, ο εισαγγελικός λειτουργός πρότεινε να κηρυχθούν αθώοι οι τέσσερις αστυνομικοί οι οποίοι κάθονται στο εδώλιο και αντιμετωπίζουν την ίδια κατηγορία. Κατά την αγόρευση του παράθεσε όλα τα στοιχεία της δικογραφίας και επισήμανε ότι οι δύο κατηγορούμενοι έδρασαν τιμωρητικά και με βάση τα ιατροδικαστικά ευρήματα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα δικά τους σφοδρά χτυπήματα συνδέονται αιτιωδώς με τις ισχαιμικού τύπου αλλοιώσεις που ενεργοποίησαν μηχανισμό στο θύμα και οδήγησαν στο θάνατο του.

Σημειώνεται, ότι κατά τη διάρκεια της εισαγγελικής πρότασης ήταν παρόντες στο δικαστήριο οι γονείς του Ζακ Κωστόπουλου και η μητέρα του δολοφονημένου Παύλου Φύσσα, Μάγδα.

Τα όσα ακούστηκαν από τους μάρτυρες στο Δικαστήριο υπήρξαν συγκλονιστικά. «Είδα παρά πολύ μανία. Μεγάλη μανία. Ένα ασυγκράτητο μίσος μια οργή. Δεν ξέρω αν ήταν προσωπικό. Δεν έχω δει τέτοια συμπεριφορά, ούτε για εν δυνάμει κλέφτη. Οι κλωτσιές έβρισκαν και στο τζάμι και στο κεφάλι του» ανέφερε ένας μάρτυρας του περιστατικού, περιγράφοντας τον Ζακ ως έναν άνθρωπο φοβισμένο και παραδομένο. «Η εντύπωση μου ήταν ότι τον σκότωσαν στο ξύλο. Και πολύ πιο γρήγορα θα μπορούσε να είχε φύγει από τη ζωή. Ήταν πολύ δυνατά τα χτυπήματα. Τους φώναζα θα τον σκοτώσετε και επέμεναν έξαλλοι. Αισθανόμουν ότι τον χτυπούσαν με τέτοιο τρόπο για να τον τιμωρήσουν. Ήταν η οργή…» περιέγραψε από την πλευρά της μια γυναίκα συνταξιούχος αστυνομικός που ήταν επίσης αυτόπτης μάρτυρας στο σημείο.

Στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε και ένας κοσμήτορας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ο οποίος χαρακτήρισε το θάνατο του 33χρονου ακτιβιστή, «ρατσιστικό έγκλημα», υπογραμμίζοντας ότι «η Δικαιοσύνη πρέπει να στείλει ένα μήνυμα ότι όλοι μας μπορούμε να είμαστε ήσυχοι και ασφαλείς επειδή  πρακτικές βαρβαρότητας εκ μέρους ιδιωτών  και του κράτους τιμωρούνται. Αυτό το παιδί έζησε αυτή τη φρικαλεότητα επειδή θεωρήθηκε και από τους ιδιώτες και από τους αστυνομικούς ότι συμπυκνώνει το περιθώριο».

Κατηγορηματικοί υπήρξαν οι ιατροδικαστές πως ο Ζακ δεν είχε παθολογικά αίτια που δικαιολογούν τον θάνατό του. Αναλύοντας τα ευρήματα της ιατροδικαστικής έρευνας ο ιατροδικαστής Νίκος Καλογριάς, είχε υπογραμμίσει πως ο Ζακ Κωστόπουλος πέθανε από ισχαιμικό επεισόδιο το οποίο προκλήθηκε από τις κακώσεις.

«Ο Ζαχαρίας Κωστοπουλος έκανε ένα ισχαιμικό επεισόδιο από τις κακώσεις χωρίς να προσδιορίζεται ποιά ήταν αυτή. Επίσης αποκλείστηκαν με τις εξετάσεις άλλοι μηχανισμοί που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αυτό» εξήγησε ο μάρτυρας και συμπλήρωσε πως έχει συναντήσει ξανά στην πορεία του περίπτωση ισχαιμικό έπειτα από ξυλοδαρμό, με το θύμα να οδηγείται στο θάνατο.

