Τελικά οι δυνατότητες προσαρμογής του ανθρώπου είναι απεριόριστες και οι εξελίξεις της τρίτης δεκαετίας της τρίτης χιλιετίας το αποδεικνύουν περίτρανα. Ο τρίτος χρόνος πολέμου, στην Ουκρανία, με διαστάσεις διεθνούς εμπλοκής, έχει καταστεί μια καθημερινότητα, όπως και οι διαδοχικές εξάρσεις και αναφλέξεις στη Μέση Ανατολή. Σπινθήρες σε προϋπάρχουσες διενέξεις εμφανίζονται και στην Ασία και κανείς δεν θέλει να σκεφτεί μια κίνηση του Πεκίνου κατά της Ταϊβάν. Η Αφρική σε μόνιμο αναβρασμό ενώ στη Λατινική Αμερική μαίνεται ο πόλεμος των συμμοριών
Παρά ταύτα -και ευτυχώς- η ζωή συνεχίζεται με τις σκηνές των πολεμικών μετώπων να καθίστανται ένα καθημερινό αλλά και απόμακρο μοτίβο, τόσο κοντά και μακριά συνάμα από εμάς. Μέσα σε αυτό το εύφλεκτο περιβάλλον, οι «σταθερές» αξίες, οι συμμαχίες, οι συναντιλήψεις αλλά και τα κοινά συμφέροντα φαίνεται ότι αποδυναμώνονται. Βέβαια, η ισχύς, το κέρδος και τα ατομικά συμφέροντα εξακολουθούν -όπως ανέκαθεν- να αποτελούν τους βασικούς κινητήριους μοχλούς της ιστορίας και της συμπεριφοράς οργανισμών, κρατών και ανθρώπων. Η κατάσταση επιτείνεται από τις αλματώδεις και ταχύτητες τεχνολογικές εξελίξεις που επισκιάζουν τις ικανότητες των κοινωνιών να τις αποδεχθούν και να συμβαδίσουν μαζί τους προσαρμόζοντας ανάλογα και τις κοινωνικές και ανθρώπινες αξίες.
Η Ευρώπη, το ταλαιπωρημένο και πολλά υποσχόμενο «κοινό» μας σπίτι φαίνεται να βρίσκεται σε απόλυτη αδυναμία εύρεσης βηματισμού και άρθρωσης πειστικών απαντήσεων στις απειλές που την περιτριγυρίζουν. Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η πρωτεύουσα του «ελεύθερου κόσμου» για άλλη μια φορά φαίνεται να υποκύπτει στο δέλεαρ του απομονωτισμού, ενός ιδιότυπου νεοαπομονωτισμού που αρνείται την ανάληψη νέων ή τήρηση παλαιών των υποχρεώσεων και υποσχέσεων αλλά ταυτόχρονα απαιτεί μεγιστοποίηση των κερδών μέσω της εκβιαστικής απειλής της απομάκρυνσης της («και γαία πυρί μιχθήτω») εάν δεν συνομολογηθούν επικερδείς για αυτήν συμφωνίες. Αμήχανοι οι ευρωπαίοι σύμμαχοι (ξανα)ανακαλύπτουν το κόστος της εξάρτησης αλλά ανίσχυροι πολιτικά και στρατιωτικά αδυνατούν να αντιδράσουν. Αναγνωρίζουν ότι δεν θα μπορέσουν να χειριστούν το πολιτικό και κοινωνικό κόστος της απεξάρτησης και ενδυνάμωσης και προσπαθούν απεγνωσμένα να ισορροπήσουν με γνώμονα την επιβίωση και όχι την ανάταξη και αλλαγή πορείας πλεύσεως. Στο τέλος της ημέρας όλοι τους διαγκωνίζονται και μια εγγύτερη θέση στην φωτογράφιση, μια θερμή χειραψία και ένα καλό λόγο του «πλανητάρχη».
