Το 2020 και με αφορμή τη συνεχιζόμενη (ήδη από τότε!) ελεύθερη πτώση των βάσεων των σχολών ανθρωπιστικών σπουδών, είχα δημοσιεύσει ένα άρθρο με τίτλο: «Η χαμένη τιμή των Φιλολόγων» (https://www.esos.gr/arthra/69153/i-hameni-timi-ton-filologon). Οι διαπιστώσεις εκείνες ισχύουν και σήμερα και δεν έχει νόημα να επαναληφθούν και φέτος. Εξάλλου είναι πλέον κοινές. Με την ίδια αφορμή και τον ίδιο τίτλο τον Ιούλιο του 2024 είχε δημοσιεύσει στην Καθημερινή ο Τάκης Θεοδωρόπουλος ένα άρθρο με έμφαση στην προτεραιότητα υπεράσπισης του πολιτισμικού αγαθού της ελληνικής γλώσσας.

Ούτε έχει νόημα να επιμένουμε επιχειρηματολογώντας υπέρ της αξίας των ανθρωπιστικών σπουδών για το σύνολο της κοινωνίας˙ όχι γιατί δεν αυτό δεν ισχύει, ισχύει και με το παραπάνω, αλλά  διότι απλούστατα αυτό δε φαίνεται να συγκινεί ούτε αυτούς που λαμβάνουν τις αποφάσεις, αλλά ούτε και την κοινωνία. Η μεγάλη πλειοψηφία των υποψηφίων στις πανελλαδικές εξετάσεις δεν έχει ως πρώτη της επιλογή τις ανθρωπιστικές σπουδές, όπως δεν έχει και τις σπουδές στα Μαθηματικά και τη Φυσική και γενικότερα τα τμήματα από τα οποία ένα μικρό ποσοστό μπορεί να ελπίζει ότι κάποτε θα εξασκήσει το επάγγελμα του καθηγητή Μέσης Εκπαίδευσης είτε στον ιδιωτικό είτε στον δημόσιο τομέα.

Advertisement
Advertisement

Σημασία έχει να προχωρήσουμε ένα βήμα παραπέρα, αφήνοντας στην άκρη τη μεμψιμοιρία και τη μοιρολατρία για την απαξίωση των ανθρωπιστικών σπουδών σε μία κοινωνία που τείνει να απωλέσει ακόμη και τη δυνατότητα να διαλέγονται τα μέλη της πολιτισμένα και να παράγει δημιουργικό έργο για το κοινό καλό. Ειδικά στον αγγλοσαξονικό κόσμο, οι ανθρωπιστικές σπουδές και αξίες είτε περιφρονούνται ως μη «αποδοτικές» είτε μεταλλάσσονται σε στάσεις και συμπεριφορές αμόρφωτων φανατικών με μηδενική ανοχή στην αντίθετη άποψη, συχνά υπό τον μανδύα ενός κακώς εννοούμενου προοδευτισμού στο πλαίσιο του οποίου, ο Όμηρος ακυρώνεται ως υμνητής της βίας και ο Πλάτωνας ως  σεξιστής ενώ τα κλασικά αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας λογοκρίνονται προκειμένου να γίνουν αποδεκτά από το νέο ιερατείο μιας υποκριτικής και συμπλεγματικής «πολιτικής ορθότητας».

Σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον, οι ανθρωπιστικές σπουδές αποκτούν τον χαρακτήρα αντίστασης απέναντι στη νέα βαρβαρότητα και γι’ αυτό είμαι αντίθετος στην πρόταση κλεισίματος πανεπιστημιακών τμημάτων όπως είμαι αντίθετος στη μείωση ωρών των φιλολογικών μαθημάτων για να αντικατασταθούν από δήθεν χρήσιμες πρακτικές γνώσεις και δεξιότητες. Είναι υψηλής προστιθέμενης πολιτισμικής αξίας να μπορεί, όποιος το επιθυμεί σε οποιαδήποτε ηλικία ή φάση της ζωής του να σπουδάσει φιλολογία, φιλοσοφία, ιστορία, κοινωνιολογία, θεολογία. Κι όταν η πρόσβαση σε αυτά τα τμήματα είναι πλέον εφικτή ακόμη και με βαθμό κάτω από 10, τότε εκ των πραγμάτων έχει καταστεί ελεύθερη. Το υποδεικνύουν και οι αριθμοί: 21 υποψήφιοι εισήχθησαν φέτος στο εξαιρετικό τμήμα Φιλοσοφίας στο Ρέθυμνο το οποίο πρόσφερε 108 θέσεις. Αν όμως δινόταν η ευκαιρία σε οποιονδήποτε να σπουδάσει Φιλοσοφία επειδή το αγαπά κι όχι επειδή απέτυχε στις πρώτες του επιλογές, οι θέσεις θα καλύπτονταν.

Η θεσμοθέτηση της ελεύθερης πρόσβασης σε μία σειρά από σχολές που παρέχουν ανθρωπιστική παιδεία και είναι, επίσης αντικειμενικά, χαμηλού κόστους, αφού δεν απαιτούν εργαστηριακή υποδομή που χρειάζεται διαρκή ανανέωση και αναβάθμιση, με ένα συμβολικό τέλος εγγραφής είναι μία ώριμη πρόταση με πολλαπλό κοινωνικό όφελος. Όσο μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού μορφώνεται ουσιαστικά, τόσο η κοινωνία βελτιώνεται συνολικά. Όφελος προκύπτει και από την απαλλαγή των υποψηφίων από το υψηλό κόστος της προετοιμασίας για τις πανελλαδικές εξετάσεις, μικρό μέρος του οποίου μπορεί να καταβληθεί στην ίδια τη σχολή ως τέλος εγγραφής, όπως αυτό ισχύει για παράδειγμα στην Ιταλία.

Η ιδέα αφορά τη μετατροπή του σημερινού καθεστώτος υποβάθμισης των ανθρωπιστικών σπουδών σε δυνατότητα αναβάθμισης του συνολικού μορφωτικού και πνευματικού επιπέδου της κοινωνίας με όχημα την αξιοποίηση των υφιστάμενων υποδομών και του υψηλού επιπέδου των διδασκόντων στις σχολές αυτές, αλλά και την ενθάρρυνση περισσότερων ανθρώπων να σπουδάσουν αυτό που αγαπούν χωρίς απαραίτητα να αξιοποιήσουν το πτυχίο τους και επαγγελματικά.

Οι ανθρωπιστικές σπουδές ως μοχλός ανάπτυξης

Μένει το ζήτημα της επαγγελματικής αποκατάστασης των αποφοίτων των τμημάτων ανθρωπιστικών σπουδών. Ερχόμαστε λοιπόν στο βασικό αίτιο της απαξίωσής τους. Χωρίς ψωμί, ελάχιστοι συγκινούνται από την παιδεία και συχνά είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν ακόμη και την ελευθερία τους, ατομική και συλλογική για να θυμηθούμε και το πάντα επίκαιρο σύνθημα του Πολυτεχνείου.

Στην παρούσα φάση, με δεδομένο ότι δεν μπορούν να διοριστούν όλοι οι απόφοιτοι των τμημάτων ανθρωπιστικών σπουδών στο δημόσιο και ειδικά στη Μέση Εκπαίδευση, δύο πράγματα μπορούν να γίνουν: να καταργηθούν τα περισσότερα τμήματα και να παραμείνουν δύο ή τρία με εκείνο τον αριθμό φοιτητών που αντιστοιχεί κάθε φορά στον αριθμό διοριστέων, αν μπορεί ποτέ βέβαια στη χώρα μας να γίνει ένας μακροχρόνιος σχεδιασμός ακόμη και σε βάθος τετραετίας. Εξήγησα παραπάνω τους λόγους για τους οποίους διαφωνώ με μία τέτοια πρόταση του τύπου: πονάει κεφάλι, κόψει κεφάλι. Το θεωρώ πολιτισμική και πνευματική υποβάθμιση αν όχι και αυτοχειρία με μηδαμινό οικονομικό όφελος.

