Το παρόν άρθρο εξετάζει την προπολεμική οργάνωση και τη πολεμική δράση των υγειονομικών υπηρεσιών του Ελληνικού Στρατού (Ε.Σ.) κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940-41, εστιάζοντας τόσο στις προσπάθειες αναδιοργάνωσης της περιόδου 1936-1940 όσο και στη λειτουργία τους στο μέτωπο της Ηπείρου. Μέσα από αρχειακές πηγές του ΓΕΣ/ΔΙΣ, απομνημονεύματα, τον τύπο της εποχής και σύγχρονες μελέτες, αναδεικνύεται η σταδιακή μετάβαση των υγειονομικού οργανισμού του Ε.Σ. από έναν υποχρηματοδοτούμενο και ανεπαρκή υγειονομικό μηχανισμό σε έναν αξιόμαχο οργανισμό πρώτης γραμμής, ικανό να ανταποκριθεί επαρκώς στις πρωτόγνωρες ανάγκες ενός ορεινού πολέμου.
Αναλύονται οι δυσκολίες στη διακομιδή τραυματιών, οι ελλείψεις σε υγειονομικό υλικό, οι συνθήκες των ορεινών χειρουργείων και η συμβολή της Ιατρικής Σχολής Αθηνών, του Ερυθρού Σταυρού και χιλιάδων εθελοντών, ανδρών και γυναικών. Ιδιαίτερη έμφαση δίδεται στο φαινόμενο των κρυοπαγημάτων και στην καταπολέμησή του χάρη στη μαζική κινητοποίηση του άμαχου πληθυσμού.
Η μελέτη συμβάλλει στην κατανόηση του τρόπου με τον οποίο ο ελληνικός στρατός κατόρθωσε, μέσα σε αντίξοες συνθήκες, να οργανώσει ένα αποτελεσματικό δίκτυο περίθαλψης που αποτέλεσε κρίσιμο παράγοντα για το ηθικό και την αντοχή των δυνάμεων στο μέτωπο.
Εισαγωγή – Οι προσπάθειες αναδιοργάνωσης των υγειονομικών υπηρεσιών του στρατού κατά την προπολεμική περίοδο (1936-1940)
Η Ελλάδα την περίοδο 1926-1932 είχε ελαχιστοποιήσει τις στρατιωτικές δαπάνες λόγω της δημοσιονομικής αδυναμίας από τα χρέη της πολεμικής δεκαετούς περιόδου που προηγήθηκε αλλά και των πόρων που δαπανήθηκαν για την αποκατάσταση των προσφύγων. Οι ευρύτερες εξελίξεις σε διεθνές (ίδρυση Κοινωνίας των Εθνών) και περιφερειακό επίπεδο (ελληνοτουρκική φιλία) καθησύχαζαν τη βενιζελική πολιτική ηγεσία της περιόδου ότι δεν θα ακολουθούσαν νέες πολεμικές συγκρούσεις για την Ελλάδα στο εγγύς μέλλον.
Η άνοδος του Χίτλερ στη Γερμανία το 1933, ο επανεξοπλισμός της, η εισβολή της Ιταλίας του Μουσολίνι στην Αβησσυνία το 1935, και το δυσοίωνο διεθνές περιβάλλον, κατέστησαν τον επανεξοπλισμό της χώρας επείγουσα προτεραιότητα.
Ανάμεσα στις πρώτες πρωτοβουλίες του αρχηγού ΓΕΣ αντιστράτηγου Αλέξανδρου Παπάγου και της δικτατορικής κυβέρνησης Μεταξά για την προετοιμασία του Ελληνικού Στρατού (Ε.Σ.) ήταν και ο εκσυγχρονισμός των υγειονομικών υπηρεσιών του, καθώς ο σχετικός έλεγχος στο διαθέσιμο υγειονομικό υλικό του Ε.Σ. από τη Διεύθυνση Υγειονομικής Υπηρεσίας υπήρξε απογοητευτικός.