Ένας «πλανητάρχης» που φαίνεται να διακατέχεται από μια μεσσιανική αποστολή ανόρθωσης του αμερικανικού μεγαλείου και ταυτόχρονης επίλυσης κάθε είδους διεθνούς διαφοράς με όπλο την ισχύ και γνώμονα το όφελος της χώρας του αλλά και το «ίδιον». Γεγονός είναι ότι έχει κατορθώσει να υπερηφανεύεται για μια σειρά, λιγότερο ή περισσότερο γνωστών, πετυχημένων ή μη διαμεσολαβήσεων. Η «συνταγή» λίγο πολύ γνωστή, προσφορά καλών υπηρεσιών μέσα σε ένα πλαίσιο εκφοβιστικών απειλών (εμπλοκής ή απεμπλοκής), κινήσεων αλλά και ενεργειών, μακράν του διεθνούς δικαίου και προτάσσοντας ένα αδιευκρίνιστο ειρηνικό και οικονομικά επικερδές μέλλον για όλους. Κοινό σημείο των προσπαθειών του, η υποχώρηση του πλέον αδυνάτου μέρους! Ας μη εθελοτυφλούμε όμως, στην ανθρωπινή ιστορία -αλλά και στη φύση γενικότερα- δικαιοσύνη (διεθνές δίκαιο) και τάξη (ειρήνη) είναι έννοιες ασύμβατες. Αιτία, η φύση του ανθρώπου και η δημιουργούμενη ανισορροπία ισχύος και ο πλέον αδύνατος οφείλει να υποχωρεί ή να αυτοκτονεί!
Οι παραπάνω παρατηρήσεις θα μπορούσαν κάλλιστα να ήταν προβληματισμοί φιλολογικού ενδιαφέροντας αν δεν ζούσαμε στη ζώνη του λυκόφωτος με συγκεκριμένη και υπαρκτή απειλή που αγγίζει την εδαφική μας ακεραιότητα, τα δικαιώματα μας (κυριαρχικά και μη) αλλά και την ίδια την πολιτική υπόσταση και ανεξαρτησία μας. Δυστυχώς η θέση μας επιβαρύνεται από μια σειρά αρνητικών εξελίξεων τις τελευταίες δεκαετίες, από τη διασάλευση της γενικότερης ισορροπίας ισχύος με την γείτονα και μια αμφιταλάντευση μας μεταξύ προθέσεων, διακηρύξεων και πράξεων. Η τελευταία μπορεί να δικαιολογηθεί από το διακύβευμα μιας απρόβλεπτης έκτασης και αποτελέσματος σύγκρουσης αλλά η διασάλευση της ισορροπίας, όσο και να προσπαθούμε να την αιτιολογήσουμε με δημογραφικές και γεωγραφικές αναφορές, υποκρύπτει διαχρονικές δικές μας ευθύνες.
Σήμερα, προβάλει -ίσως πολύ πιο έντονα από ποτέ καίτοι δεν θέλουμε να το ομολογήσουμε- η ανησυχία μιας επιβαλλόμενης, εκβιαστικής λύσεως (take it or leave it) που μάλλον δεν θα ικανοποιεί (σε ένα τουλάχιστον αποδεκτό βαθμό) τα εθνικά μας συμφέροντα. Ο αυτόκλητος «ειρηνοποιός» ίσως υιοθετήσει την άποψη ότι αν τα δύο «κακομαθημένα παιδιά» της Ανατολικής Μεσογείου (ή αλλιώς «Mediterranean mosquitoes» κατά τον Αμερικανό ΥΠΕΞ Acheson, δεκαετία 1950) δεν συμβιβαστούν ίσως πρέπει να τα αφήσουμε να λύσουν μόνα τους τις διαφορές τους και να επιβάλλουμε τους όρους μας με τις νέες πραγματικότητες που η σύγκρουση θα δημιουργήσει! Εξάλλου θα υπάρχει το δέλεαρ της κοινής συνεκμετάλλευσης σε ένα νέο περιβάλλον ευημερίας και σε μια θάλασσα υδρογονανθράκων!