Advertisement

Εάν παραμείνουν τα υπάρχοντα τμήματα, τότε πάλι δύο πράγματα μπορούν να γίνουν: είτε να οριστούν τα λίγα εκείνα τμήματα τα οποία θα οδηγούν σε διορισμό με περιορισμένο αριθμό εισακτέων μέσω συστήματος επιλογής όπως είναι σήμερα οι πανελλαδικές εξετάσεις είτε θα θεσμοθετηθεί, κατά το ιταλικό και πάλι πρότυπο, μία διετής σχολή για πτυχιούχους με εξετάσεις και κλειστό αριθμό υποψηφίων που να αντιστοιχεί στις θέσεις διορισμού. Όσοι αποφοιτούν επιτυχώς από αυτήν την σχολή παραγωγής καθηγητών αποκλειστικά, θα διορίζονται απευθείας σε μόνιμες οργανικές θέσεις ενώ στη διάρκεια του δεύτερου έτους θα έχουν ήδη απασχοληθεί ως αναπληρωτές κάνοντας την πρακτική τους, πάλι κατά το πρότυπο πολλών ευρωπαϊκών χωρών όπου κοντά στον μόνιμο υπάρχει κι ένας δόκιμος εκπαιδευτικός σε μία πιο ορθολογική μορφή συμβουλευτικής αντί του κατ’ ευφημισμόν σήμερα θεσμού του μέντορα.

Ξεχωριστή περίπτωση αποτελούν τα Τμήματα Ιστορίας και Αρχαιολογίας από τα οποία οι απόφοιτοι του τομέα Αρχαιολογίας θα πρέπει να θεωρούνται επαρκώς καταρτισμένοι αρχαιολόγοι για να διοριστούν στην Αρχαιολογική Υπηρεσία που είναι μονίμως υποστελεχωμένη. Πρωτίστως για λόγους εθνικούς, αλλά και συνεισφοράς της στον παγκόσμιο πολιτισμό, οφείλει η χώρα μας να διασώζει, να συντηρεί και να αναδεικνύει τα μνημεία της, το ισχυρότερο στοιχείο διεθνούς αναγνώρισης και ήπιας ισχύος της Ελλάδας. Αλλά και μόνο οικονομικά να εξετάζαμε το θέμα, ας αναλογιστούμε ότι οι αρχαιολογικοί χώροι και τα μνημεία μας αποτελούν έναν από τους σημαντικότερους πόλους έλξης επισκεπτών στη χώρα μας.

Εξυπακούεται ότι τα αιτήματα που αφορούν την εξασφάλιση περισσότερων θέσεων για Φιλολόγους θα πρέπει να συνεχίσουν να διεκδικούνται. Ένα ισχυρό αίτημα παραμένει η επανίδρυση του θεσμού του Κλασικού Λυκείου όπως και η επαναφορά της Ιστορίας ως μαθήματος Γενικής Παιδείας στην Γ΄ τάξη του Λυκείου, στα ΕΠΑΛ σε όλες τις τάξεις και της Φιλοσοφίας στα Εσπερινά Λύκεια κ.ά. Η συστηματική τάση και με βάση και φετινή πρόταση περικοπής των ωρών των φιλολογικών μαθημάτων πρέπει να αναστραφεί. Επανεξέταση επίσης χρήζει και η ανάθεση φιλολογικών μαθημάτων σε άλλους κλάδους. Και δεν είναι μόνον η Μέση Εκπαίδευση που μπορεί να απορροφήσει αποφοίτους των τμημάτων ανθρωπιστικών σπουδών. Κατά καιρούς διεκδικείται η συμπερίληψή τους στις προκηρύξεις του Δημοσίου σε διάφορες θέσεις εργασίας, όπως π.χ. στα δικαστήρια. Σε κάθε περίπτωση ένας καλός γνώστης και χρήστης της ελληνικής γλώσσας, ακόμη και στην εποχή της Τεχνητής Νοημοσύνης πλεονεκτεί σε κάθε θέση που απαιτεί ευχέρεια λόγου και δεξιότητες επικοινωνίας.

