Γράφει ο Διονύσης Τσιριγώτης, Αναπληρωτής Καθηγητής, Πανεπιστημίου Πειραιώς.

Η πρόσφατη επίσκεψη του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στον Λευκό Οίκο, η πρώτη μετά το 2019, αναδεικνύει τη σύνθετη φύση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, οι οποίες φαίνεται να υπερβαίνουν τον παραδοσιακό ορισμό της συμμαχίας και να προσλαμβάνουν χαρακτήρα στρατηγικής συναλλαγής. Η ατζέντα της συνάντησης με τον Ντόναλντ Τραμπ εστίασε στην ενδεχόμενη επανένταξη της Τουρκίας στο πρόγραμμα των μαχητικών F-35, στη μείωση της ενεργειακής εξάρτησης από τη Ρωσία και στην ευρύτερη προσπάθεια εξισορρόπησης της Άγκυρας μεταξύ Ανατολής και Δύσης.

Advertisement
Advertisement

Η υπόθεση των F-35 υπερβαίνει την απλή διάσταση ενός αμυντικού εξοπλιστικού προγράμματος, λειτουργώντας ως δείκτης αξιοπιστίας και στρατηγικής κατεύθυνσης της Τουρκίας εντός του ευρωατλαντικού πλαισίου. Η αποπομπή της Άγκυρας το 2019, λόγω της αγοράς των ρωσικών S-400, ανέδειξε τα όρια της πολιτικής ισορροπίας που επιχειρεί. Σήμερα, η τουρκική ηγεσία επιδιώκει να αξιοποιήσει τη διαπραγματευτική λογική της Ουάσινγκτον υπό τον Τραμπ, διεκδικώντας την επιστροφή σε ένα πρόγραμμα που θα της εξασφαλίσει τεχνολογικό και στρατηγικό πλεονέκτημα.

Παράλληλα, η ενεργειακή εξάρτηση από τη Ρωσία αποτέλεσε βασικό σημείο αμερικανικής πίεσης. Η Ουάσιγκτον ζητά περιορισμό των ρωσικών εισαγωγών, στο πλαίσιο στρατηγικής αποδυνάμωσης της Μόσχας. Η Τουρκία, ωστόσο, βρίσκεται αντιμέτωπη με το δίλημμα της προσαρμογής στις απαιτήσεις του ηγεμονικού δρώντα ή της διατήρησης ισορροπίας με τη Ρωσία, με συνέπειες για τη θέση της στη Μαύρη Θάλασσα και τη Μέση Ανατολή.

Στο πλαίσιο αυτό, η Άγκυρα επιχειρεί να προβάλλει τον εαυτό της ως διαμεσολαβητικό δρώντα, τόσο στο ουκρανικό ζήτημα όσο και στη σύγκρουση στη Γάζα. Ωστόσο, η έντονη ισλαμική ρητορική του Ερντογάν περιορίζει την εμβέλεια μιας σταθερής σχέσης με την Ουάσινγκτον, δεδομένης της αμερικανικής δέσμευσης στο Ισραήλ. Η διμερής σχέση χαρακτηρίζεται από επιλεκτική στήριξη εκ μέρους των ΗΠΑ και γεωπολιτικές διευκολύνσεις από την Τουρκία, χωρίς ουσιαστικό βάθος ή σταθερότητα.

Απέναντι σε αυτή τη δυναμική, η Ελλάδα επιχείρησε να διαμορφώσει ένα διαφορετικό στρατηγικό αφήγημα στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Η ομιλία του Κυριάκου Μητσοτάκη υπερέβη τη διαχείριση των ελληνοτουρκικών διαφορών, παρουσιάζοντας τη χώρα ως παράγοντα σταθερότητας, συνδυάζοντας υψηλή αποτρεπτική ικανότητα με θεσμική προσήλωση στο διεθνές δίκαιο και στον πολυμερή διάλογο. Η αναφορά σε κρίσιμες εστίες, όπως η Ουκρανία, η Γάζα και το Σουδάν, εντάσσει την ελληνική εξωτερική πολιτική σε ένα πλαίσιο ισορροπημένων τοποθετήσεων. Παράλληλα, η προβολή της Ελλάδας ως ενεργειακού κόμβου στην Ανατολική Μεσόγειο αναδεικνύει τον ρόλο της στην ευρωπαϊκή ενεργειακή ασφάλεια, ενώ η καταγγελία του casus belli ως αναχρονιστικού εργαλείου απειλής υπογραμμίζει την πρόθεση για διάλογο υπό αυστηρή προσήλωση στο διεθνές δίκαιο.

Η αντιπαράθεση των δύο αφηγήσεων είναι χαρακτηριστική: η Τουρκία επενδύει σε μια συναλλακτική σχέση με την Ουάσιγκτον, βασισμένη σε λογική παζαριού, ενώ η Ελλάδα επιδιώκει να κατοχυρωθεί ως αξιόπιστος σύμμαχος και θεσμικός δρών στο διεθνές σύστημα.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι ποιο από τα δύο αφηγήματα θα αποδειχθεί πιο ανθεκτικό σε μια περίοδο γεωπολιτικής αβεβαιότητας.

