Στις 12 Οκτωβρίου 2025 ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε την ανάθεση της αποκλειστικής ευθύνης του μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτη στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας με νομοθετική ρύθμιση. Η ανακοίνωση ακολούθησε τη λήξη της απεργίας πείνας του Πάνου Ρούτσι που κατάφερε να γίνει δεκτό το αίτημα εκταφής και διενέργειας τοξικολογικών εξετάσεων στη σορό του γιού του, προκειμένου να ερευνηθεί η ακριβής αιτία θανάτου του κατά το σιδηροδρομικό δυστύχημα  των Τεμπών.

Ο πρωθυπουργός αιτιολόγησε την ανάθεση αρμοδιοτήτων για τον Άγνωστο Στρατιώτη αναφέροντας ότι ένα ιστορικό μνημείο δεν μπορεί να γίνεται πεδίο εκδηλώσεων άσχετων με την αποστολή του και συνεπώς η προστασία και σωστή λειτουργία του θα ανατεθεί “εκεί όπου ανήκει”. Αυτή η διατύπωση, που για πολλούς μπορεί να μοιάζει αντικειμενική, ορθολογική και αυτονόητη, στην πραγματικότητα είναι άκρως υποκειμενική και πολιτική, και εκφράζει μια εθνοκεντρική αντίληψη για το μνημείο, την κληρονομιά, τον πολιτισμό, την αξία και τη χρήση τους. Στην πραγματικότητα, αυτή η πολιτική πράξη και η λογική που βρίσκεται πίσω της έχει να κάνει με τις επιθυμητές και ανεπιθύμητες κληρονομιές, σε σχέση με το τι θεωρείται και τι όχι παραδεκτό στον άξονα μνήμης – λήθης της κυρίαρχης αφήγησης περί ταυτότητας.

Advertisement
Advertisement

Στο κλασσικό του έργο “Φαντασιακές Κοινότητες” ο Μπένεντικτ Άντερσον αναφέρει ότι: “Δεν θα βρει κανείς πιο παραστατικά εμβλήματα της σύγχρονης κουλτούρας του εθνικισμού από τα κενοτάφια και τα μνημεία του Άγνωστου Στρατιώτη. […] όμως, αν και οι τάφοι αυτοί δεν περιέχουν λείψανα θνητών ή αθάνατες ψυχές […] είναι παρ’ όλα αυτά διαποτισμένοι από εθνικές φαντασιώσεις.” (Άντερσον, 1997, 31).

Η Αυστραλή αρχαιολόγος Λόρατζεϊν Σμιθ έχει εισάγει τον όρο Πλαίσιο Εγκεκριμένης Κληρονομιάς (Authorised Heritage Discourse)[1]που αναφέρεται σε ένα πλαίσιο διαχείρισης και αντίληψης το οποίο εστιάζει στην υλικότητα του παρελθόντος και στο εγγενές νόημα της υλικής κληρονομιάς και έτσι ευνοεί τους μεγάλης κλίμακας τόπους και χώρους που σχετίζονται με τις κατασκευές και τους μύθους του έθνους. Η κληρονομιά λοιπόν συνδέεται με τις εθνικές ταυτότητες και εμπλέκεται στα αφηγήματα περί εθνικότητας, ιθαγένειας και εθνικισμού.

Ο καθηγτηής κλασσικής αρχαιολογίας Δημήτρης Πλάντζος γράφοντας για τα αλλότρια μνημεία, δηλαδή αυτά που “τοποθετούνται εξ ορισμού εκτός του εθνικού κανόνα μνήμης (αλλά όχι και λήθης) και εκτός του νοούμενου εθνικού αρχείου κειμένων, μύθων και παραδόσεων” (Πλάντζος, 2023, 15) αναφέρει ότι δημιουργούνται κατά κανόνα από περιθωριακά υποσύνολα που σκοπό έχουν να μπορέσουν να καταστούν ορατά.
 
Στην περίπτωση του Αγνώστου Στρατιώτη, ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση λειτούργησαν εντός του εγκεκριμένου πλαισίου  αντίληψης της κληρονομιάς, μιλώντας για εκδηλώσεις άσχετες με την αποστολή του μνημείου και για κυριότητα του Υπουργείου Άμυνας επί του χώρου (Κυριάκος Μητσοτάκης). Επίσης διατυπώθηκε η γνώμη ότι τα μνημεία των ηρώων δεν είναι χώροι για κάθε είδους διαμαρτυρία και πως το μνημείο του αγνώστου στρατιώτη δημιουργήθηκε για να τιμούμε τη μνήμη όλων των ηρώων μας που θυσιάστηκαν για την πατρίδα και την ελευθερία (Κωστής Χατζηδάκης).

Συνεπώς, στην αντίληψη της κυβέρνησης, το μνημείο συγκεκριμένα και η κληρονομιά γενικότερα αποτελούν αντικείμενο αποκλειστικής, εγκεκριμένης χρήσης που ορίζεται από τους εθνικούς τους σκοπούς, νοηματοδοτούνται αποκλειστικά από τον κυρίαρχο κανόνα μνήμης και (επανα)βεβαίωσης της ταυτότητας, ανήκουν σε συγκεκριμένους φορείς-αυθεντίες (Υπουργείο Άμυνας) και οι πολίτες πρέπει να περιορίζονται σε παθητική παρατήρηση του εθνικού μεγαλείου τους.