Το προσωπικό που διέθετε η υπηρεσία ήταν ανεπαρκές, τα 4/5 των επιδέσμων που υπήρχαν διαθέσιμοι ήταν ακατάλληλοι, 50 οχήματα του υγειονομικού σε σύνολο 350 ήταν εκτός χρήσης, ενώ διαπιστωνόταν παντελής έλλειψη στρατιωτικών χειρουργείων.[1]
Με το υγειονομικό υλικό που είχε αγοραστεί από την κυβέρνηση Τσαλδάρη το 1935 μπορούσε να εφοδιαστεί επαρκώς μόνο ένα Σώμα Στρατού από τα συνολικά 5 που φιλοδοξούσε να αναπτύξει ο Ε.Σ. στο πεδίο. Έτσι, την τετραετία 1936 – 1940 ο Ε.Σ. διέθεσε πιστώσεις 100.000.000 δρχ. μόνο για αγορά υγειονομικού υλικού, ενώ διέθεσε ακόμη 22.000.000 δρχ. για αγορά σκηνών υγειονομικού ενδιαφέροντος.
Στα ποσά αυτά υπήρχαν δαπάνες για 490.000 επιδέσμους, συσκευές αυτόματης παροχής οξυγόνου, 5.100 κλίνες εκστρατείας, 15.742 κλινοσκεπάσματα, 3.000 φορεία, χειρουργικά υλικά, φάρμακα και 308 μοτοσυκλέτες κ.ά.
Το επείγον της αγοράς τους μπορεί να γίνει αντιληπτό και από το γεγονός ότι η πρώτη παραγγελία υγειονομικού υλικού αξίας 12.975.500 δρχ. έγινε στις 2 Ιουνίου 1936, μόλις λίγες εβδομάδες μετά τον θάνατο του Πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Δεμερτζή (13 Απριλίου 1936) και την άνοδο του Μεταξά στην εξουσία.[2]
Η προμήθεια όλου του υγειονομικού υλικού έγινε κυρίως από το εξωτερικό σε αρκετά υψηλές τιμές λόγω του πολέμου που πλησίαζε,[3] ενώ μετά το 1939 οι χώρες που προμήθευαν τα υλικά ήταν ήδη σε εμπόλεμη κατάσταση, με αποτέλεσμα να μειώσουν τις εξαγωγές τους αφού χρειάζονταν οι ίδιες όλο το διαθέσιμο υγειονομικό υλικό τους.
Έτσι ο Ε.Σ. αντιμετώπισε σοβαρές δυσκολίες να καλύψει τα μεγάλα κενά που υπήρχαν, αλλά έστω υπό αντίξοες συνθήκες κατάφερε να σχηματίσει 46 υπαίθρια χειρουργεία εκστρατείας που απαιτούνταν για να εξοπλιστούν επαρκώς οι μονάδες του, ενώ προχώρησε και στο σχηματισμό νοσηλευτικών τμημάτων τραυματιοφορέων και άλλων υγειονομικών υπηρεσιών.
Επίσης οι υγειονομικές υπηρεσίες του Ε.Σ. δημιούργησαν αυτόνομο τμήμα παραγωγής ορών και εμβολίων (αντιτετανικού, αντιτυφοειδούς κ.λπ.), υπηρεσία χρήσιμη και εν καιρώ ειρήνης. Υπήρξαν όμως και πολλές άλλες ανάγκες που εντοπίστηκαν από τις αρμόδιες υπηρεσίες και καταρτίστηκαν σχέδια για να καλυφθούν έστω μερικώς, αλλά κάτι τέτοιο δεν κατέστη εφικτό μέχρι την έναρξη του πολέμου το 1940.
Ο βασικός λόγος ήταν η έλλειψη πόρων και οικονομικών πιστώσεων, αλλά και η επιλογή της ηγεσίας του Ε.Σ. να καλύψει άλλες πιο επείγουσες ανάγκες, σε οπλισμό και πυρομαχικά.