Advertisement

Η στρατηγική σημασία της Τουρκίας για τη Δύση υπογραμμίζεται από τη μακρόχρονη συμμετοχή της στις επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ: από το Αφγανιστάν και τα Βαλκάνια, έως τις αποστολές αντιπειρατείας και κυβερνοασφάλειας, καθώς και από τη στρατιωτική συνδρομή στην επέμβαση στη Λιβύη το 2011. Η Άγκυρα διαθέτει τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό του ΝΑΤΟ, κρίσιμες υποδομές όπως η αεροπορική βάση Ιντζιρλίκ και τη διοίκηση χερσαίου πολέμου στη Σμύρνη. Η ενεργός συμμετοχή της θεωρείται απαραίτητη για τη συνοχή του ΝΑΤΟ, ειδικά σε ζητήματα όπως η ένταξη Φινλανδίας και Σουηδίας, τοποθετώντας τον Ερντογάν σε ρόλο διασφάλισης συνεργασίας χωρίς ανοιχτές αντιπαραθέσεις.

Αξιοποιώντας ένα διττό παράθυρο ευκαιρίας —όπου η ενεργειακή διπλωματία και η αμυντική συνεργασία με τις ΗΠΑ συνυπάρχουν με την αναθέρμανση των σχέσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση— η Τουρκία επιχειρεί να αναδιατάξει τη γεωπολιτική εξίσωση στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι πρόσφατες δηλώσεις του Τούρκου υπουργού Ενέργειας, Αλπαρσλάν Μπαϊρακτάρ, για επικείμενη συμφωνία LNG με τις ΗΠΑ και κοινά έργα εξερεύνησης υδρογονανθράκων, καταδεικνύουν την πρόθεση της Άγκυρας να εδραιωθεί ως ενεργειακός κόμβος μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Η ενεργειακή διάσταση των σχέσεων Άγκυρας–Ουάσιγκτον συνδέεται άρρηκτα με την επίλυση του ζητήματος των F-35 και την αναθέρμανση της διμερούς συνεργασίας, όπως επισημαίνει και η αναφορά του Αμερικανού πρέσβη στην Τουρκία, Τομ Μπάρακ, περί «μέσης λύσης». Οι ΗΠΑ αναγνωρίζουν την Τουρκία όχι μόνο ως αμυντικό εταίρο του ΝΑΤΟ, αλλά και ως περιφερειακό πυλώνα ενός ευρύτερου συστήματος ασφάλειας, από τη Μεσόγειο έως την Κεντρική Ασία.

Παράλληλα, η Άγκυρα εντείνει τις προσπάθειες για αναβάθμιση της τελωνειακής ένωσης με την ΕΕ. Οι συνομιλίες του υπουργού Εξωτερικών Χακάν Φιντάν με την Επίτροπο Διεύρυνσης Μάρτα Κος ανέδειξαν την πρόθεση αμοιβαίας ενίσχυσης της συνεργασίας σε τομείς όπως το εμπόριο, η ενέργεια και η διασυνδεσιμότητα. Ωστόσο, το Κυπριακό περιορίζει την πρόοδο, καθώς η ΕΕ απαιτεί «ευνοϊκό περιβάλλον» για επανέναρξη διαπραγματεύσεων, ενώ η Άγκυρα επιμένει στη λύση δύο κρατών, προωθώντας ένα προσχηματικό διάλογο.

Advertisement

Η σημερινή τουρκική στρατηγική εντάσσεται σε μακρά παράδοση: από τη δεκαετία του 1970, μετά την εισβολή στην Κύπρο, έως τη δεκαετία του 2010 με τον αγωγό Baku–Tbilisi–Ceyhan, το πυρηνικό έργο Akkuyu και τον αγωγό TurkStream, η Άγκυρα συνδέει παράλληλες συνεργασίες με διαφορετικούς πόλους ισχύος, χρησιμοποιώντας τις ως διαπραγματευτικό χαρτί προς τη Δύση.

Η Τουρκία ακολουθεί στρατηγική «αντιστάθμισης κινδύνων», ενισχύοντας σχέσεις με ανταγωνιστικά κέντρα ισχύος και μειώνοντας την εξάρτηση από έναν μόνο εταίρο. Μέσω πολυδιαυλικής διπλωματίας, δημιουργεί δίκτυα αλληλεξαρτήσεων που απομειώνουν τη στρατηγική της απομόνωση. Η ενεργειακή συνεργασία με τις ΗΠΑ, η επίλυση του ζητήματος των F-35 και η αναβάθμιση της τελωνειακής ένωσης με την ΕΕ εντάσσονται σε αυτή τη λογική. Η Άγκυρα επιδιώκει να κεφαλαιοποιήσει τη γεωπολιτική της θέση, προσπαθώντας να εδραιωθεί ως αναντικατάστατος περιφερειακός παίκτης. Το κρίσιμο ερώτημα παραμένει αν η συγκυρία θα επιτρέψει τη μετατροπή των πολλαπλών συνεργασιών σε θεσμοποιημένη γεωπολιτική υπεροχή ή αν οι αντικρουόμενες δεσμεύσεις θα περιορίσουν την ευχέρειά της στο μέλλον.

Advertisement