Στην πραγματικότητα, η εγκεκριμένη χρήση, η κυριότητα και η οριοθέτηση του μνημείου εξυπηρετούν συγκεκριμένους πολιτικούς σκοπούς της κεντρικής εξουσίας. Γι’ αυτό, με έντεχνο τρόπο, ένα ζήτημα που είναι στη ρίζα του πολιτικό, παρουσιάστηκε από τον πρωθυπουργό ως διαχειριστικό: “η κυβέρνηση αποφάσισε να ξεμπλέξει το κουβάρι των συναρμοδιοτήτων γύρω από τη φύλαξη και συντήρηση του μοναδικού αυτού τοπόσημου της Αθήνας.” Ενώ στο επίπεδο των διακηρύξεων προβάλλεται η υπηρέτηση του αυτονόητου, σε αυτό της πολιτικής πράξης ακολουθείται μια συγκεκριμένη πολιτική τακτική.

Ο πρωθυπουργός και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης με σαφήνεια θέτουν το όριο ανάμεσα σε αυτούς που σέβονται τα εθνικά σύμβολα και σε εκείνους που είναι ασεβείς απέναντι στους προγόνους μας και βεβηλώνουν ό,τι βρουν μπροστά τους προκειμένου να διαμαρτυρηθούν. Γιατί σαφώς αναφέρει ο πρωθυπουργός ότι “οι πολίτες μπορούν να εκφραστούν ελεύθερα σε χιλιάδες άλλους χώρους με συγκεντρώσεις ή διαδηλώσεις.”, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης ότι “οποιος θέλει να διαδηλώνει, να διαμαρτύρεται, να διοργανώνει εκδηλώσεις έχει σχεδόν όλη την υπόλοιπη Ελλάδα για να το κάνει!” και ο  υπουργός Επικρατείας για “απειλή της ιερότητας του χώρου” (Άκης Σκέρτσος). Με απλά λόγια, όποιος διαμαρτύρεται (μπροστά) στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη, δεν είναι σωστός Έλληνας πολίτης. Αντιθέτως, όποιος προβαίνει στην παθητική παρατήρηση και θαυμασμό του μνημείου εντός του εγκεκριμένου πλαισίου, είναι εντός των αποδεκτών πλαισίων.
 
Το μνημείο και η χρήση του όμως σχετίζονται άμεσα και με μια άλλη διάσταση της διαμαρτυρίας του Πάνου Ρούτσι. Στις αρχές του Οκτωβρίου ο υπουργός υγείας Άδωνις Γεωργιάδης είχε αμφισβητήσει την αυθεντικότητα της απεργίας πείνας του Ρούτσι και τα κίνητρα των γιατρών που τον παρακολουθούσαν. Στη συνέχεια, αφού εκείνος δικαιώθηκε, ο υπουργός είπε ότι η δικαιοσύνη εκπλήρωσε το αίτημά του πολύ γρήγορα την ώρα που άλλοι πολίτες περιμένουν ακόμα και χρόνια τις ενέργειες της δικαιοσύνης για τις υποθέσεις τους. Στις τοποθετήσεις του υπουργού υγείας εμφανίζεται αντιπαραθετικά ένας απεργός πείνας που, ως εθισμένος στη διαμαρτυρία, καταφέρνει το σκοπό του και απέναντί του ο φιλήσυχος Έλληνας πολίτης που περιμένει στωικά τη δικαιοσύνη να αποφασίσει για τις υποθέσεις του.

Είναι σαφές λοιπόν ότι στις μέρες μας, όπως και σε πάρα πολλές περιπτώσεις στο παρελθόν, δεν υπάρχει δημόσιος χώρος για διαφοροποιημένες μνήμες, πρακτικές και μνημεία αλλότρια. Δεν είναι αποδεκτή η έκφραση ατομικών και ομαδικών αντιλήψεων και ταυτοτήτων ούτε και ο αυτοπροσδιορισμός, αν όλα αυτά δεν συμβαδίζουν με τις κυρίαρχες πρακτικές και τον εθνικό κανόνα μνήμης. Έτσι λοιπόν ο άγνωστος στρατιώτης, ενώ εμφανίζεται από την κυβέρνηση ως το πεδίο διαμάχης της αποδεκτής απέναντι στη μη αποδεκτή συμπεριφορά του πολίτη, στην πραγματικότητα είναι το πεδίο αντιπαράθεσης της εγκεκριμένης και της αλλότριας μνήμης για τα Τέμπη.

Όπως οι αστυνομικές, διασωστικές, ιατροδικαστικές, κοινοβουλευτικές και δικαστικές διαδικασίες λειτούργησαν και λειτουργούν εντός ενός πλαισίου κυβερνητικής βιασύνης, έτσι και οι διαδικασίες μνήμης-λήθης κινούνται μέσα στον έντονο ανταγωνισμό του εθνικά εγκεκριμένου (κρατικοί και κυβερνητικοί χειρισμοί) και του εθνικά απαράδεκτου (δράση συγγενών θυμάτων). Και παρ’όλο που η ασυμφωνία περί μνήμης και κληρονομιάς δεν είναι ασυνήθιστη στην πολιτική πράξη, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση των νεκρών της Μαρφίν ή του Ζακ Κωστόπουλου, τείνει να δημιουργεί πολιτικές εντάσεις και να γίνεται επικίνδυνη όταν οι κυβερνώντες επιχειρούν να καθορίσουν το λόγο περί μνήμης και λήθης για ένα ζήτημα που είναι τραυματικό και ακόμα νωπό για την ελληνική κοινωνία.
 
Βιβλία που αναφέρονται στο κείμενο
Άντερσον, Μπένεντικτ, Φαντασιακές Κοινότητες, (Νεφέλη, 1997)
Πλάντζος, Δημήτρης (επιμ.), Τα Μνημεία των Άλλων, (Νεφέλη, 2023)
Smith, Laurajane, Uses of Heritage, (Routledge, 2006)
 


[1] Η απόδοση/μετάφραση στην ελληνική γλώσσα είναι δική μου