Ο πόλεμος και η γρήγορη εξάντληση των δυνατοτήτων των υγειονομικών υπηρεσιών του Ε.Σ.
Η 28η Οκτωβρίου 1940 βρήκε τις υγειονομικές υπηρεσίες του Ε.Σ. σε προχωρημένο στάδιο αναδιοργάνωσης, αλλά όχι σε κατάσταση πλήρους λειτουργικότητας. Ο διοικητής της Υγειονομικής Υπηρεσίας ήταν ο υποστράτηγος Υγειονομικού Αριστοτέλης Σερμπέτης με γενικό αρχίατρο τον Επαμεινώνδα Γκινάκα και έδρα το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία» όπως άλλωστε και η διοίκηση του Ε.Σ.
Μέσα σε 15 μέρες από την επιστράτευση, οι υγειονομικές υπηρεσίες του στρατού είχαν αναπτύξει 20.000 κλίνες στα νοσοκομεία κοντά στο μέτωπο και άλλες 10.000 κλίνες στα νοσοκομεία των μετόπισθεν. Όπως προέβλεπε το σχέδιο, επιτάχθηκαν οι απαιτούμενες ποσότητες ιατροφαρμακευτικού υλικού δημιουργώντας ένα απόθεμα τριών μηνών. Βάσει του ίδιου σχεδίου προσκολλήθηκαν τα υπαίθρια χειρουργεία στις μεγάλες μονάδες, ενώ οργανώθηκαν τα στάδια της αρχικής περίθαλψης και της μετέπειτα διακομιδής των τραυματιών και των ασθενών από την πρώτη γραμμή μέχρι στα τακτικά νοσοκομεία, ενώ λειτούργησε και πλωτό νοσοκομείο στην Πρέβεζα.
Στις πρώτες νικηφόρες μάχες ανάσχεσης του εχθρού στο Καλπάκι, οι απώλειες και οι τραυματισμοί των Ελλήνων στρατιωτών ήταν σχετικά λίγοι, καθώς όπως διεξήχθησαν οι μάχες έμοιαζαν περισσότερο με μονομαχία πυροβολικού, ενώ οι στρατιώτες του πεζικού ήταν σχετικά καλά καλυμμένοι από το εχθρικό πυρ και τους σφοδρούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς. Οι συνολικές απώλειες της VIII Μεραρχίας σε όλη την διάρκεια της μάχης Ελαίας – Καλαμά ήταν 60 νεκροί και 260 τραυματίες. Έτσι, οι υγειονομικές υπηρεσίες ανταποκρίθηκαν σχετικά ικανοποιητικά, καλύπτοντας τις μικρές ανάγκες περίθαλψης.
Βάσει του σχεδίου επιστράτευσης, μέχρι τις 13 Νοεμβρίου 1940 είχαν αναπτυχθεί κατά μήκος του μετώπου 11 μεραρχίες Πεζικού, 1 ταξιαρχία Ιππικού και 2 ταξιαρχίες Πεζικού, συνολικής δύναμης 300.000 οπλιτών. Τότε ο ΕΣ ανέλαβε την πρωτοβουλία των κινήσεων με μια συνολική νικηφόρα αντεπίθεση, που όμως αύξησε τις απώλειες σε νεκρούς αλλά και σε τραυματίες.
Καθώς όμως αύξαναν οι μάχες στο μέτωπο με την νικηφόρα ελληνική αντεπίθεση και την διείσδυση του Ε.Σ. στην Βόρεια Ήπειρο, ο πόλεμος έδειχνε το απάνθρωπο πρόσωπό του, οι ανάγκες σε περίθαλψη τραυματιών ξεπέρασαν σύντομα τις δυνατότητες του Ε.Σ. και υπερκέρασαν κάθε προπολεμικό υπολογισμό.
