Γράφει η Μαρία-Χριστίνα Δουλάμη, Συνεργάτιδα Επικοινωνίας, The Green Tank

Σε έναν κόσμο όπου οι φυσικές καταστροφές γίνονται ολοένα συχνότερες και η άνοδος της θερμοκρασίας απειλεί τις κοινωνίες, την οικονομία και την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη, η κλιματική κρίση δεν είναι απλώς περιβαλλοντικό ζήτημα αλλά μια υπαρξιακή απειλή. Αγγίζει τον πυρήνα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ασφάλειας και της ζωής. Μας αφορά όλους, ανεξάρτητα από έθνος, φυλή ή κοινωνική τάξη — δημιουργώντας δικαιώματα αλλά και υποχρεώσεις προς τις επόμενες γενιές. Όλοι είμαστε μέρος του προβλήματος και όλοι καλούμαστε να είμαστε μέρος της λύσης.

Advertisement
Advertisement

Το περιβάλλον ως ανθρώπινο δικαίωμα

Στην Ευρώπη, η προστασία του περιβάλλοντος δεν είναι πια αφηρημένη πολιτική επιδίωξη, αλλά συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα. Ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (Άρθρο 37) και οι ίδιες οι Συνθήκες (Άρθ.3 παρ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) & Άρθ.11 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της ΕΕ (ΣΛΕΕ)) απαιτούν η περιβαλλοντική διάσταση να ενσωματώνεται σε όλες τις πολιτικές της Ένωσης. Σε αυτό το πλαίσιο, η πράσινη μετάβαση —με στόχο την κλιματική ουδετερότητα ως το 2050 και τη μείωση καθαρών εκπομπών κατά τουλάχιστον 55% έως το 2030— δεν αποτελεί απλώς στρατηγική επιλογή, αλλά νομική και ηθική υποχρέωση, που απορρέει και από διεθνείς δεσμεύσεις όπως τη Συμφωνία του Παρισιού.

Η δικαιοσύνη ως θεματοφύλακας του περιβάλλοντος

Σήμερα, τα δικαστήρια καλούνται όλο και συχνότερα να σταθούν εγγυητές αυτών των δικαιωμάτων.

Τον Ιούλιο του 2025, το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ICJ) εξέδωσε ομόφωνη γνωμοδότηση-ορόσημο, αναγνωρίζοντας ότι τα κράτη έχουν νομική υποχρέωση να προστατεύουν το περιβάλλον και τα ανθρώπινα δικαιώματα απέναντι στην κλιματική αλλαγή. Χαρακτήρισε την κρίση «υπαρξιακή απειλή» και τόνισε πως η αποτυχία κρατών να λάβουν μέτρα για τον περιορισμό των εκπομπών ενδέχεται να συνιστά «διεθνώς άνομη πράξη». Επισήμανε επίσης ότι οι κυβερνήσεις οφείλουν να επιδεικνύουν «δέουσα επιμέλεια» όχι μόνο σε εθνικό αλλά και σε διακρατικό επίπεδο, ρυθμίζοντας παράλληλα τις δραστηριότητες και των ιδιωτικών ρυπαντών.

Στην Ευρώπη, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΑΔ) έχει ήδη αναγνωρίσει ότι τα κράτη οφείλουν να διασφαλίζουν το δικαίωμα των πολιτών σε ποιοτική ζωή και υγεία από τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Υποθέσεις από την Ελβετία, τη Γαλλία και την Πορτογαλία έδειξαν ότι η αδράνεια ή η ανεπαρκής δράση κρατών συνιστά παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως το δικαίωμα στη ζωή, την υγεία και την προσωπική ασφάλεια.

Στη Γερμανία, το Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε το 2021 ότι ο τότε νόμος για την προστασία του κλίματος μετέθετε δυσανάλογα το βάρος δράσης στις μελλοντικές γενιές, παραβιάζοντας τα δικαιώματά τους. Η απόφαση αυτή υποχρέωσε την κυβέρνηση να αναθεωρήσει τον νόμο και να θεσπίσει αυστηρότερους και ταχύτερους στόχους μείωσης εκπομπών.

Αντίστοιχα, στην Ιταλία, δικαστήριο στην περιφέρεια του Λάτσιο υποχρέωσε την κυβέρνηση Μελόνι να αναβαθμίσει το εθνικό κλιματικό σχέδιο, κρίνοντας ότι δεν επαρκεί για τους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού — απόφαση που ήρθε μετά από προσφυγή οργανώσεων όπως η Greenpeace και η ReCommon.

Advertisement

Τα κράτη, με άλλα λόγια, δεν αρκεί να θεσπίζουν νόμους για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης —οφείλουν να λαμβάνουν ουσιαστικά, τεκμηριωμένα και διαφανή μέτρα, με βάση τα επιστημονικά συμπεράσματα, τη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών και πάντα με γνώμονα τα δικαιώματα των σημερινών και μελλοντικών γενεών. Όταν κράτη και νομοθέτες δεν διαμορφώνουν ή δεν εφαρμόζουν τις πολιτικές και τα μέτρα που απαιτούνται, η προσφυγή στη δικαιοσύνη γίνεται η ύστατη γραμμή άμυνας και η μοναδική διέξοδος για πολίτες και οργανώσεις που διεκδικούν το αυτονόητο: ένα ασφαλές περιβάλλον.