Advertisement

Κεντρικό ωστόσο αίτημα και ταυτόχρονα πρόταση μιας ριζικής αλλαγής στο αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας αποτελεί η μετατροπή της χώρας σε διεθνές κέντρο κλασικών σπουδών, αρχαίου δράματος, κλασικού αθλητισμού και ολυμπιακής παιδείας γενικότερα, αρχαίας ελληνικής Φιλοσοφίας, βυζαντινής φιλολογίας και ορθόδοξης Θεολογίας. Όχι φυσικά μόνο γιατί αυτό θα οδηγήσει μαθηματικά στη δημιουργία θέσεων εργασίας αποφοίτων τμημάτων ανθρωπιστικών σπουδών αλλά κυρίως γιατί αποτελεί μοχλό ανάπτυξης και μάλιστα τέτοιας που, όπως και η διάσωση και ανάδειξη των μνημείων, αξιοποιεί ένα από τα ισχυρότερα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας. Υπάρχοντες θεσμοί με διεθνή ακτινοβολία όπως η Ολυμπιακή Ακαδημία στην Ολυμπία τα προγράμματα της οποίας παρακολουθούν κάθε χρόνο εκατοντάδες φοιτητές από όλον τον κόσμο, μπορούν να αποτελέσουν το πρότυπο για μία σειρά ανάλογων ακαδημιών, ινστιτούτων, μόνιμων διεθνών συνεδρίων, θερινών σχολείων και σεμιναρίων, πνευματικών, εκπαιδευτικών και πολιτιστικών θεσμών γενικότερα.

Τα πανεπιστήμιά μας ήδη εκπονούν και διαχειρίζονται τέτοια προγράμματα με εξωστρέφεια και διεθνείς συνεργασίες κι αυτό θα πρέπει να ενισχυθεί ώστε ν΄ αποτελέσει κεντρικό εθνικό στόχο. Δεν πρόκειται ούτε για καινοφανείς ιδέες ούτε προϊόντα της φαντασίας απελπισμένων Φιλολόγων. Είναι ρεαλιστικές προτάσεις οικονομικής και πολιτισμικής ανάπτυξης που ωφελούν πολλαπλώς τον τόπο και τους ανθρώπους του. Ένα διεθνές κέντρο της Ιστορίας των Μαθηματικών και αρχαίας τεχνολογίας στη Σάμο του Πυθαγόρα και του Ευπαλινείου Ορύγματος είναι σαφώς πιο αποδοτική οικονομικά και επωφελής εθνικά στην ευαίσθητη περιοχή του ανατολικού Αιγαίου, εκεί που φέτος εισήχθησαν μόλις 5 φοιτητές στο Τμήμα Μαθηματικών.

Η πτώση των βάσεων των ανθρωπιστικών σπουδών, επομένως, δεν πρέπει να αποτελεί αιτία για αυτοοικτιρμό και απογοήτευση. Όταν έχεις πέσει τόσο χαμηλά, είτε μένεις εκεί ανήμπορος κι αξιολύπητος είτε ξαναστήνεσαι στα πόδια σου, δυνατότερος, σοφότερος και πιο αποφασιστικός. Η κρίση των ανθρωπιστικών σπουδών είναι μία καλή ευκαιρία ριζικού αναπροσανατολισμού τους έτσι ώστε να επανασυνδεθούν με την προοπτική και το μέλλον, αν όχι και την επιβίωση, της ίδιας της χώρας με αυτό το πολιτισμικό αποτύπωμα και τη συγκεκριμένα ταυτότητα. Χρειάζεται, κοντολογίς, όραμα.  

Advertisement

*Ο τίτλος του άρθρο είναι εμπνευσμένος από του τραγούδι του Νίκου Πορτοκάλογλου

Advertisement