Το κενό καλύφθηκε από τον ενθουσιασμό των Ελλήνων ασχέτως ηλικίας και οικονομικής κατάστασης που είτε εισέφεραν οικονομικά είτε προσήλθαν και πρόσφεραν εθελοντική εργασία. Εκατοντάδες γιατροί, καθηγητές πανεπιστημίου και πολίτες που δεν στρατεύτηκαν προσήλθαν εθελοντές για να βοηθήσουν στον τομέα της περίθαλψης, η Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ έθεσε τα μέλη της στην υπηρεσία του Ε.Σ., ομοίως και ο Ιατρικός Σύλλογος Αθηνών.
Ο Ερυθρός Σταυρός πρόσφερε νοσοκομεία εκστρατείας 1.000 κλινών συνολικά, ενώ προσήλθαν ως εθελόντριες για να προσφέρουν υπηρεσίες περίθαλψης σχεδόν τρεις χιλιάδες νοσοκόμες του.
Οι νοσοκόμες πρόσφεραν πολύτιμες υπηρεσίες περίθαλψης είτε στα νοσοκομεία είτε ακόμη και στην πρώτη γραμμή, με μεγάλη αυταπάρνηση επωμιζόμενες ένα μεγάλο ψυχικό και σωματικό βάρος από το πιο απαίσια όψη μιας πολεμικής σύρραξης.
Μια αθέατη εποποιία στα χιονισμένα βουνά της Ηπείρου – Η διακομιδή των τραυματιών
Από τις πρώτες εβδομάδες του ελληνοϊταλικού πολέμου το σύστημα των υγειονομικών υπηρεσιών του Ελληνικού Στρατού αντιμετώπισε δυσκολίες στη διακομιδή των τραυματιών και στην περίθαλψή τους λόγω του ορεινού εδάφους και των κακών καιρικών συνθηκών. Η μεταφορά από την πρώτη γραμμή γινόταν αρχικά με φορείο και συνεχιζόταν είτε με κτήνη είτε με μεταγωγικά αυτοκίνητα.
Οι Έλληνες υγειονομικοί επέδειξαν αυταπάρνηση και αυτοθυσία στο έργο τους υποβοηθούμενοι αποφασιστικά από τους κατοίκους της Ηπείρου όλων των ηλικιών, που συνέδραμαν μεταφέροντας τραυματίες στα μετόπισθεν ή φάρμακα και υγειονομικό υλικό μέχρι την πρώτη γραμμή.[4]
Μια γλαφυρή εικόνα των δυσχερειών και του αγώνα των υγειονομικών έδωσε ο μεγάλος λογοτέχνης Σπύρος Μελάς που βρισκόταν στην πρώτη γραμμή ως πολεμικός ανταποκριτής «…αν δεν παρακολουθήση τον αγώνα των τραυματιοφορέων πού αρπάζουν ακάλυπτοι στα πεδία της μάχης τους βαρειά λαβωμένους για να τους μεταφέρουν πάνω σε φορεία πέντε και έξι ώρες από μονοπάτια που γλυστρούν από τα χείλη γκρεμών στους σταθμούς επιδέσεως..».[5]
Άλλο σημαντικό πρόβλημα ήταν η δράση της ιταλικής αεροπορίας που δεν έκανε διάκριση μεταξύ ενόπλων και αόπλων τμημάτων. Αυτό ανάγκασε τη διοίκηση του Β΄ Σώματος Στρατού να εκδώσει διαταγή ώστε όλες οι μετακινήσεις των τραυματιών να γίνονται μόνο νύχτα για λόγους ασφαλείας του προσωπικού. Αλλά και τα ορεινά χειρουργεία λειτουργούσαν στην ύπαιθρο εκτός των σκηνών τους, καθώς η ιταλική αεροπορία τις βομβάρδισε αδιαφορώντας για τον χαρακτηριστικό κόκκινο σταυρό που έφεραν.[6]
Καθώς ο Ε.Σ. διείσδυε βαθύτερα στο βορειοηπειρωτικό έδαφος, μοιραία αυξάνονταν οι αποστάσεις για τη διακομιδή τραυματιών στα νοσοκομεία Ιωαννίνων, Κοζάνης, Φλώρινας και Γρεβενών. Μια τέτοια μεταφορά ενός τραυματία μπορούσε να διαρκέσει και 15 ώρες υπό αντίξοες συνθήκες και από δύσβατα μονοπάτια που τον καταπονούσαν υπέμενε αγόγγυστα το υγειονομικό προσωπικό, του οποίου ήταν άψογη η συμπεριφορά απέναντι και στους Ιταλούς τραυματίες.