Ο ιατροδικαστής υποστήριξε ότι ο Ζακ Κωστόπουλος δεν είχε κάποιο ιατρικό πρόβλημα συνεπεία του οποίου θα μπορούσε να επέλθει ο θάνατος του 33χρονου, καταρρίπτοντας έτσι την υπερασπιστική γραμμή.

Σε ισχαιμικού τύπου αλλοιώσεις του μυοκαρδίου απέδωσε το θάνατο του Ζακ Κωστόπουλου και η Σουλτάνα Μαυριανού, η δεύτερη ιατροδικαστής που μαζί με τον Νίκο Καλογριά είχαν συνυπογράψει την ιατροδικαστική έκθεση.

Καταθέτοντας στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας η ιατροδικαστής επιβεβαίωσε όσα είχε αναφέρει στην προηγούμενη συνεδρίαση ο Ν. Καλογριάς.

Ο μεσίτης που κατηγορείται μαζί με τον κοσμηματοπώλη και τέσσερις αστυνομικούς για το θάνατο του Ζακ Κωστόπουλου προχώρησε σε πλήρη άρνηση της κατηγορίας που του αποδίδεται, υποστηρίζοντας ότι δεν τον χτύπησε, αλλά «το κεφάλι του ήρθε σε επαφή με το πόδι μου, χτύπησα στον αέρα και ήρθε σε επαφή, αν ήθελα να τον χτυπήσω θα συνέχιζα, αλλά δεν το έκανα». Ο ίδιος είπε στους δικαστές ότι έδρασε προκειμένου να προστατεύσει τους συνανθρώπους του.

Κατά την απολογία του για το αδίκημα της θανατηφόρας σωματικής βλάβης, ο ιδιοκτήτης του κοσμηματοπωλείου της οδού Γλάδστωνος, είπε μεταξύ άλλων ότι επιθυμούσε να «κρατήσει το Ζαχαρία στο μαγαζί για να έρθει η αστυνομία να τον συλλάβει». Όπως μάλιστα κατέθεσε «ήταν ξώφαλτσες οι κλωτσιές. Δεν τον πήρα και καλά. Από άλλο πέθανε. Δεν ήταν και στα καλά του. Το παιδί είχε κάποιο πρόβλημα σοβαρό».

Οι αστυνομικοί από την πλευρά τους υποστήριξαν πως ακολούθησαν την ηπιότερη μέθοδο σύλληψης, ισχυριζόμενοι πως ο Ζακ ήταν επικίνδυνος. Στις καταθέσεις τους ανέφεραν πως νόμιζαν ότι κόπηκε από τα γυαλιά του κοσμηματοπωλείου και μετά είδαν ότι υπήρχαν κάποια χτυπήματα.

«Το άτομο ήταν σε κατάσταση αμόκ και δεν ξέραμε πως θα λειτουργήσει. Έπρεπε να γίνει κάτι άμεσα» ανέφερε ο πρώτος αστυνομικός που έφτασε στο σημείο και ανέφερε ένας εκ των αστυνομικών σχετικά με το μαχαίρι που καταγγέλλεται πως κρατούσε ο Ζακ Κωστόπουλος και στο οποίο δε βρέθηκαν δακτυλικά αποτυπώματα: «Στην προσπάθεια του να φύγει ο Ζακ Κωστόπουλος κόπηκε στα τζάμια. Με πλησίασε ένας πολίτης (σσ: ο μεσίτης) και μου είπε ότι τον αφόπλισε από το μαχαίρι το οποίο είχε πετάξει στο κατάστημα. Μπήκα στο κοσμηματοπωλείο για να διαφυλάξω το πειστήριο, αλλά δεν είχα γάντια μιας χρήσης. Με τις άκρες των δακτύλων μου το έπιασα από τις εγκοπές που έχει για να μην αλλοιωθούν δακτυλικά αποτυπώματα. Δεν ξέρω τι μπορεί να έγινε στα εργαστήρια. Δεν καθαρίστηκε σε καμία περίπτωση» είπε ένας εκ εκ των τεσσάρων αστυνομικών.