Από την άλλη μεριά, μας τρομάζει (και λογικά) ο φόβος μιας στρατιωτικής σύγκρουσης. Το χειρότερο όμως είναι ότι ακόμη και σε περίπτωση δικής μας συντριπτικής νίκης τα προβλήματα δεν θα επιλυθούν και ο επίμονος γείτονας θα αποδοθεί σε έναν αγώνα φθοράς βασιζόμενος στις μεγαλύτερες δημογραφικές, οικονομικές, βιομηχανικές και στρατιωτικές δυνάμεις του. Ούτε φυσικά και η συντριβή του θα επέτρεπε την αξιοποίηση της ΑΟΖ που το διεθνές δίκαιο -σε μεγάλο βαθμό κατοχυρώνει υπέρ ημών- ούτε όμως και το αναφαίρετο δικαίωμα της ανακήρυξης και εκμετάλλευσης αιγιαλίτιδος ζώνης των 12 ναυτικών μιλίων θα μπορούσαμε να απολαύσουμε. Φυσικά ως ορθολογιστές και όχι ως αιθεροβάμονες όπως κάποτε-κάποιοι κυβερνώντες μας- θα πρέπει να σταθμίσουμε όλες τις πιθανότητες και ενδεχόμενα.
Υπάρχει και η επιλογή της ακινησίας, με πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Δυστυχώς ο γείτονας φαίνεται ότι έχει καταφέρει να κινείται καλύτερα στο «βούρκο» της ακινησίας και να αξιοποιεί υπέρ του τη στατικότητα με ανεπαίσθητα αλλά προσεκτικά σχεδιασμένα βήματα που δεν «δικαιολογούν» μια υπέρμετρη αντίδραση μας ειδικά στην περίπτωση που προσεκτικά και με υπομονή έχει επιλεγεί ο χρόνος της ενέργειας. Βέβαια μια «ακινησία» σε συνδυασμό με μια ισχυρή αποτροπή ενισχύει το «status quo» στο συγκεκριμένο χώρο έναντι του αναθεωρητικού αντιπάλου υπό την προϋπόθεση ότι αφενός είναι τόση ισχυρή και πειστική και αφετέρου ότι δεν θα υπάρξει λανθασμένη εκτίμηση από την άλλη πλευρά. Η στατιστική της διμερούς ιστορίας μας καταδεικνύει ότι ο αντίπαλος σε τακτά χρονικά διαστήματα αναλαμβάνει το ρίσκο της κλιμάκωσης, σε χρόνο, τόπο και με θεματική που θεωρεί ότι τον ευνοούν, εκτιμώντας ότι έχοντας την ευχέρεια της ανάληψης μεγαλυτέρου ρίσκου θα διατηρήσει τον έλεγχο των εξελίξεων και θα μας αναγκάσει σε μερική αναδίπλωση χάρη της αποφυγής της σύγκρουσης και υπό τις προτροπές «φίλων και συμμάχων». Δεν μπορώ να πιστέψω ότι ο γείτονας δεν θα επανέλθει σύντομα στη δοκιμασμένη και σε αρκετό βαθμό πετυχημένη τακτική του, μόλις οι διεθνείς συνθήκες το επιστρέψουν αισθανόμενος μάλιστα (και δικαιολογημένα) ότι έχει αναβαθμιστεί.
Εξίσου αδύνατη μου φαίνεται η εξεύρεση μιας συμβιβαστικής λύσεως που θα μπορούσε -με αμοιβαίες υποχωρήσεις- να γίνει αποδεκτή από τις δύο κυβερνήσεις που θα αποφάσιζαν να προχωρήσουν στην πολιτική «αυτοκτονία» τους. Οι σημερινές τουρκικές διεκδικήσεις δεν αποτελούν πλέον μέρος ενός διαπραγματευτικού πλαισίου αλλά έχουν ενταχθεί στο σχέδιο της απελευθέρωσης εδαφών και ανάκτησης δικαιωμάτων που έχουν σφετεριστεί από ένα «δόλιο» γείτονα με τη βοήθεια ξένων δυνάμεων και σε βάρος του τουρκικού έθνους. Κατά κάποιο τρόπο -και στα μάτια της πλειονότητα των γειτόνων- συγκρούεται σήμερα η «τουρκική μεγάλη ιδέα» της νεοσύστατης Τουρκικής Δημοκρατίας (1923) μπολιασμένης με την ανάμνηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με μια αποσχισθείσα επαρχία που προτάσει την υπεράσπιση ενός άδικου «status quo» που καιροσκοπικά επέβαλε.
Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει ούτε εύκολη, ούτε εγγυημένη λύση. Αντίθετα, στα δικά μου τα μάτια υπάρχει το αδιέξοδο που μάλλον οδηγεί στη προδιαγραμμένη πορεία μιας στρατιωτικής σύγκρουσης. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει apriori να απορρίψουμε προτάσεις ειρηνικής εξεύρεσης λύσεως, αντιλαμβανόμενοι ότι αυτό προϋποθέτει την αποδοχή ορισμένων υποχωρήσεων. Συνηθίζεται να λέγεται, ότι αποκτά πλεονεκτήματα αυτός που συνδιαμορφώνει το πλαίσιο (agenda) των επαφών (διερευνητικών ή μη) και των διαπραγματεύσεων. Όπως ο πόλεμος, έτσι και οι διαπραγματεύσεις δεν εξασφαλίζουν εκ των προτέρων εγγυημένο αποτέλεσμα ούτε αποκλείουν τη σύγκρουση.
Το αναμφισβήτητο είναι ότι ο βαθμός των υποχωρήσεων διαχρονικά είναι ανάλογος της ισορροπίας ισχύος. Βέβαια, η ισχύς -ως πολυπαραγοντικό και μη απολύτως μετρήσιμο μέγεθος και ειδικά η διαφορά ισχύος- προσμετράτε και εκλαμβάνετε ενίοτε διαφορετικά από τους εμπλεκόμενους και τους τρίτους.
Σημαντικότατο ρόλο έχει όμως η βούληση της κοινωνίας για υπεράσπιση των εθνικών θέσεων και η αποδοχή μακροχρόνιων θυσιών και προσπαθειών (απόρροια της αίσθησης της εθνικής ταυτότητας και ορθής διαπαιδαγώγησης). Κακά τα ψέματα, αυτή η αποδοχή, η βούληση αλλά και η συνέπεια της εθνικής συστράτευσης της κοινωνίας αντανακλάται σε τελευταία ανάλυση και στη βούληση της πολιτικής ηγεσίας και όχι το αντίθετο.
Επίσης, η μικροκομματική προσπάθεια απόδοσης «κατευναστικών» διαθέσεων σε κάθε κυβέρνηση με προβολή υπερφίαλων και μη εφαρμόσιμων θέσεων είναι όχι μόνο αντιπαραγωγική αλλά και εθνικά επικίνδυνη. Εξίσου απαράδεκτος είναι ο διαχωρισμός και χρήση χαρακτηρισμών κατά ατόμων και η ανεύθυνη συνθηματολογία. Εξίσου όμως επικίνδυνη είναι και η άκρατη υιοθέτηση αμφίβολων διεθνιστικών απόψεων και η υπονόμευση του εθνικού φρονήματος.
Ολοκληρώνοντας, αδυνατώ να προσφέρω συντεταγμένη πρόταση-λύση. Αρκέστηκα να αναφέρω ορισμένες βασικές αρχές, ενδεχόμενα και κατευθύνσεις. Η επιλογή τους , η ορθή ανάμειξη και ο συνδυασμός τους είναι το επιστέγασμα της πολιτικής τέχνης σε αντιπαράθεση πάντα με αυτή του αντιπάλου. Μιας τέχνης που συνδέει το ευκταίο με το εφικτό, το όνειρο με την πραγματικότητα, τη ψυχή με το νου και ενίοτε σχοινοβατεί μεταξύ του ολέθρου και της επιτυχίας. Όμως κάθε τέχνη για να υλοποιηθεί εκτός από χαρισματικούς δημιουργούς απαιτεί και θυσίες καθώς η υλοποίηση της ολοκληρώνεται συχνά μόνο με το αίμα των παιδιών του έθνους που θυσιάζονται και δυστυχώς κάποιες φορές δεν τα αφήνουμε ούτε να «αναπαυθούν».