Σταδιακά η μεταφορά των τραυματιών γινόταν δυσκολότερη λόγω του θανάτου πολλών ζώων από το ψύχος αλλά και την έλλειψη κτηνιατρικού υλικού,[7] αλλά και τις πολλές βλάβες των φορτηγών του στρατού που δεν υπήρχαν ανταλλακτικά να επισκευαστούν.
Ο Ιωάννης Μεταξάς ανέφερε με ανησυχία στο ημερολόγιό του στις 26 Δεκεμβρίου 1940 «Δυσχέριαι εφοδιασμού. Απώλειαι κτηνών – κρυοπαγήματα – έλλειψη καμιόν».[8]
Η δεύτερη φάση της ελληνικής προέλασης στην Β. Ήπειρο και οι δραματικές ελλείψεις σε ιατροφαρμακευτικό υλικό
Η δεύτερη φάση της ελληνικής αντεπίθεσης με κατεύθυνση προς Αυλώνα απελευθέρωσε τις πόλεις Κορυτσά, Αργυρόκαστρο, Άγιοι Σαράντα, Πρεμετή, Δέλβινο και Πόγραδετς ολοκληρώνοντας την απελευθέρωση της Β. Ηπείρου μέχρι την 8η Μαρτίου 1941.
Η μετακίνηση της γραμμής του μετώπου βορειότερα ανάγκασε τη διοίκηση της Υγειονομικής Υπηρεσίας να μεταφέρει αντίστοιχα και τις δομές της. Όλα τα φορητά ορεινά χειρουργεία του ΕΣ μεταφέρθηκαν από δύσβατα ορεινά δρομολόγια υπό συνεχή χιονόπτωση σε τοποθεσίες κοντά στο μέτωπο.
Επίσης εγκαταστάθηκαν σε Κορυτσά και Αργυρόκαστρο φορητά νοσοκομεία και κέντρα διακομιδής τραυματιών από όλο το μέτωπο. Στη συνέχεια οι τραυματίες διακομίζονταν στα νοσοκομεία Φλώρινας και Αμυνταίου και από εκεί σιδηροδρομικώς στη Θεσσαλονίκη.
Συντονισμένη δράση ανέπτυξε και το επιδημιολογικό τμήμα του Υγειονομικού με συστηματική αποφθειρίαση των οπλιτών μέσω απολυμαντικών κλιβάνων, αποστειρώνοντας τα πόσιμα ύδατα κάθε περιοχής που καταλαμβανόταν, αλλά και με προσπάθειες για τη βελτίωση της ατομικής υγιεινής των οπλιτών.
Οι ανάγκες σε ιατροφαρμακευτικά υλικά συνεχώς αυξάνονταν και δοκίμαζαν τα όρια των δυνατοτήτων του υγειονομικού συστήματος του ΕΣ. Τα νοσοκομεία διατάχθηκαν να παραδώσουν τα πλεονάζοντα ιατροφαρμακευτικά υλικά τους, ενώ ειδική επιτροπή αξιωματικών επισκέφτηκε κάθε δομή υγείας σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη ψάχνοντας για διαθέσιμο υγειονομικό υλικό προς επίταξη.