Ο δεύτερος αστυνομικός υποστήριξε στην απολογία του ότι η μόνη σωματική επαφή που είχε με τον Ζακ Κωστόπουλο ήταν όταν τον ώθησε στο γλουτό προκειμένου να του πέσει το γυαλί που είχε στο χέρι και να τον συλλάβουν με τους συναδέλφους του. «Είχαν προηγηθεί έκνομες πράξεις. Είχε απειλήσει με το γυαλί τον διασώστη του ΕΚΑΒ και συνάδελφο μου. Εμάς το μέλημα μας ήταν να τον συλλάβουμε και να τον παραδώσουμε. Έφυγε ζωντανός. Την ώρα που σηκώθηκε με γυαλί ήταν επικίνδυνος. Από τη στιγμή που είχε εκδηλώσει τάσεις φυγής ήταν επικίνδυνος και έπρεπε να τον δεσμεύσουμε» ανέφερε.

«Τίποτα δεν δικαιολογεί το φόνο ενός ανθρώπου, ούτε η περιουσία μας» είχε πει η μητέρα του Μαίρη, με δάκρυα στα μάτια και προκαλώντας συγκίνηση ακόμη και στους ενόρκους.

«Οι άνθρωποι αυτοί (σ.σ οι κατηγορούμενοι) δεν ήταν σε άμυνα, θα μπορούσαν να τον αφήσουν μέσα στο μαγαζί και να κάνουνε τη σύλληψη του. Και έτσι ίσως το παιδί μου να ήταν εδώ και να σας έλεγε γιατί μπήκε στο μαγαζί και να μην ήταν μέσα σε ένα υγρό τάφο, και να μάθαινα και γω γιατί μπήκε σε αυτό το μαγαζί. Σας παρακαλώ κάνετε το για την οικογένεια σας… Έφτασε η μέρα που κυνηγημένος φτάνει στο καταραμένο μαγαζί και δέχεται το μίσος του τέρατος και δεν ξέρουμε γιατί ήρθε αυτό το μίσος; Τι κρύβεται πίσω; Θα του έπαιρνε κοσμήματα του και τα χρυσαφικά του; Αφού δεν έγινε αυτό. Θέλω να τους ρωτήσετε, γιατί; Οι δικαιολογίες δεν στέκουν. Έχουν πει ψέματα για να στηρίξουν αυτές τις απάνθρωπες και βίαιες πράξεις τους και δεν έχω λόγια να περιγράψω τις πράξεις τους. Η αστυνομία δεν τον προστάτευσε. Η εικόνα είναι εκεί» κατέθεσε.

Είχε προηγηθεί η κατάθεση του πατέρα του, που ήταν ο πρώτος μάρτυρας που ανέβηκε στο βήμα του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας. Περιέγραψε το παιδί του ως έναν άνθρωπο με κοινωνική ζωή, χαρούμενο που είχε τη στήριξη της οικογένειάς του. Αναφέρθηκε και στις φορές που προσπαθούσε να του εξηγήσει πως δεν πρόκειται να αλλάξει τον κόσμο: «Μου χαμογελούσε, δίκιο έχεις μπαμπά και τώρα εγώ ψάχνω να βρω ένα άλλο δίκιο…».

«Δεν ίδρωσε κανενός το αυτί. Για μένα είναι δίπλα δολοφόνοι οι αστυνομικοί. Αποκρύψαν στοιχεία. Έκαναν έλεγχος το τηλέφωνο του γιου μου και όχι στων κατηγορουμένων» είπε επιρρίπτοντας ευθύνες στους αστυνομικούς και συμπλήρωσε ότι: «Είδα το βίντεο, κάτω το είχαν το παιδί με αίματα και να τον κλωτσοπατάνε. Και πριν λίγους μήνες ένας σκότωσε ένα γατάκι και τώρα είναι μέσα και αυτοί είναι έξω! Πώς είναι δυνατόν! Συγγνώμη για την οργή μου αλλά έχω θυμό μέσα για αυτό που συνέβη! Δεν είναι πράγματα αυτά σε μια πολιτισμένη χώρα» ξέσπασε.

Η δίκη θα συνεχιστεί τη Δευτέρα με αγορεύσεις συνηγόρων της οικογένειας του θύματος.