Από τις Άνδεις στη Γερμανία: η δύναμη ενός ανθρώπου

Ένα από τα πιο εμβληματικά παραδείγματα είναι η υπόθεση του Saúl Luciano Lliuya, ενός αγρότη από το Περού, που μήνυσε το γερμανικό ενεργειακό κολοσσό RWE. Το 2015, ο Lliuya, ζήτησε να πληρώσει η εταιρεία ένα μικρό ποσοστό (17.000 ευρώ) για μέτρα προστασίας από τις πλημμύρες στην πόλη του, υποστηρίζοντας ότι οι εκπομπές της RWE (περίπου 0,47% των παγκόσμιων ιστορικών εκπομπών) επιτάχυναν την τήξη των παγετώνων και αύξησαν τον κίνδυνο.

Το Εφετείο Hamm, αν και τελικά το 2025 απέρριψε την αγωγή λόγω έλλειψης άμεσου κινδύνου, αναγνώρισε ότι ακόμα και ιδιωτικές εταιρείες μπορούν να ευθύνονται για (διασυνοριακές) κλιματικές ζημιές ανάλογα με το μερίδιο τους στις εκπομπές.

Advertisement

Η υπόθεση έθεσε τα θεμέλια για την αναγνώριση της αναλογικής ευθύνης μεγάλων ρυπαντών και της δυνατότητας σύνδεσης επιστημονικών δεδομένων με συγκεκριμένες ζημίες στα πολιτικά δικαστήρια, εμπνέοντας αντίστοιχες υποθέσεις στην Ευρώπη. Παρά την ήττα στην πράξη, άνοιξε τον δρόμο για μελλοντικές αξιώσεις κοινοτήτων που πλήττονται από την κλιματική κρίση, θέτοντας νομικό και ηθικό προηγούμενο για την ευθύνη των μεγάλων εκπομπέων.

Ήδη η υπόθεση εμπνέει παρόμοιες αγωγές σε όλη την Ευρώπη, όπως αυτές κατά της TotalEnergies στο Βέλγιο και της Holcim στην Ελβετία. Αποδεικνύει ότι ακόμη και οι πιο μικρές φωνές — ένας αγρότης από τις Άνδεις απέναντι σε έναν βιομηχανικό κολοσσό — μπορούν να αλλάξουν το διεθνές δίκαιο και να θέσουν τις βάσεις για την ευθύνη όσων επιτείνουν την κλιματική κρίση.

Το μέλλον: η Δικαιοσύνη σύμμαχος της βιωσιμότητας

Από την Ολλανδία (υπόθεση Urgenda) έως την Ελβετία (KlimaSeniorinnen), ολοένα και περισσότεροι πολίτες, ΜΚΟ και κοινότητες στρέφονται στη Δικαιοσύνη για να υποχρεώσουν κράτη και επιχειρήσεις να αναλάβουν δράση για το κλίμα. Οι υποθέσεις αυτές δεν αλλάζουν μόνο νόμους — αλλάζουν τον ίδιο τον τρόπο που βλέπουμε τα ανθρώπινα δικαιώματα, συνδέοντάς τα στενά με το περιβάλλον και τη βιωσιμότητα. Έτσι, θέτουν θεμέλια για ένα νέο νομικό πολιτισμό, όπου η κλιματική δικαιοσύνη γίνεται φυσική προέκταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Είναι δικαίωμα στην επιβίωση, και ηθική υποχρέωση μας απέναντι στις επόμενες γενιές.

Advertisement

Η δικαστική κινητοποίηση αναδεικνύει την αυξανόμενη πίεση των πολιτών για ουσιαστική κλιματική δράση. Και η Δικαιοσύνη — εθνική, ευρωπαϊκή και διεθνής — αποδεικνύει ότι μπορεί να λειτουργήσει ως αντίβαρο στην αδράνεια των κυβερνήσεων.

Ωστόσο, η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης δεν μπορεί να επαφίεται μόνο στα δικαστήρια ή στην επιμονή των πολιτών. Η πραγματική ευθύνη βαραίνει όσους διαμορφώνουν τις πολιτικές και λαμβάνουν τις αποφάσεις: τους νομοθέτες, τα κράτη και τις ρυπογόνες επιχειρήσεις, που φέρουν το μεγαλύτερο μερίδιο της κρίσης. Είναι αυτοί που οφείλουν να ευθυγραμμίσουν τις πολιτικές με τις επιστημονικές προειδοποιήσεις και τις κοινωνικές ανάγκες — όχι με διακηρύξεις, αλλά με άμεση, ουσιαστική δράση. Γιατί η κλιματική δικαιοσύνη δεν είναι πια μια αφηρημένη νομική απαίτηση – είναι πολιτική υποχρέωση και ηθική εντολή. Όχι για το μέλλον. Για το τώρα.

Advertisement