Το Τελωνείο Πειραιά διατάχθηκε να παραδώσει όλα τα αζήτητα ή κατασχεθέντα προϊόντα υγειονομικού ενδιαφέροντος, το υπουργείο Αγορανομίας πρόσφερε 500 χιλιόγραμμα κατάλληλου ελαστικού που χρησιμοποιήθηκαν για κατασκευή επιδέσμων.
Το Πανεπιστήμιο Αθηνών διατάχθηκε να παραδώσει με υποχρέωση επιστροφής όλα τα χειρουργικά εργαλεία που χρησιμοποιούνταν για την εκπαίδευση των φοιτητών του και ομοίως το ΙΚΑ διατάχθηκε να παραδώσει όλα τα χειρουργικά του εργαλεία με υποχρέωση επιστροφής τους.
Οι αυξημένες ανάγκες σε διακομιδές υποχρέωσαν την ηγεσία του Υγειονομικού να επιτάξει και να προσθέσει τρία ατμόπλοια ως πλωτά νοσοκομεία για τη μεταφορά ασθενών από το μέτωπο. Υπολογίζεται ότι πάνω από 10.000 τραυματίες μεταφέρθηκαν με πλωτά μέσα προς την ηπειρωτική χώρα.
Τα κρυοπαγήματα και η βιομηχανία πλεξίματος στα μετόπισθεν
Από τον Δεκέμβριο του 1940 και μετά η νέα πρόκληση που αντιμετώπισε το Υγειονομικό του ΕΣ ήταν τα κρυοπαγήματα των στρατιωτών, οι οποίοι μετά τις αρχές Δεκεμβρίου πολέμησαν σε θερμοκρασίες αρκετών βαθμών υπό το μηδέν, ενώ οι ντόπιοι κάτοικοι διαβεβαίωναν ότι ο χειμώνας του 1940-41 ήταν ο βαρύτερος των τελευταίων 25 ετών. Σταδιακά οι απώλειες από κρυοπαγήματα ξεπέρασαν τον αριθμό των τραυματιών σε ημερήσια βάση, προβληματίζοντας την ηγεσία του ΕΣ. Στα ελαφρά περιστατικά κρυοπαγημάτων α’ βαθμού, οι Έλληνες υγειονομικοί έκαναν εντριβές και εφάρμοζαν αλοιφές στα άκρα των στρατιωτών ώστε να αποκατασταθεί η κυκλοφορία του αίματος.
Σε βαρύτερες περιπτώσεις προτιμήθηκε θεραπευτική αγωγή με τοπική αντισηψία, ενέσεις νοβοκαΐνης 0,5%, τοποθέτηση του μέλους σε ανάρροπη θέση και ακινησία, με καλά αποτελέσματα.
Η Υγειονομική Υπηρεσία έλαβε προληπτικά μέτρα. Διέταξε την εσωτερική και εξωτερική λίπανση των αρβυλών, κατασκευάστηκαν ειδικές βαμβακερές κάλτσες, επιτάχθηκαν όλα τα κλινοσκεπάσματα από το εμπόριο και τις βιομηχανίες. Επίσης δόθηκαν πρακτικές οδηγίες στους στρατιώτες πώς να αντιμετωπίζουν το ψύχος στα άκρα τους, ενώ τους μοιράστηκαν μάλλινα είδη από την Υγειονομική Υπηρεσία και από δέματα που προέρχονταν από τα μετόπισθεν.
Πρωταγωνιστικό ρόλο στην συγκέντρωση ρουχισμού για τον μαχόμενο Ε.Σ. είχε η οργάνωση Φανέλα του Στρατιώτου υπό την αιγίδα της πριγκίπισσας Φρειδερίκης. Η εκστρατεία συγκέντρωσης μάλλινων ειδών και ρούχων ξεκίνησε ήδη από τις πρώτες ημέρες του πολέμου και κορυφώθηκε τον Νοέμβριο του 1940 σε όλη την Ελλάδα.
Καθημερινά γίνονταν δεκάδες εισφορές ιδιωτών και οργανισμών (πχ αθλητικοί σύλλογοι, περιηγητικές λέσχες, προσκοπικά συστήματα, σύλλογοι γονέων) σε χρήματα για την αγορά μαλλιού που δημοσιεύονταν στον τύπο[9] και έτσι αναπτυσσόταν μιας ευγενής άμιλλα μεταξύ των πολιτών ποιος θα προσφέρει περισσότερα.
Η εθελοντική ανταπόκριση των Ελληνίδων στις εκκλήσεις μέσω ραδιοφώνου και ημερήσιου Τύπου[10] ήταν συγκινητική, καθώς στήθηκε μια αληθινή βιομηχανία πλεξίματος. Η βελόνα έγινε εθνικό σύμβολο και όπλο, οργανώθηκαν ομάδες πλεξίματος κοριτσιών στα σχολεία όλων των βαθμίδων στις πόλεις και στα χωριά, ενώ αντιμετωπίστηκε και η έλλειψη νημάτων με επινοήσεις και επιτυχημένους αυτοσχεδιασμούς.[11]
Τα είδη που παρασκευάζονταν (9.000 κομμάτια ημερησίως!) δίνονταν στον ΕΣ, είτε στέλνονταν στο μέτωπο μέσω ταχυδρομείου. Μόνο οι γυναίκες του Πειραιά μέχρι τις 19 Ιανουαρίου 1941 είχαν αποστείλει στο μέτωπο 12.787 μάλλινα είδη, το Λύκειο Ελληνίδων καθιέρωσε «πλεκτικά τέια με κυρίες» όπου κυρίες έπιναν το τσάι τους απολάμβαναν μουσική και έπλεκαν μανιωδώς.[12]
Η προσφορά των υγειονομικών σε αριθμούς
Το σύνολο των απωλειών του ΕΣ στον πόλεμο ήταν 689 αξιωματικοί και 12.636 οπλίτες, ενώ υπήρχαν και 1.248 εξαφανισθέντες. Οι τραυματίες που έτυχαν περίθαλψης από τις υγειονομικές υπηρεσίες του ΕΣ ήταν 1.484 αξιωματικοί και 61.179 οπλίτες. Από αυτούς, 39.912 νοσηλεύτηκαν στο Νοσηλευτικό Κέντρο Ιωαννίνων. Από την πλευρά του, το υγειονομικό προσωπικό είχε 23 νεκρούς γιατρούς, από τους οποίους οι 16 ήταν έφεδροι.[13]
Ενδεικτικό περιστατικό των απωλειών: ο βομβαρδισμός του 2ου Στρατιωτικού Νοσοκομείου Ιωαννίνων ανήμερα το Πάσχα στις 20 Απριλίου 1941 από τη γερμανική αεροπορία είχε ως αποτέλεσμα 50 νεκρούς και τραυματίες σε υγειονομικό προσωπικό και νοσηλευόμενους. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν έξι νοσοκόμες, ο διευθυντής του νοσοκομείου, αρχίατρος Γεώργιος Μαρκάκης, και ο καθηγητής Χειρουργικής και έφεδρος αρχίατρος Ξενοφών Κοντιάδης.
Η επιτυχημένη δράση των υγειονομικών υπηρεσιών του Στρατού βασίστηκε ως επί το πλείστον στην αυτοθυσία του προσωπικού του. Αναμφίβολα σημειώθηκαν επιμέρους αστοχίες και ελλείψεις, αλλά η γενική εικόνα αποτελεί παράσημο ύψιστης τιμής για τον Έλληνα υγειονομικό. Η σωστή και έγκαιρη νοσηλεία των τραυματιών εξύψωνε το ηθικό των μαχητών που γνώριζαν ότι αν τραυματίζονταν δεν θα εγκαταλείπονταν.
Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι καμία προσπάθεια των υγειονομικών υπηρεσιών δεν θα επαρκούσε αν δεν πλαισιωνόταν από την εθελοντική βοήθεια, υλική και μη, του ελληνικού λαού.
Η παλλαϊκή ενθουσιώδης συμμετοχή των Ελλήνων, αδιακρίτως φύλου και ηλικίας, κάλυψε κενά, θεράπευσε αστοχίες, αποκατέστησε ισορροπίες και έδωσε την ευκαιρία στον Στρατό να φέρει εις πέρας την αποστολή του.
Πηγές
Αλέξανδρος Παπάγος, Ο Ελληνικός Στρατός και η προς πόλεμον προπαρασκευή του (1923-1940), εκδόσεις Πυρσός, Αθήνα 1945.
Κωνσταντίνος Δ. Βλάσσης, «Οι εξοπλισμοί της Ελλάδος 1936-1940», εκδόσεις Δούρειος Ιππος, Αθήνα 2013, σελ. 53.
ΓΕΣ ΔΙΣ, «Η Υγειονομική Υπηρεσία του Στρατού κατά τον πόλεμο 1940-41», εκδόσεις ΔΙΣ, Αθήνα 1983.
Μαρίνα Πετράκη, 1940- Ο άγνωστος πόλεμος – η ελληνική πολεμική προσπάθεια στα μετόπισθεν, Πατάκης, Αθήνα 2014.
Γεώργιος Πολύχρους, Αμυντικός σχεδιασμός και πολεμική προπαρασκευή του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου (μεταπτυχιακή εργασία ΑΠΘ, Τμήμα Ιστορίας – Αρχαιολογίας), Θεσσαλονίκη 2016, σελ. 93-94.Εφημερίδα Καθημερινή.
[1] Αλέξανδρος Παπάγος, Ο Ελληνικός Στρατός και η προς πόλεμον προπαρασκευή του (1923-1940), Πυρσός, Αθήνα 1945, σελ. 15.
[2] Πρακτικό υπ’ αριθμόν 3, 2ας Ιουνίου 1936, Κωνσταντίνος Δ. Βλάσσης, Οι εξοπλισμοί της Ελλάδος 1936-1940, Δούρειος Ίππος, Αθήνα 2013, σελ. 53.
[3] Γεώργιος Πολύχρους, Αμυντικός σχεδιασμός και πολεμική προπαρασκευή του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου (μεταπτυχιακή εργασία ΑΠΘ, Τμήμα Ιστορίας – Αρχαιολογίας), Θεσσαλονίκη 2016, σελ. 93-94.
[4] ΓΕΣ ΔΙΣ, Η Υγειονομική Υπηρεσία του Στρατού κατά τον πόλεμο 1940-41, εκδόσεις ΔΙΣ, Αθήνα 1983, σελ. 43.
[5] Καθημερινή, 23.12.1940. Άρθρο Σπύρου Μελά: Με τα φτερά της Δόξας…
[6] ΓΕΣ ΔΙΣ, Η Υγειονομική Υπηρεσία του Στρατού κατά τον πόλεμο 1940-41, σελ. 173.
[7] Μαρίνα Πετράκη, 1940- Ο άγνωστος πόλεμος – η ελληνική πολεμική προσπάθεια στα μετόπισθεν, Πατάκης, Αθήνα 2014, σελ. 196.
[8] Ιωάννης Μεταξάς, Το προσωπικό του Ημερολόγιο τόμος Δ2, Γκοβόστης, Αθήνα χ.χ., εγγραφή 26ης Δεκεμβρίου 1940.
[9] Καθημερινή, 28.12.1940. Άρθρο: Νέαι εισφοραί για την Φανέλα του Στρατιώτου.
[10] Καθημερινή, 17.11.1940. Άρθρο: Ελληνίδες.
[11] Μαρίνα Πετράκη, 1940-ο άγνωστος πόλεμος, σελ. 166-167.
[12] Στο ίδιο, σελ. 173.
[13] ΓΕΣ ΔΙΣ, Η Υγειονομική Υπηρεσία του Στρατού κατά τον πόλεμο 1940-41, σελ. 182-191.